Ο διευθυντής σύνταξης του Philenews Γιώργος Καλλινίκου σχολιάζει τα αποτελέσματα των εκλογών και την πρωτιά του ΔΗΣΥ.
«Ο Δημοκρατικός Συναγερμός βγαίνει από αυτή την αναμέτρηση νικητής, ενωμένος και δυνατός και παραμένει πρωταγωνιστής στα πολιτικά δρώμενα του τόπου».
Η ψεσινή τοποθέτηση της προέδρου του ΔΗΣΥ Αννίτας Δημητρίου, ηχεί ακόμη στα αφτιά μου. Και είναι αδύνατο να μην σχολιαστεί. Επειδή τυγχάνει να συγκρούεται τόσο πολύ με το κύριο μήνυμα αυτών των εκλογών, το οποίο εξάγεται από τον χείμαρρο που ακούει στο όνομα Φειδίας, στο πέρασμα του οποίου συγκλονίστηκαν όλα ανεξαιρέτως τα παραδοσιακά κόμματα.
Συγκρούεται και με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα η οποία δημιουργήθηκε μετά από τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων. Αφού, και ο τελευταίος ψηφοφόρος, φανατικός ή μη, άφησε σε δεύτερη μοίρα την όποια λεπτομέρεια επί των αποτελεσμάτων και μαζεύτηκε στο καβούκι του μπροστά σ’ αυτή τη γροθιά στο στομάχι, την οποία έδωσε η κοινωνία.
Η Αννίτα Δημητρίου επέλεξε την πεπατημένη. Επανέλαβε τη μόνιμη επωδό των κομμάτων μετά από κάθε εκλογική αποτυχία. Προτάσσουν την πρωτιά (ή κάποιο άλλο λόγο) για να κρύψουν την αποτυχία.
Αλήθεια, για ποια νίκη τολμά να μιλήσει η ηγεσία του ΔΗΣΥ; Είναι η πρωτιά, σε μια μάχη στην οποία όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα έπαθαν αλλεπάλληλα εγκεφαλικά επεισόδια από το τσουνάμι που προκάλεσε ένα νέο παιδί, το οποίο βρέθηκε την κατάλληλη στιγμή στην κατάλληλη θέση για να εκφράσει μέσω του όλη τη συσσωρευμένη οργή της κοινωνίας, βάλσαμο στις ανοικτές κομματικές πληγές;
Τα στοιχεία ομιλούν ξεκάθαρα. Ο ΔΗΣΥ απώλεσε στις χθεσινές εκλογές ποσοστό 4,32% από τη δύναμη την οποία είχε στις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2019, που ήταν 29,02%. Ακόμη και αυτή η απώλεια στις χθεσινές εκλογές δεν πρέπει να επιμετρηθεί μεμονωμένα. Διότι πρόκειται για συνεχόμενη κατρακύλα των ποσοστών του ΔΗΣΥ στις πλέον βολικές για τον ίδιο εκλογές, αφού από το 2004 αυτοπροβάλλεται ως το πλέον φιλοευρωπαϊκό κόμμα. Το 2019, λοιπόν, είχε απώλεια ποσοστών 8,73%. Περίπου, δηλαδή, η χθεσινή συνέχιση της κατρακύλας σημαίνει απώλεια 13% της δύναμης του κόμματος από το 2014 μέχρι σήμερα. Δεν είναι, επομένως, δυνατό να μιλά οποιοσδήποτε αρχηγός κόμματος για νίκη μπροστά σε με μια τέτοια εικόνα.
Υπάρχουν και άλλοι σοβαροί λόγοι για τους οποίους η Ανίτα Δημητρίου όφειλε να ήταν ιδιαιτέρως συγκρατημένη χθες. Το μεγαλύτερο κόμμα βρέθηκε χωρίς δήμαρχο στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Λευκωσία, Λεμεσό, Λάρνακα) με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μάλιστα, αν στην περίπτωση της Λεμεσού δόθηκε η μάχη επί ίσοις όροις, στην Λευκωσία και στην Λάρνακα τα αποτελέσματα ήταν πανωλεθρία για την Πινδάρου. Ακόμη χειρότερα, με ευθύνη της ηγεσίας του ΔΗΣΥ. Διότι στην Λευκωσία έκανε παιδιαριώδη λάθη. Πρώτα αναζητώντας υποψήφιο μέσω δημοσκοπήσεων. Μετά πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων την προτίμηση των ψηφοφόρων του κόμματος (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και προχώρησε στην εξαρχής διαφαινόμενη αποτυχία της επιλογής Τορναρίτη. Απότοκο κι αυτό του γεγονότος ότι δεν παίρνουν τα μηνύματα της κοινωνίας. Διαφορετικά θα γνώριζαν ότι η επιλογή ενός αξιωματούχου που ήταν 25 χρόνια βουλευτής, θα αντιμετωπιζόταν αρνητικά από την κοινωνία, η οποία πλειστάκις έστειλε μήνυμα ότι αναζητεί την ανανέωση.
Στη δε Λάρνακα, διπλό το λάθος. Πρώτα, η νέα σε ηλικία πρόεδρος του ΔΗΣΥ κινήθηκε στα βήματα των παλαιών. Δεν βρήκε τη δύναμη να κάνει υπέρβαση και να στηρίξει έναν δήμαρχο επιτυχημένο όπως είναι ο Ανδρέας Βύρας. Ταλαιπωρήθηκε στη συνέχεια πολύ αναζητώντας στέλεχος του ΔΗΣΥ που να αποδεχτεί να είναι υποψήφιος. Πέρασε από το κάζο με τον Κάρουλλα, τον οποίο εξήγγειλε εν αγνοία του και εκτέθηκε. Κατέληξε σε αυτόν που αναπόφευκτα θα επέφερε πανωλεθρία.
Η Αννίτα, όπως και οι άλλοι αρχηγοί των παραδοσιακών κομμάτων, μπροστά στη συνεχιζόμενη άνοδο του ΕΛΑΜ και το τσουνάμι του Φειδία, μια επιλογή είχαν μόνο. Αφού δεν διαθέτουν την ευθιξία κομμάτων του εξωτερικού, τουλάχιστον, να σιωπούσαν ή να ήσαν όσο γίνεται σεμνοί και συγκρατημένοι.
Ναι, είναι αλήθεια ότι η Αννίτα πολεμήθηκε εσωκομματικά. Ναι, είχε να αντιμετωπίσει ένα διασπασμένο κόμμα. Γίνεται αντιληπτό ότι έπαιζε την πολιτική της επιβίωση. Την οποία κατάφερε. Δεν έπρεπε, όμως, να περάσει στην αντίθετη πλευρά και να πανηγυρίσει για νίκη, όπως ούτε οι λοιποί αξιωματούχοι του κόμματος.
Έδειξε να μην λαμβάνει το ηχηρότατο μήνυμα που έστειλε η κοινωνία. Όπως ακριβώς είχαν πράξει τα προηγούμενα χρόνια οι προκάτοχοί της και το πλήρωσαν. Στην πολιτική τίποτα δεν συγχωρείται!