Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Αντόνιο Γκουτέρες, μέσα από την έκθεσή του για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ προτρέπει τους δύο ηγέτες να μην αφήσουν άλλες ευκαιρίες για διάλογο να περάσουν ανεκμετάλλευτες, ενώ την ίδια ώρα προειδοποιεί για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από φαινομενικά παγωμένες συγκρούσεις όπως το Κυπριακό. Η έκθεση για την ΟΥΝΦΙΚΥΠ η οποία έχει σταλεί προς το Συμβούλιο Ασφαλείας καταγράφει τα όσα γεγονότα κατά μήκος της νεκρής ζώνης και κυρίως τις ενέργειες του κατοχικού στρατού στην Πύλα και στον Άγιο Δομέτιο (Σπίτι της Μαρίας).
Η έκθεση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για τις δραστηριότητες της ειρηνευτικής δύναμης στο νησί έρχεται παραμονές της συμπλήρωσης 60 χρόνων από την εγκαθίδρυση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ στο νησί (4 Μαρτίου 1964).
Στο 20σελιδο έγγραφό του ο Αντόνιο Γκουτέρες σημειώνει ότι «κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή πλευρά διατήρησαν τις διαφορετικές θέσεις τους όσον αφορά την πορεία του κυπριακού ζητήματος. Ενώ οι ηγέτες συναντήθηκαν δύο φορές κατά την περίοδο αναφοράς, δεν συμμετείχαν σε ουσιαστικές συζητήσεις και η εμπιστοσύνη του κοινού στις προοπτικές μιας πιθανής ειρηνευτικής διαδικασίας παρέμεινε χαμηλή. Η προσοχή της κοινής γνώμης στο νησί έτεινε να επικεντρώνεται στις πολιτικές εξελίξεις εντός των αντίστοιχων πλευρών και σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα».
Στο κεφάλαιο 3 που αφορά τις δραστηριότητες της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο ο ΓΓ σημειώνει: 7. «Η αρμοδιότητα της ΟΥΝΦΙΚΥΠ εντός και γύρω από τη νεκρή ζώνη, όπως έχει καθοριστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης της οριοθέτησης των γραμμών κατάπαυσης του πυρός που ορίζουν τη νεκρή ζώνη, συνέχισε να αμφισβητείται και από τις δύο πλευρές, με αποτέλεσμα να υφίσταται μια τάση επιδείνωσης μέσω στρατιωτικών και άλλων παραβιάσεων. Η καταπάτηση της νεκρής ζώνης τόσο από στρατιωτικά όσο και από μη στρατιωτικά έργα προκάλεσε ενέργειες μεταξύ των πλευρών που συνέχισαν να ενισχύουν τη δυσπιστία και να αντιστρατεύονται τις προσπάθειες οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Μέσα από ένα πολωμένο πολιτικό πλαίσιο, η αποστολή συνέχισε να διευκολύνει τις διακοινοτικές επαφές μεταξύ των ανθρώπων και ορισμένες δικοινοτικές εκδηλώσεις».

Στο θέμα της Πύλας και τα επεισόδια που σημειώθηκαν στην περιοχή τον περασμένο Αύγουστο ο ΓΓ αναφέρεται στην ύπαρξη ενός «μακροχρόνιου αιτήματος των Τουρκοκυπρίων για κατασκευή δρόμου» που θα ενώνει το χωριό Άρσος με την Πύλα και που είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει σε αντιπαράθεση με την ειρηνευτική δύναμη: «Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αρνιόταν επί μακρόν να εγκρίνει προτάσεις πολιτικής ανάπτυξης από οποιαδήποτε πλευρά στην περιοχή αυτή λόγω της μεγάλης ευαισθησίας της. Αντιμέτωπη με την προοπτική μονομερούς δράσης, η ΟΥΝΦΙΚΥΠ είχε αρχίσει τον Ιούνιο να διερευνά με τις πλευρές κατά πόσον θα ήταν δυνατή μια αμοιβαία αποδεκτή λύση, η οποία θα βασιζόταν σε διαβεβαιώσεις ότι το στρατιωτικό status quo και η ακεραιότητα της νεκρής ζώνης δεν θα άλλαζαν».
