Σε μια προηγούμενη ανάλυση σημείωνα ότι το κομματικό και πολιτικό σκηνικό στην Κύπρο βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια «εν κινήσει», δηλαδή σε μια διαδικασία συνεχών αλλαγών με κυριότερες τη μειωμένη εκλογική και πολιτική επιρροή των παραδοσιακών κομμάτων τα τελευταία 10-15 χρόνια και τους αυξημένους αριθμούς της αποχής. Οι βασικές προσδιοριστικές μεταβλητές αυτής της μακράς και συνεχόμενης μετάλλαξης που άλλοτε εμφανίζεται απότομα και άλλοτε σωρευτικά, πρέπει να ιδωθούν περισσότερο ως μια κίνηση σε ένα συνεχές, παρά ως απότομη ρήξη με το παρελθόν. Υπάρχουν δηλαδή συνέχειες και ασυνέχειες, κινήσεις μπρος-πίσω και ζιγκ-ζαγκ. Επιπλέον, όσα καταγράφονται πρέπει να ιδωθούν ως αλληλοσυνδεόμενα και όχι ως αυτοτελή κομμάτια.

Η πρόσφατη κάλπη μας επεφύλαξε μια ακόμη ένδειξη αυτής της συνεχόμενης αλλαγής σε έκταση και κατεύθυνση, όμως, που δεν αναμενόταν. Είναι γι’ αυτό που μπορούμε να μιλούμε για ανατροπή εν μέσω συνέχειας, με τη συνέχεια να πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μια διαδικασία συνεχόμενης αλλαγής. Καταγράφω λοιπόν ορισμένα ζητήματα με επίκεντρο τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών που θεωρώ ότι μπορούν να προσφέρουν μια καλύτερη βάση ανάλυσης σε σχέση με το κομματικό σύστημα, σημειώνοντας, όμως, την μερικά στρεβλωτική επίδραση που είχαν στα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εκλογών οι τοπικές εκλογές. Οι τελευταίες λειτούργησαν, εν πολλοίς, ως ένα είδος άλλοθι για μερίδα ψηφοφόρων θεωρώντας ότι στήριξαν το κόμμα τους στις τοπικές εκλογές, κάτι που τους επέτρεπε να συμπεριφερθούν διαφορετικά στις ευρωεκλογές.

Η ιδιαιτερότητα των διπλών εκλογών

Στην Κύπρο είχαμε για πρώτη φορά μια ιδιαιτερότητα. Διεξήχθησαν ταυτόχρονα οι ευρωπαϊκές και οι τοπικές (δημοτικές) εκλογές. Δύο εκλογές με αντιθετικές λογικές και δυναμικές. Οι δημοτικές εκλογές ενισχύουν τα ατομικά χαρακτηριστικά της ψήφου, ενώ οι ευρωπαϊκές εκλογές τα πιο κομματικά. Επιπλέον, και οι δύο εκλογές είναι δύσκολες για εξαγωγή συμπερασμάτων. Στις μεν δημοτικές η ψήφος είναι πολύ προσωπική δεδομένου του πολύ μεγάλου αριθμού υποψηφίων κάτι που αποκτά επιπλέον βαρύτητα σε μια μικρή χώρα όπως η Κύπρος. Επιπλέον, δεν υπήρχαν σταθερές και παγκύπριες συμμαχίες μεταξύ των κομμάτων ώστε να μπορέσει να κριθεί και να αξιολογηθεί με συνέπεια κάποια δυναμική ενόψει των πιο σημαντικών εκλογών που έπονται (βουλευτικές και προεδρικές). Αν και ορισμένα συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν. Στις δε ευρωεκλογές, η ψήφος είναι παραδοσιακά χαλαρή με δευτερεύοντα διακυβεύματα και χαμηλή προσέλευση στην κάλπη, όπως και σε ολόκληρη την ΕΕ. Τόσο οι δημοτικές όσο και οι ευρωπαϊκές εκλογές ανήκουν σε αυτό που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως εκλογές β’ τάξης. Εκλογές μηνυμάτων. Δύο διαφορετικού τύπου εκλογές ως προς τις ιδιότητες τους, αλλά με ομοιότητες ως προς τον χαρακτήρα τους.

