Μετά την τραγωδία του 1974 διάφοροι αρθρογράφοι και συγγραφείς προβάλλουν τη θεωρία των «χαμένων ευκαιριών» και υποστηρίζουν πως έπρεπε να είχαμε αποδεχτεί ένα από τα «καλά» βρετανικά σχέδια που μας είχαν προταθεί κατά την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας σ’ όλο το διάστημα από το Μάη του 1956 μέχρι τον Φλεβάρη του 1959 που υπογράφτηκαν οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, καταγράφει τις θέσεις του στο βιβλίο του «Ιστορία χαμένων ευκαιριών» για τα τέσσερα βασικά σχέδια εκείνης της περιόδου. Τις προτάσεις Χάρντινγκ, το σχέδιο Ράντκλιφ, το σχέδιο Φουτ και το σχέδιο Μακμίλλαν. Ο Γλαύκος Κληρίδης, παράγοντας της ελληνοκυπριακής πλευράς εκείνης της περιόδου και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την περίοδο 1993-2003, πολιτικός που θεωρείται, όπως και ο Αβέρωφ, εκπρόσωπος του πολιτικού ρεαλισμού, παρουσιάζει κι αυτός τις θέσεις του για τα σχέδια που αναφέραμε πιο πάνω στο έργο του «Η κατάθεσή μου». Ας δούμε λοιπόν τα γραφόμενα των δυο πολιτικών.
>Προτάσεις Χάρντινγκ 1955-59
Ο Αβέρωφ γράφει (τόμος Α, σελ. 10): «Στην πραγματικότητα όμως , η συμφωνία για τις λεπτομέρειες δεν ήταν δυνατή, γιατί ήταν αγεφύρωτο το χάσμα στο βασικό θέμα και κάθε πλευρά έπαιρνε σε όλα τα λεπτομερειακά θέματα τις θέσεις που θα της επέτρεπαν να παρακάμψει το χάσμα με πλάγιο τρόπο.
»Η ελληνική πλευρά ήθελε αυτοκυβέρνηση με μεγάλες εξουσίες ώστε εν ονόματι του λαού και της νομιμότητας , και με τον έλεγχο της Αστυνομίας, δηλαδή από κάποια θέση ισχύος να επισπεύσει την άσκηση της αυτοδιαθέσεως. Αυτό ακριβώς δεν ήθελε ν’ αποδεχθεί η αγγλική πλευρά, που κατά βάθος για την ώρα, στο θέμα της αυτοδιαθέσεως μόνο θεωρητικές παραχωρήσεις ήταν διατεθειμένη να κάνει».
Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε πως η «αυτοκυβέρνηση με μεγάλες εξουσίες» που ζητούσε η ελληνοκυπριακή πλευρά στηριζόταν βασικά σ’ ένα σημείο. Στο να έχουν οι Ελληνοκύπριοι την πλειοψηφία στη Βουλή και σ’ αυτό οι Βρετανοί αρνήθηκαν πεισματικά να δεσμευτούν. Πάντως, είναι φανερό πως ο Αβέρωφ δεν θεωρεί τις προτάσεις Χάρντινγκ ως χαμένη ευκαιρία, αφού παραδέχεται πως η συμφωνία «δεν ήταν δυνατή, γιατί ήταν αγεφύρωτο το χάσμα στο βασικό θέμα».
Πιο αναλυτικός για τις προτάσεις Χάρντινγκ είναι ο Γλαύκος Κληρίδης που αναφέρει στο έργο του «Η κατάθεσή μου», (πρώτος τόμος, σελ. 36-37): «Λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι η βρετανική κυβέρνηση παρέδωσε πρώτα στην Τουρκία τις προτάσεις της με διαβεβαίωση ότι η βρετανική θέση ήταν οριστική ή και δεν επρόκειτο να αλλάξει, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητας δεν είχε ποτέ πρόθεση να προχωρήσει πέρα από την παροχή κάποιας μορφής αυτοκυβέρνησης, δεχόμενη ταυτόχρονα ότι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ήταν κατ’ αρχή εφαρμόσιμο στην Κύπρο, άλλα όχι ασκήσιμο μέχρι κάποια ακαθόριστη μελλοντική στιγμή που τα βρετανικά και συμμαχικά συμφέροντα θα επέτρεπαν την άσκησή του. Στην πράξη ήταν μια επ’ αόριστον αναβολή της άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, που βασιζόταν δήθεν σε στρατηγικές ανάγκες….».