Ακολούθως αναφέρεται στα γεγονότα της 17ης και 18ης Αυγούστου: «…προτού οι συζητήσεις προχωρήσουν, το τουρκοκυπριακό προσωπικό εισήλθε μονομερώς στη νεκρή ζώνη στις 17 Αυγούστου για να αρχίσει κατασκευαστικές εργασίες. Ο Ειδικός Αντιπρόσωπος έδωσε εντολή στους ειρηνευτές της ΟΥΝΦΙΚΥΠ να τοποθετήσουν επανδρωμένα φυσικά εμπόδια κατά μήκος της προβλεπόμενης διαδρομής για να περιορίσουν τις κατασκευές προκειμένου να καταστεί δυνατή η εξεύρεση πολιτικής λύσης. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 18ης Αυγούστου, 38 ειρηνευτές της ΟΥΝΦΙΚΥΠ ήρθαν αντιμέτωποι με πάνω από εκατό Τουρκοκύπριους οικοδόμους και προσωπικό ασφαλείας, οι οποίοι αμφισβήτησαν σωματικά την παρουσία της αποστολής στη νεκρή ζώνη, επενέβησαν με τη βία και επιτέθηκε σε ειρηνευτικούς φρουρούς του ΟΗΕ. Τέσσερις ειρηνευτές υπέστησαν ελαφρά τραύματα και οκτώ ΟΥΝΦΙΚΥΠ οχήματα υπέστησαν ζημιές καθώς βαρέα μηχανήματα εμβόλισαν τα οχήματα».
Ο ΓΓ αναφέρει ότι στις 9 Οκτωβρίου επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στην ΟΥΝΦΙΚΥΠ και κάθε μία εκ των δύο πλευρών σχετικά με ρυθμίσεις που επέτρεπαν την πολιτική ανάπτυξη στο οροπέδιο Πύλα «προς όφελος τόσο των Τουρκοκυπρίων όσο και των Ελληνοκυπρίων της περιοχής».
Προσθέτει ακόμα πως «στις 23 Οκτωβρίου, με αμοιβαία συμφωνία, άρχισε η εφαρμογή της συμφωνίας Πύλα. Κατά τη διάρκεια της υλοποίησης, προέκυψαν νέα ζητήματα και, στις 6 Νοεμβρίου, συμφωνήθηκε παύση όλων των εργασιών, ώστε τα ζητήματα αυτά να αντιμετωπιστούν σε λιγότερο τεταμένη ατμόσφαιρα. Από τις 12 Δεκεμβρίου, η δέσμευση της ΟΥΝΦΙΚΥΠ με τις πλευρές συνεχίζεται».
Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών «κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς, οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέστησαν τρεις νέες προκατασκευασμένες θέσεις πυρός από σκυρόδεμα, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των θέσεων τους κατά μήκος των βόρειων γραμμών κατάπαυσης του πυρός σε 11. Έχουν δηλώσει την πρόθεσή τους να εγκαταστήσουν επιπλέον θέσεις. Όπως ανέφερε η έναρξη της αποστολής το 2019, η Εθνική Φρουρά έχει τοποθετήσει συνολικά 327 προκατασκευασμένες θέσεις πυρός από σκυρόδεμα κατά μήκος της νότιας γραμμής κατάπαυσης του πυρός, εκ των οποίων οι 16 βρίσκονται εντός της νεκρής ζώνης. Κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου, η Εθνική Φρουρά ανέπτυξε επίσης ένα σύστημα χαρακωμάτων που αποτελείται από 11 τσιμεντένια καταφύγια στη νότια γραμμή κατάπαυσης του πυρός που περιβάλλουν ένα πολιτικό φωτοβολταϊκό πάρκο».