Έχοντας τα ανωτέρω υπόψη για τη φύση και το είδος των δύο εκλογών θεωρώ εσφαλμένη την προσέγγιση που συμψηφίζει, τρόπον τινά, τις δύο εκλογές, προσπαθώντας να απαντήσει στο κακό αποτέλεσμα στη μια εκλογική διαδικασία με ένα κάπως θετικότερο στην άλλη. Εξίσου λάθος θεωρώ να συγκρίνονται εκλογικές επιδόσεις σε ανόμοιες εκλογές: ευρωεκλογές με βουλευτικές, βουλευτικές με δημοτικές, ευρωεκλογές με προεδρικές, κ.ο.κ. Η κάθε εκλογική αναμέτρηση φέρει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν αυτού του είδους τις συγκρίσεις και τις καθιστούν λανθασμένη βάση για πραγματική ανάγνωση των δεδομένων και των εξελίξεων και εξαγωγή συμπερασμάτων ή και προβλέψεων.  

Οι διπλές εκλογές, λοιπόν, παρουσίασαν αφενός στοιχεία εκπλήξεων και ανατροπών, και αφετέρου αποκάλυψαν για ακόμη μια φορά, και σε πιο μεγάλο βαθμό, τις σημαντικές παθογένειες του κυπριακού κομματικού συστήματος. Ένα κομματικό και πολιτικό σύστημα που τελεί σε συνεχόμενη και παρατεταμένη κρίση σε πολλαπλά επίπεδα εδώ και καιρό. Ένα κομματικό σκηνικό το οποίο χαρακτηρίζεται από συνεχόμενη ρευστοποίηση όλων των παρελθοντικών σταθερών στις οποίες εδραζόταν, δημιουργώντας ένα σκηνικό κινούμενης άμμου. Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης «έπιασαν» σε ένα βαθμό τις τάσεις στο εκλογικό σώμα, αλλά όχι την πλήρη έκταση τους και ειδικά σε σχέση με το «φαινόμενο Φειδίας», όπως έχει αποκληθεί.

Αύξηση της συνολικής συμμετοχής, αλλά μείωση της παρουσίας των Τ/κ

Οι διπλές εκλογές είχαν στόχο την αύξηση της συμμετοχής. Το εγχείρημα πέτυχε σε ικανοποιητικό βαθμό, αφού η προσέλευση αυξήθηκε στο 58.86% έναντι 44.99% το 2019. Ως αποτέλεσμα της αυξημένης συμμετοχής, το εκλογικό μέτρο ανέβηκε από περίπου 2900 ψήφους το 2019 σε περίπου 3700 το 2024. Βέβαια, για να κριθεί ολοκληρωμένα η επιτυχία ή μη της σύζευξης των δύο εκλογικών αναμετρήσεων πρέπει να περιμένουμε να δούμε τα ποσοστά συμμετοχής σε ακόμα 1-2 εκλογικούς κύκλους. Παράλληλα, πρέπει να δοθεί έμφαση και στα ποιοτικά ζητήματα της συμμετοχής και όχι απλώς η αριθμητική. Για παράδειγμα, νομίζω δύσκολα θα επιχειρηματολογήσει κάποιος ότι ο λόγος της αύξησης της προσέλευσης ήταν το αυξημένο ενδιαφέρον για τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Η ΕΕ αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά ότι δεν κινητοποιεί και δεν συγκινεί.

Στην αύξηση της συμμετοχής δεν συνέδραμαν ιδιαίτερα οι Τουρκοκύπριοι, αφού ήταν αρκετά περιορισμένη η προσέλευση τους. Το 2019 ψήφισαν 5,804, ενώ χτες μόλις 5,676 από τις συνολικά 103,000 περίπου που είχαν δικαίωμα ψήφου. Αυτή η χαμηλή προσέλευση των Τουρκοκυπρίων στοίχισε περισσότερο στο ΑΚΕΛ, στην ψήφο των οποίων προσδοκούσε ακόμα και για την κατάληψη της πρώτης θέσης. Το ΑΚΕΛ έλαβε από τους Τουρκοκύπριους 4,485 ψήφους σε σύγκριση με 4,076 το 2019. Με δεδομένη την αύξηση, όμως, του εκλογικού σώματος η βαρύτητα της ψήφου τους ήταν πολύ περιορισμένη. Ενδεικτικά, το 2019 συνεισέφεραν στο κόμμα περίπου 1.5% της συνολικής του ψήφου, ενώ το 2024 αυτή η συνεισφορά έπεσε στο 1.2%.