Στη συνέχεια, ο Κληρίδης αναφερόμενος στις προφορικές υποσχέσεις που έδωσε ο αποικιακός γραμματέας Ρενταγουέι στον Νίκο Κρανιδιώτη πως η περίοδος αυτοκυβέρνησης θα διαρκούσε δέκα ή εφτά χρόνια και θα εφαρμοζόταν μετά η αυτοδιάθεση τονίζει πως αυτές (σελ. 37) «είχαν μάλλον ενδεικτικό χαρακτήρα και όχι το χαρακτήρα μιας ξεκάθαρης δέσμευσης» και προσθέτει: «Τούτο συνάγεται κατ’ αρχήν από το γεγονός ότι ο κ. Ρενταγουέι δεν τις αναφέρει καθόλου στο βιβλίο του «Burned with Cyprus», γεγονός ότι το τελικό σχέδιο των προτάσεων, που ο Σερ Τζον Χάρντινγκ ενεχείρησε στον Μακάριο στις 27 Ιανουαρίου 1956….., στην ουσία συνέχιζε να είναι αόριστο ως προς το χρόνο που θα ασκείτο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης από τον κυπριακό λαό και το εξαρτούσε και πάλι από το πότε θα το επέτρεπαν τα βρετανικά και συμμαχικά συμφέροντα και η κατάσταση στην ανατολική Μεσόγειο». Είναι φανερό πως ο Κληρίδης είναι αρνητικός απέναντι στις προτάσεις Χάρντινγκ. Τονίζει πως η Βρετανία τις παρέδωσε πρώτη στην Τουρκία, επισημαίνει πως ήταν μια «επ’ αόριστον αναβολή της άσκησης του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, διαπιστώνει πως οι υποσχέσεις Ρενταγουέι στον Κρανιδιώτη δεν είχαν « το χαρακτήρα μιας ξεκάθαρης δέσμευσης» και απουσίαζαν από τα γραπτά κείμενα που παρέδωσε ο Χάρντινγκ στον Μακάριο.
>Το σχέδιο Ράντκλιφ 1956
Κατηγορηματικά αρνητική είναι η τοποθέτηση του Αβέρωφ απέναντι στο σχέδιο Ράντκλιφ που υποβλήθηκε το τέλος του 1956 και ενώ ο Μακάριος ήταν εξόριστος στις Σεϋχέλλες. Γράφει λοιπόν ο Αβέρωφ (στο ίδιο σελ. 156-157): «Καταθέτοντας το Σύνταγμα Ράντκλιφ, ο Λένοξ Μπόιντ προέβη στην ακόλουθη δήλωση: «Πάσα άσκησις της αυτοδιαθέσεως θα πρέπει να γίνει κατά τοιούτον τρόπον ώστε η τουρκική κοινότης να έχει, κατά τον αυτόν βαθμόν ον και οι Έλληνες θα έχουν, την ελευθερίαν να αποφασίσει μόνη της περί του μέλλοντος καθεστώτος της. Με άλλους λόγους, η κυβέρνησις της Α.Μ αναγνωρίζει ότι η άσκησις της αυτοδιαθέσεως προκειμένου περί πληθυσμού τόσον αναμείκτου, πρέπει να περιλαμβάνει και την διχοτόμησίν μεταξύ των ενδεχομένων λύσεων»…..
»Όποιος και αν ήταν ο λόγος που είχε προκαλέσει τη δήλωση Λένοξ Μπόιντ, η δήλωση καμωμένη από τον υπουργό Αποικιών και καταχωρημένη στα πρακτικά της Βουλής, αποτελούσε έγκυρη ερμηνεία και ήταν δεσμευτική. Η ελληνική κυβέρνηση ήταν αδύνατο πια να δεχτεί έστω και να συζητήσει το σχέδιο Ράντκλιφ».
Ο Γλαύκος Κληρίδης απορρίπτει και αυτός τη θεωρία της χαμένης ευκαιρίας για το σχέδιο Ράντκλιφ κι αναφερόμενος στη σκοπιμότητα του σχεδίου γράφει (σελ. 41):
«Τα σκληρά μέτρα εναντίον των Ελληνοκυπρίων έπρεπε να μας μαλακώσουν με την προσφορά συντάγματος για αυτοκυβέρνηση. Γι’ αυτό έγιναν οι προτάσεις Ράντκλιφ… Τα κίνητρα που οδήγησαν τη βρετανική κυβέρνηση στη διατύπωση των προτάσεων Ράντκλιφ περιγράφονται από τον Τζον Ρενταγουέι στο βιβλίο του «Burned with Cyprus» ως εξής: «Η κυβέρνηση στο Λονδίνο αποφάσισε ότι, για ν’ αποδείξει την ειλικρινή επιθυμία της για πολιτική λύση και ν’ αντιμετωπίσει τις επικρίσεις ότι δεν έχει τίποτα να προσφέρει πέρα από την αρνητική καταστολή της τρομοκρατίας, ο καλύτερος δρόμος που ανοιγόταν μπροστά της ήταν να προχωρήσει στο διορισμό συνταγματικού επιτρόπου, για να δείξει πόσο αληθινή ήταν η ευκαιρία αυτοδιακυβέρνησης και συνταγματικής προόδου που είχε περιφρονήσει ο Αρχιεπίσκοπος απορρίπτοντας της βρετανικές προτάσεις».