Περαιτέρω αναφέρεται ότι «η ΟΥΝΦΙΚΥΠ σημείωσε επίσης μια ανησυχητική τάση επανειλημμένων παραβιάσεων με “κίνηση προς τα εμπρός” από τις τουρκικές δυνάμεις, μερικές φορές και με όπλα, μέσα και γύρω από τη Λευκωσία, σε αυτό που φαίνεται να είναι μια σκόπιμη πολιτική αμφισβήτησης της βόρειας γραμμής κατάπαυσης του πυρός και του status quo της νεκρής ζώνης στις αμφισβητούμενες περιοχές. Σε μια περίπτωση, οι τουρκικές δυνάμεις αντιμετώπισαν επιθετικά τους ειρηνευτές της ΟΥΝΦΙΚΥΠ και ισχυρίστηκαν ότι η αμφισβητούμενη περιοχή εμπίπτει στην εξουσία της “Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου”. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ επανέλαβε ότι τα Ηνωμένα Έθνη είναι ο μόνος φορέας που μπορεί να επιβεβαιώσει αμερόληπτα πού βρίσκονται τα όρια της νεκρής ζώνης – όπως καθορίστηκαν το 1974 – και ότι οι κανόνες που διέπουν τη νεκρή ζώνη, όπως καθορίζονται στο βοηθητικό μνημόνιο της αποστολής του 2018, εγκρίθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας».

Στο θέμα των παραβιάσεων στον Άγιο Δομέτιο – «Σπίτι της Μαρίας» – η έκθεση του ΓΓ ΟΗΕ αναφέρει πως είναι στο πλαίσιο των κινήσεων προς τα εμπρός που προβαίνει ο τουρκικός στρατός: «Από τον Αύγουστο έως το Νοέμβριο καταγράφηκαν 43 παραβιάσεις της [νεκρής] ζώνης από τουρκικές δυνάμεις». Αναφέρει επίσης ότι «στις 27 Νοεμβρίου, οι τουρκικές δυνάμεις εγκατέστησαν «μια κάμερα και ένα δορυφορικό πιάτο στην οροφή του σπιτιού» και «καθώς η ΟΥΝΦΙΚΥΠ αύξησε την παρουσία της στην περιοχή, μέχρι και 81 Τούρκοι στρατιώτες αναπτύχθηκαν μπροστά από το σπίτι, για αρκετές ώρες, προκαλώντας την ανησυχία του τοπικού πληθυσμού. Μετά την εμπλοκή του Ειδικού Αντιπροσώπου, οι τουρκικές δυνάμεις δεν εισήλθαν ξανά στη νεκρή ζώνη μετά τις 29 Νοεμβρίου, αλλά οι εγκαταστάσεις τους στη νεκρή ζώνη παρέμειναν στη θέση τους μέχρι το τέλος της περιόδου αναφοράς. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ συνέχισε την εμπλοκή της για να διασφαλίσει την αποκατάσταση του status quo».
Στις παρατηρήσεις του ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών σημειώνει ότι στις 4 Μαρτίου 1964 θα συμπληρωθούν 60 χρόνια από τότε που ο διεθνής οργανισμός δραστηριοποιείται στο νησί προκειμένου να διατηρεί την ειρήνη και τη σταθερότητα. Καλωσορίζει τις συμφωνίες που επιτεύχθηκαν στην Πύλα ως αποτέλεσμα εποικοδομητικών και παραγωγικών συζητήσεων και καλεί και τις δύο πλευρές να συνεχίσουν να εργάζονται με την ΟΥΝΦΙΚΥΠ για αντιμετώπιση των προκλήσεων που προκύπτουν. Καταδικάζει για άλλη μια φορά τις επιθέσεις κατά ειρηνευτών και εκφράζει ανησυχίες για την σημαντική αύξηση στρατιωτικών παραβιάσεων.
Τέλος στο θέμα των Βαρωσίων εκφράζει την ανησυχία του για τυχόν νέες εξελίξεις στην περιφραγμένη περιοχή και για την απουσία ανταπόκρισης στην έκκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας για αντιστροφή των ενεργειών. Ενώ υπενθυμίζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας σχετικά με τα Βαρώσια και ιδιαίτερα τα ψηφίσματα 550(1984) και 789(1992) και «τη σημασία της πλήρους τήρησης των εν λόγω ψηφισμάτων, υπογραμμίζοντας ότι η θέση των Ηνωμένων Εθνών για το θέμα παραμένει αμετάβλητη».