Η χαμηλή προσέλευση των Τουρκοκυπρίων απαιτεί σίγουρα εξήγηση από πιο ειδικούς, όμως, θα μπορούσαμε να καταγράψουμε ως υποθέσεις εργασίας την απογοήτευση τους από το σκηνικό στο κυπριακό που δεν δημιουργεί συνθήκες κινητοποίησης, την αντίδραση από το κατοχικό καθεστώς αλλά και από κύκλους στην τουρκοκυπριακή αριστερά ενάντια στη συμμετοχή τους στις ευρωεκλογές και ενδεχομένως την αποτυχία των Τουρκοκύπριων υποψηφίων να προκαλέσουν ενδιαφέρον για προσέλευση.

Οι πραγματικοί αριθμοί των κομμάτων και η κρίση του βασικού θεσμού πολιτικής εκπροσώπησης

Η αποστοίχιση του κομματικού συστήματος από την κοινωνική του βάση αποτελεί την πιο σημαντική παράμετρο της κρίσης που βιώνει το κομματικό σύστημα και την πιο ενδεικτική του βάθους της. Η ανάλυση των πραγματικών αριθμών καταδεικνύει την μεγάλη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που ταλανίζει την Κύπρο (και την ΕΕ). Την κρίση των πολιτικών κομμάτων ως των βασικών θεσμών και μηχανισμών πολιτικής εκπροσώπησης.  Η συνολική εκπροσώπηση των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων (εξαιρουμένου του Φειδία και των λοιπών μη παραδοσιακών σχηματισμών) αθροίζει μόλις 42.36%. Και αυτό το ποσοστό σε συνθήκες αυξημένης συμμετοχής και με αρκετές χιλιάδες μη εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους. Το βασικό συμπέρασμα της συγκριτικής αυτής ανάλυσης, ειδικά σε μια διαχρονική οπτική για την μετά-1974 εποχή, καταδεικνύει ότι το όχημα πολιτικής εκπροσώπησης που ονομάζεται πολιτικό κόμμα έχει φθαρεί σε βαθμό που κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει αν η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Και αυτό βέβαια δεν αφορά στην Κύπρο μόνο.

Ήττα των παραδοσιακών κομμάτων…

Όλα τα παραδοσιακά κόμματα βρίσκονται τόσο μεμονωμένα όσο και αθροιστικά στους χαμένους των εκλογών. Άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο, όλα απώλεσαν ποσοστά και τα περισσότερα μειώθηκαν και σε πραγματικούς αριθμούς ψηφοφόρων. Το πιο ανησυχητικό γι’ αυτά βέβαια είναι η ψήφος στις νεανικές και στις πιο δυναμικές ηλικίες στις οποίες, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις εξόδου, καταγράφουν χαμηλά έως πολύ χαμηλά ποσοστά, κάτι που προμηνύει ένα μέλλον όχι ιδιαίτερα ευοίωνο.

Ο ΔΗΣΥ πληρώνει την μη επίλυση συσσωρευμένων προβλημάτων και ενδοκομματικών αντιφάσεων από παρελθούσες εσωκομματικές, ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές και όχι απλώς την διελκυστίνδα των πρόσφατων προεδρικών εκλογών. Το ρήγμα στις προεδρικές εκλογές ήταν απλά το τελευταίο επεισόδιο σε αυτή την αλυσίδα και το οποίο προφανώς συσσωματώνει όλες τις προηγούμενες αντιφάσεις που είναι πρωτίστως ιδεολογικές-πολιτικές. Η πρώτη θέση απαλύνει λίγο την ήττα, αλλά παραμένει ήττα, δεδομένης της απώλειας 4.22% της εκλογικής δύναμης του κόμματος και του χαμηλότερου ποσοστού του σε εκλογές.