»Τα παραπάνω δείχνουν ότι το κίνητρο της κυβέρνησης της Αυτής Μεγαλειότητας στις προτάσεις Ράντκλιφ ήταν να γλυκάνει το χάπι στο εσωτερικό για την εξορία του Μακαρίου και διεθνώς για τα σκληρά μέτρα που θα επακολουθούσαν κατά των Ελληνοκυπρίων. Δεν ήταν η πεποίθηση ότι με τον Μακάριο στην εξορία οι Ελληνοκύπριοι θα διαπραγματευόντουσαν περιορισμένη αυτοκυβέρνηση».
Για τον συνδυασμό των προτάσεων Ράντκλιφ με την ιδέα της χωριστής αυτοδιάθεσης ο Κληρίδης γράφει (σελ. 41-42): «Παρουσιάζοντας τις προτάσεις Ράντκλιφ στο βρετανικό κοινοβούλιο στις 19 Δεκεμβρίου 1956, ο γραμματέας Αποικιών πρόσθεσε μία δήλωση που έλεγε περίπου ότι όταν θα έφθανε για τους Κυπρίους η ώρα ν’ ασκήσουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, τούτο θα εφαρμοζόταν στις δύο κυριότερες κοινότητες και θα περιλάμβανε μεταξύ των επιλογών τη διχοτόμηση… Τώρα η βρετανική κυβέρνηση εισήγαγε την ιδέα ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι θα έπρεπε να ασκήσουν χωριστά το δικαίωμά τους και ότι η διχοτόμηση θα ήταν κι αυτή μία από τις επιλογές».
To σχέδιο Μακμίλλαν
Τόσο ο Αβέρωφ όσο και ο Κληρίδης, όπως και όλοι οι μελετητές, θεωρούν εντελώς απαράδεχτο για τους Ελληνοκυπρίους το σχέδιο του Βρετανού πρωθυπουργού Μακμίλλαν.
Γράφει ο Αβέρωφ (Β’ τόμος, σελ. 48-49): «Και το σχέδιο κατάληγε σε μια πρόταση γεμάτη έννοια: αν το πείραμα «της συμμετοχής και συνεργασίας» πήγαινε καλά, η Μεγάλη Βρετανία θα ήταν έτοιμη (με τον όρο να κρατήσει στρατιωτικές βάσεις και διευκολύνσεις) να μοιραστεί την κυριαρχία της Κύπρου με την Ελλάδα και την Τουρκία.
»Τι θα γινόταν αν το πείραμα δεν πήγαινε καλά, δεν το έλεγε το κείμενο Μακμίλλαν. Δε λεγόταν πάντως πουθενά – εκείνο που προφορικά ψιθυριζόταν – ότι τότε θα αναβίωνε η χωριστή αυτοδιάθεση των δύο κοινοτήτων. Χειρότερη λύση δεν ήταν δυνατό να δοθεί. Στην ουσία, επρόκειτο για μια προσωρινή « de facto» τριπλή συγκυριαρχία στην Κύπρο.
»Σε όλους τους ελληνικούς κύκλους, μόλις μαθεύτηκε το σχέδιο, προκάλεσε συγκίνηση και αγανάκτηση. Όλες οι λύσεις που είχαν προηγουμένως προταθεί ήταν καλύτερες….».
Γράφει ο Κληρίδης για το σχέδιο Μακμίλλαν (τόμος 1, σελ. 61): «Το σχέδιο αυτό προέβλεπε ότι κατά της διάρκεια της περιόδου αυτοκυβέρνησης η Ελλάδα και η Τουρκία θα εκαλούνταν να ορίσουν από έναν αντιπρόσωπο. Οι αντιπρόσωποι θα συνεργάζονταν με τον κυβερνήτη στην υλοποίηση της πολιτικής του σε ζητήματα άμυνας, εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας και θα παρέπεμπαν σε ειδικό ανεξάρτητο σώμα τη νομοθεσία που θεωρούσαν ότι επιβάλλει διακρίσεις. Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου αυτοκυβέρνησης, το σχέδιο προέβλεπε την από κοινού κυριαρχία Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας».
