Πριν από λίγους μήνες το όνομά του ήταν άγνωστο στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα. Σήμερα το όνομά του Στέφανου Κασσελάκη, που φιγουράρει για αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει γίνει…«talk of the town».

Nέος, αυτοδημιούργητος, εφοπλιστής, με ελκυστικό παρουσιαστικό κι ακόμη πιο εντυπωσιακό βιογραφικό, με την πρώτη του εμφάνιση κι αξιοποιώντας τα επικοινωνιακά του χαρίσματα, τράβηξε επάνω του τους προβολείς της δημοσιότητας και «ταρακούνησε τα νερά»…Με το καλημέρα, άλλωστε, μίλησε για τη προσωπική του ζωή, δηλώνοντας ομοφυλόφιλος, πράγμα που δεν συνηθίζεται από υποψήφιους πολιτικούς αρχηγούς στην Ελλάδα.

Τι ήταν, όμως, αυτό που τον έκανε να ξεχωρίσει σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;

Κληθείς από τον «Φ» να απαντήσει στο ερώτημα, ο διδάσκων Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Δρ Νεόφυτος Ασπριάδης, ανέφερε ότι ο χαρακτήρας – η προσωπικότητα του Στέφανου Κασσελάκη και ο τρόπος που τη δόμησε ήταν αυτός που κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των ακροατών και των ΜΜΕ.

Υπογράμμισε ότι στην εκλογική πολιτική επικοινωνία είναι σημαντικό το κτίσιμο της ταυτότητας με το ακροατήριό σου και προς αυτή τη κατεύθυνση ο νέος υποψήφιος προέβαλε δύο βασικά πράγματα: τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και το λαϊκό του προφίλ.

«Το πρώτο είναι σχετικά ξεκάθαρο. Τονίζει την τάση της εποχής, ειδικά σε νεότερα ακροατήρια και ειδικά της Αριστεράς,όπου η συμπερίληψη, τα θέματα ισότητας και τα κοινωνικά δικαιώματα βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα. Από την άλλη, δείχνει πως δεν φοβάται την πατριαρχική προκατάληψη, πράγμα που ενισχύει τον δυναμισμό του και εμπνέει», εξήγησε ο δρ Ασπριάδης.

«Το δεύτερο», όπως ανέφερε, «αφορά κυρίως την εικόνα του ως «ένας από μας». Ένα κύριο χαρακτηριστικό, που προσπαθούν αρκετοί πολιτικοί να εμπνεύσουν, όμως ο Κασσελάκης, μέσα από την προβολή της μετανάστευσής του, το προσωπικό του success story, που έχει όμως μέσα και αποτυχίες, δολοπλοκίες και ίντριγκες συνθέτει ένα ιδιαίτερο αφήγημα, που κινητοποιεί συναισθήματα συμπάθειας αλλά και ταύτισης με το ακροατήριό του.

Συμπλήρωσε ότι «όλοι θα επιθυμούσαν να του μοιάσουν, αλλά τον συμπαθούν κιόλας, αφού είναι ταυτόχρονα μαχητής και θύμα. Οι μεγαλύτεροι βλέπουν στο πρόσωπό τους τα παιδιά τους, ενώ οι νεότεροι έναν άνθρωπο που τους καταλαβαίνει. Η εικόνα της προσωπικότητάς του δημιουργεί ταύτιση με μεγάλη άνεση».

Τρεις άξονες επικοινωνίας

Όσον αφορά την πολιτική επικοινωνία του Κασσελάκη, όπως ανέλυσε ο Δρ Ασπριάδης, κινήθηκε σε τρεις βασικούς άξονες, οι οποίοι ξεδιπλώθηκαν σταδιακά, μέσα στις λίγες εβδομάδες, που είχε στη διάθεσή του:

«Ο πρώτος άξονας σχετιζόταν με το πολιτικό του στίγμα, δηλαδή το ποιος είναι, γιατί επέλεξε να βάλει υποψηφιότητα και τι μπορεί να πετύχει.

Ο δεύτερος άξονας είχε να κάνει με την αριστερή του ταυτότητα. Θεώρησε ότι έπρεπε να πείσει το κοινό του ΣΥΡΙΖΑ πως ο ίδιος ήταν αριστερός και είχε τις ίδιες ιδεολογικές βάσεις με κάθε άλλο αριστερό στέλεχος.

Ο τρίτος άξονας, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε αρκετά στο ξεκίνημα της καμπάνιας του, αλλά διατηρήθηκε σε μικρότερο βαθμό στη συνέχεια, ήταν μια «αμυντική ετοιμότητα» που προέβαλε σε τυχόν επιθέσεις, τις οποίες θεωρούσε ότι θα δεχόταν. Οι πολιτικές του απόψεις και καταβολές θα παρουσιάζονταν, δηλαδή, μέσα από τις επιθέσεις των άλλων. Θα αποδείκνυε, με άλλα λόγια την πολιτική του βάση και σκέψη μέσα από τα ζητήματα, που θα του έθεταν οι άλλοι, ενδεχομένως σε μια προσπάθεια αρνητικής επίθεσης. Και οι τρεις αυτοί άξονες συνέθεταν μια πολύ συγκεκριμένη επικοινωνιακή στρατηγική».