Το ΑΚΕΛ έδωσε την εκλογική μάχη μέσα στο πιο ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον των τελευταίων ετών, αλλά και πάλι δεν μπόρεσε να κεφαλαιοποιήσει. Η απώλεια της δεύτερης έδρας είναι πολύ αρνητική εξέλιξη για το κόμμα, όπως και η καταγραφή, εκ νέου, του χαμηλότερου ποσοστού στην ιστορία του μειωμένο κατά 6% σχεδόν. Η επίδοση του ΑΚΕΛ και η απώλεια της έδρας αποτελεί την μία εκ των δύο σημαντικών ανατροπών των πρόσφατων ευρωεκλογών. Και τα δύο μεγάλα κόμματα βρίσκονται σε αναζήτηση ταυτότητας και πολιτικού προσανατολισμού που υπερβαίνει το απλουστευτικό δίλημμα κυβέρνηση ή αντιπολίτευση, και της απλής εναλλαγής προσώπων στην ηγεσία ως οι από μηχανής θεοί. Οι εποχές των κομμάτων ομπρέλα που μπορούσαν να συγχωνεύσουν και να καλύψουν τις εσωκομματικές ιδεολογικές διαφορές φαίνεται να έχει παρέλθει. Το αφήγημα περί συμμετοχής στην εξουσία αποδεικνύεται πρόσκαιρης συγκολλητικής και προωθητικής δυναμικής που υπόκειται σε μεγάλη ευαισθησία σε διάφορους παράγοντες.

Το ΔΗΚΟ κατέγραψε απώλεια 4.1% και το χαμηλότερο του ποσοστό ιστορικά, ενώ απώλεσε και τη σημαντική από πολλές απόψεις τρίτη θέση στο κομματικό σύστημα. Η ΕΔΕΚ απώλεσε επίσης σημαντικά ποσοστά (5.48%) και έδρα, αν και επιδεικνύει μια αντοχή που δεν προέβλεπαν πολλοί. ΔΗΠΑ και Οικολόγοι είναι σε πολύ δύσκολη θέση με σημαντική εκλογική μείωση. Το μήνυμα στην κυβέρνηση είναι εκ των πραγμάτων αρνητικό από τα αποτελέσματα των συγκυβερνώντων κομμάτων. Το νεοσύστατο Volt δεν πήγε όσο καλά αναμενόταν, αλλά πέτυχε να καταγραφεί με ένα σχετικά ικανοποιητικό ποσοστό στον κομματικό χάρτη που του επιτρέπει να προσβλέπει στην επόμενη παρουσία του στις βουλευτικές εκλογές. Η διάρκεια και η βιωσιμότητα του, όμως, είναι ακόμα προς κρίση. 

… και η συνεχόμενη η άνοδος της ακροδεξιάς

Η, για μια ακόμη φορά, άνοδος του (μεταλλαγμένου) ακροδεξιού ΕΛΑΜ, αν και όχι στην έκταση που αναμενόταν είναι συνεχόμενη τόσο σε ποσοστά (+2.95%) όσο και σε ψήφους (+18,048). Το ΕΛΑΜ εδραιώνει την πολιτική και κοινωνική του παρουσία σε ολόκληρη την Κύπρο μέσα από την παρουσία του σε όλα τα δημοτικά συμβούλια, ενώ στην Λάρνακα ο υποψήφιος δήμαρχος του κόμματος υπερκέρασε τον υποψήφιο του ΔΗΣΥ. Περιορίστηκε εκλογικά από το «φαινόμενο Φειδίας», αλλά πλήγηκε λιγότερο από τα υπόλοιπα κόμματα. Είναι το μόνο από τα κόμματα που βγαίνει σαφώς κερδισμένο από τις εκλογές.