Το σχέδιο του τελευταίου κυβερνήτη Φουτ
Το σχέδιο του τελευταίου Βρετανού κυβερνήτη στην Κύπρο Σερ Χιου Φουτ στηριζόταν κι αυτό στη φιλοσοφία της χωριστής αυτοδιάθεσης των δυο κυπριακών κοινοτήτων και φυσικά δεν ήταν δυνατό ο Αβέρωφ να το θεωρήσει χαμένη ευκαιρία. Γράφει λοιπόν γι’ αυτό ο ίδιος (Β’ τόμος, σελ. 19-21):
«Το σχέδιο προβλέπει χαλάρωση των μέτρων ασφαλείας στην Κύπρο, επιστροφή Μακαρίου, διαπραγματεύσεις με τις δύο κοινότητες για αυτοκυβέρνηση επί επτά χρόνια, εγγυήσεις για τους Τούρκους. Η αγγλική κυβέρνηση θα δεσμευόταν ότι δεν θα έδινε λύση αν δεν συμφωνούσαν οι δύο κοινότητες, αλλά στο τέλος της επταετίας θα ασκούσαν, καθεμιά χωριστά το δικαίωμα αυτοδιαθέσεως. Αν κατά την επταετία επερχόταν ελληνοτουρκική συμφωνία για λύση, η Αγγλία δεσμευόταν να τη δεχτεί αρκεί να διατηρούσε στρατιωτικές βάσεις σε κυπριακό έδαφος κάτω από τη δική της κυριαρχία. Η βολιδοσκόπηση όμως της Άγκυρας έδωσε αρνητικά αποτελέσματα: μόνο η διχοτόμηση αποτελούσε λύση. Ήταν περιττό ο κυβερνήτης Χιου Φουτ να πάει στην Άγκυρα, όπως είχε ζητήσει το Λονδίνο. Αλλά το σχέδιο Φουτ, πριν ακόμα το απορρίψουμε εμείς (αν όχι τίποτ’ άλλο, λόγω της χωριστής αυτοδιαθέσεως), είχε κιόλας ταφεί. Το είχε θάψει η τουρκική κυβέρνηση, αν και η κατάληξή του έπειτα από επτά χρόνια θα ήταν η διχοτόμηση. Είναι φανερό ότι το έκαψε για να δείξει σαφώς πόσο ήταν αδιάλλακτη και ότι δεν δεχόταν προσωρινές παραχωρήσεις και εκκρεμότητες».
Ο Γλαύκος Κληρίδης αναφερόμενος στο «κυριότερα σημεία» του σχεδίου Φουτ γράφει (σελ. 57-60) τα ακόλουθα:
«1. Η ΕΟΚΑ θα κήρυττε κατάπαυση πυρός. Η κυβέρνηση θα ανταποκρινόταν με την χαλάρωση των έκτακτων μέτρων.
2. Ο Μακάριος θα καλείτο να επιστρέψει στην Κύπρο.
3. Θ’ άρχιζαν διαπραγματεύσεις με αντιπροσώπους των δύο κοινοτήτων για σύνταγμα με βάση αυτοδιακυβέρνηση για μια περίοδο 5-7 χρόνων στο τέλος της οποίας η Μεγάλη Βρετανία θα εγγυάτο την άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης χωριστά από τις δύο κυριότερες κοινότητες.
4. Η πρόβλεψη βρετανικών και νατοϊκών βάσεων στο νησί, στις οποίες περιλαμβανόταν και η πιθανότητα μιας τουρκικής βάσης, έπρεπε να διασφαλισθεί ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της τελική λύσης».
Φυσικά, η «άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης χωριστά από τις δύο κυριότερες κοινότητες» και η «πιθανότητα μιας τουρκικής βάσης» δεν άφηναν κανένα περιθώριο στον Κληρίδη ούτε σε οποιονδήποτε άλλο μελετητή να θεωρήσει το σχέδιο Φουτ ως χαμένη ευκαιρία.
Γιατί απορρίφθηκαν και οι τέσσερις προτάσεις
Ο Αβέρωφ και ο Κληρίδης είναι δυο πολιτικοί που θεωρούνταν στο κυπριακό εκπρόσωποι της λεγόμενης ρεαλιστικής σχολής. Όμως και οι δυο απορρίπτουν και τις τέσσερις προτάσεις της περιόδου 1955-1958, γιατί πιστεύουν πως δεν εξυπηρετούσαν την Κύπρο και περιείχαν κινδύνους γι’ αυτή.