Το «φαινόμενο Φειδίας» και οι ανατροπές

Η εκλογή Φειδία αποτελεί το δεύτερο και πιο σημαντικό «ανατρεπτικό» στοιχείο αυτών των εκλογών. Η ανατροπή αυτή μπορεί να ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους, όμως, όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε από αρθρογράφο του Φιλελεύθερου, ο Φειδίας είναι απλά ο τελευταίος χρονικά εκ των πολλών αγγελιοφόρων που προηγήθηκαν και που κομίζουν το μήνυμα της παρακμής του πολιτικού συστήματος. Προηγήθηκαν η μείωση της εκλογικής συμμετοχής, η μείωση της ισχύος των παραδοσιακών κομμάτων, η αποταύτιση από τα κόμματα, η μη εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, η μείωση της εμπιστοσύνης στους πολιτικούς θεσμούς, η ψήφος διαμαρτυρίας, κτλ.
Πως μπορούμε λοιπόν να ερμηνεύσουμε το ψηλό ποσοστό του συγκεκριμένου υποψήφιου; Μια ερμηνεία είναι ότι αυτό αποτελεί μία ακόμα ένδειξη της συνεχιζόμενης αλλαγής και της παρατεταμένης ρευστότητας στο κυπριακό κομματικό σύστημα. Ως ένα ακόμα επεισόδιο στην αλυσίδα της αποπολιτικοποίησης των εκλογών και της πολιτικής. Ως ακόμα ένα επεισόδιο εξ’ ατομίκευσης της πολιτικής διαδικασίας και αποστροφής από τη συλλογική δράση. Ως ένδειξη συσσωρευμένου αισθήματος αγανάκτησης και θυμού κατά του κομματικού κατεστημένου. Ως σύμπτωμα των χρόνιων παθογενειών του πολιτικού και κομματικού συστήματος. Ως ένδειξη της τεράστιας αλλαγής που έχει συντελεστεί στο εκλογικό σώμα και στην κυπριακή κοινωνία. Θα τολμήσω να πω ότι είναι και μια λανθάνουσα, ανέξοδη, δήθεν αντισυστημική ψήφος που εξαντλεί την διαμαρτυρία σε ανώδυνες για το σύστημα επιλογές. Ή όπως έχει τεθεί από συνάδελφο ακαδημαϊκό, ως «διακωμώδηση, χλευασμός και καρναβαλοποίηση της πολιτικής ζωής».

Όλες οι πιο πάνω ερμηνείες μπορούν να λειτουργήσουν εναλλακτικά, ή και συμπληρωματικά. Η ψήφος διαμαρτυρίας και αντίδρασης δεν είναι ομοιογενής, δεν έχει τις ίδιες αφετηρίες και κίνητρα. Αυτό που σίγουρα τίθεται προς βαθύτερη μελέτη δεδομένου του προφίλ των ψηφοφόρων του Φειδία Παναγιώτου, είναι η αλλαγή που συντελέστηκε και που συντελείται στην εκλογική συμπεριφορά του Κύπριου ψηφοφόρου. Το νέο προφίλ δηλαδή του Κύπριου ψηφοφόρου, ο τρόπος, οι θεσμοί και τα μέσα κοινωνικοποίησης και πολιτικοποίησης του, τα κίνητρα και τα κριτήρια πολιτικής συμμετοχής, κτλ.

Το μετεκλογικό σκηνικό

Ως προς την επίδραση του εκλογικού αποτελέσματος στο ιδεολογικό κέντρο βάρους του κομματικού συστήματος είναι δύσκολο να είμαστε ακριβείς στην εκτίμηση μας διότι η ψήφος στον Φειδία, που πήρε ψήφους από παντού, συσκοτίζει αρκετά την εκτίμηση. Μάλλον συνεχίζεται όμως η πορεία αποδυνάμωσης της ευρύτερης κεντροαριστεράς προς όφελος της ευρύτερης κεντροδεξιάς. Η κατάληψη της τρίτης θέσης από το ΕΛΑΜ αποτελεί ένα σημαντικό ποιοτικά στοιχείο για την μελλοντική πορεία του κυπριακού κομματικού συστήματος και των δυναμικών που μπορεί να αναπτύξει σε επίπεδο συμμαχιών.Ξεχωριστής ανάλυσης πρέπει να τύχουν τα αποτελέσματα στους δήμους διότι φαίνεται να υποκρύβουν διαφορετικές δυναμικές και τάσεις, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις.

*Αναπληρωτής Καθηγητής Συγκριτική Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.