Ο Αβέρωφ για τις προτάσεις Χάρντινγκ παραδέχεται πως «η συμφωνία … δεν ήταν δυνατή, γιατί ήταν αγεφύρωτο το χάσμα στο βασικό θέμα». Δηλαδή, η ελληνική πλευρά ήθελε ουσιαστική αυτοκυβέρνηση, «για να επισπεύσει την άσκηση της αυτοδιαθέσεως», ενώ η βρετανική πλευρά «στο ίδιο θέμα της αυτοδιαθέσεως μόνο θεωρητικές παραχωρήσεις ήταν διατεθειμένη να κάνει».
Ο Κληρίδης τονίζει πως οι προτάσεις Χάρντινγκ ήταν «μια επ΄ αόριστόν αναβολή της άσκησης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης που βασιζόταν δήθεν σε στρατηγικές ανάγκες» και τονίζει πως οι προφορικές υποσχέσεις του Ρενταγουέι στον Κρανιδιώτη δεν ήταν καθόλου δεσμευτικές για τους Βρετανούς, αφού δεν αναφέρονταν καθόλου στα γραπτά κείμενα που έδωσε ο Χάρντινγκ στον Μακάριο.
Το σχέδιο Ράντκλιφ συνδυάζοταν με τη δήλωση Μπόιντ για χωριστή αυτοδιάθεση των δυο κυπριακών κοινοτήτων που οδηγούσε στη διχοτόμηση της Κύπρου. «Η Ελληνική κυβέρνηση ήταν αδύνατο πια να δεχτεί έστω και να συζητήσει το σχέδιο Ράντκλιφ», γράφει ο Αβέρωφ.
Ο Κληρίδης τονίζει πως το σχέδιο Ράντκλιφ υποβλήθηκε για λόγους εντυπώσεων, ενώ οι Βρετανοί γνώριζαν πως με τον Μακάριο στην εξορία οι Ελληνοκύπριοι δεν θα διαπραγματεύονταν το σχέδιο Ράντκλιφ που πρόβλεπε «περιορισμένη αυτοκυβέρνηση». Σύμφωνα με τον Κληρίδη, η Βρετανία επιδίωκε «να γλυκάνει το χάπι» για την εξορία του αρχιεπίσκοπου και να δικαιολογήσει τα σκληρά μέτρα που σκόπευε να χρησιμοποιήσει σε βάρος των Ελληνοκυπρίων. Τέλος, ο Κληρίδης αναφέρεται στη δήλωση Μπόιντ για χωριστή αυτοδιάθεση που την απέρριπταν και οι Ελληνοκύπριοι και η Αθήνα.
Το σχέδιο Φουτ κινήθηκε στη φιλοσοφία Μπόιντ για χωριστή αυτοδιάθεση. Ο Αβέρωφ γράφει πως η Αθήνα το απέρριψε κα τονίζει πως «η κατάληξή του έπειτα από επτά χρόνια θα ήταν η διχοτόμηση».
Ο Κληρίδης τονίζει την «άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης χωριστά υπό τις δύο κυριότερες κοινότητες» που πρόβλεπε το σχέδιο και αναφέρεται στην «τουρκική βάση» που «έπρεπε να διασφαλισθεί ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της τελικής λύσης». Δυο πρόνοιες που ήταν αδύνατο να γίνουν αποδεκτές από τους Ελληνοκυπρίους.
Το σχέδιο Μακμίλλαν ήταν το σχέδιο που προκάλεσε τη μεγαλύτερη απογοήτευση στους Ελληνοκυπρίους. «Χειρότερη λύση δεν ήταν δυνατό να δοθεί», γράφει ο Αβέρωφ και προσθέτει: «Στην ουσία επρόκειτο για μια προσωρινή «de facto» τριπλή συγκυριαρχία στην Κύπρο».
Ο Κληρίδης γράφει για το σχέδιο Μακμίλλαν: «Στο τέλος της μεταβατικής περιόδου αυτοκυβέρνησης, το σχέδιο προέβλεπε κυριαρχία Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας. Μ’ ένα τέτοιο σχέδιο η Τουρκία δεν είχε πρόβλημα. Το σχέδιο αυτό διατηρούσε την τουρκική παρουσία κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου και μετά».
Όλα όσα αναφέρουμε δείχνουν πως δυο συντηρητικοί πολιτικοί, Αβέρωφ και Κληρίδης, διαλύουν τον μύθο των «χαμένων ευκαιριών» για την περίοδο 1955-1958. Όσον αφορά τον τίτλο του βιβλίου του Αβέρωφ, είναι φανερό πως δεν ταιριάζει με το περιεχόμενό του.