Η επιλογή του χρόνου δεν ήταν τυχαία

Ο Δρ Ασπριάδης υποστήριξε ακόμη ότι «η επιλογή του χρόνου – λίγες εβδομάδες πριν τον αρχικό ορισμό των εκλογών – ήταν μια συνειδητή επιλογή, που είχε ως στόχο το πλεονέκτημα της έκπληξης και της μικρής χρονικής αντίδρασης στην υποψηφιότητα του. Έτσι, μπαίνοντας στην εκστρατεία, με έναν πληθωρικό τρόπο, θα επιτύγχανε την απότομη αύξηση της δημοσιότητας και την ανέξοδη προβολή του από τα παραδοσιακά ΜΜΕ, που μέχρι να καταλαγιάσουν και να κανονικοποιηθεί η υποψηφιότητά του, θα έρχονταν οι εκλογές».

«Ένας άλλος παράγοντας, που πιθανόν οδήγησε στη συγκεκριμένη τακτική, ήταν ότι δεν θα υπήρχε ο απαραίτητος χρόνος, ώστε να υπάρξει αμφισβήτηση του κυρίαρχου αφηγήματος, που επιθυμούσε να στήσει ο ίδιος και να ξεκινήσει μια διαδικασία αποδόμησης και απομυθοποίησης», πρόσθεσε ακολούθως.

Δημιούργησε το προφίλ του ηγέτη

«Το άλλο στοιχείο της επικοινωνιακής του στρατηγικής», συμπλήρωσε ο Δρ Ασπριάδης, «ήταν να ξεπεράσει τη χαλαρή ρητορική, που υπήρχε όλο το προηγούμενο διάστημα και να μιλήσει ανοιχτά σαν μελλοντικός ηγέτης της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Σημείωσε ότι «δημιούργησε το προφίλ του ηγέτη, που θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, διεκδικώντας και πάλι την ηγεσία της χώρας. Διαμόρφωσε μια εικόνα επιτυχημένη, αλλά αντισυμβατική και εντελώς λαϊκή, ότι είναι ένα παιδί μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας που μόχθησε για να πετύχει».  «Το αριστερό του προφίλ», όπως εξήγησε, «το έχτισε μέσα από την προβολή του ίδιου και της οικογένειάς του ως θύματα μια συνομωσίας και των αδικιών μιας καθεστηκυίας τάξης, ένα αφήγημα ιδιαίτερο αγαπητό στην Αριστερά. Και εδώ, όμως, έδειξε ότι κατάφερε και «νίκησε το τέρας», ενισχύοντας έτσι και πάλι το ηγετικό του προφίλ». 

Μετεξέλιξη και αλλαγή πλεύσης στην Κεντροαριστερά

Τέλος, υποστήριξε ο Δρ Ασπριάδης ότι «η επιτυχία της επικοινωνιακής του στρατηγικής οφείλεται και σε μεγάλο βαθμό στην χαλαρή εκστρατεία που ακολούθησαν οι υπόλοιποι υποψήφιοι. «Πιθανότατα, θέλοντας να αποφύγουν μια αρνητική καμπάνια κανένας δεν επιτέθηκε, όπως περίμενε ο ίδιος ο Κασσελάκης, στις θέσεις του ή στη προσωπικότητά του. Αυτό τον ευνόησε, διότι του άφησε το περιθώριο να ορίζει ο ίδιος την ατζέντα του και το αφήγημά του».

Επίσης, ενδεχομένως η βαθιά πεποίθηση της κύριας αντιπάλου του, της Έφης Αχτσιόγλου, πως θα είναι η επόμενη αρχηγός του κόμματος, δεν της επέτρεψε να ακολουθήσει μια πιο επιθετική στρατηγική ώστε να πείσει τελικά ότι μπορεί να γίνει η επόμενη αρχηγός. Ταυτόχρονα, κινήθηκε σε μια ενοχική κατάσταση προσπαθώντας να μην διαταράξει τα «ήσυχα νερά» του κόμματος και της γραμμής που είχε χαράξει ο Αλέξης Τσίπρας», σημείωσε ακολούθως.

«Αυτό, σε συνδυασμό με την απουσία ενός νέου εμπνευσμένου αφηγήματος, οδηγούσε στην πεποίθηση ότι το κόμμα δεν θα αλλάξει», επεσήμανε, σημειώνοντας ότι «η Αχτσιόγλου απέτυχε ή φοβήθηκε να προβάλλει μια τέτοια εικόνα, ενώ αντίθετα η προσωπικότητα και η εικόνα που καλλιέργησε ο Κασσελάκης ήταν ακριβώς αυτό.  Έδωσε νέα πνοή στην εκστρατεία και κινητοποίησε τους ψηφοφόρους, όχι απλά να τον ψηφίσουν, αλλά να συμμετέχουν στη διαδικασία με μια νέα ελπίδα. Το «νέο», το «αδοκίμαστο», το «καθαρό» που πρόβαλε, η κοσμοπολίτικη αύρα που ανέδυε, είναι παράγοντες που ειδικά τα τελευταία χρόνια αποτελούν σημαντικά στοιχεία εκλογικής επιτυχίας», τόνισε ακολούθως.

Γενικότερα, όπως εξήγησε ο Δρ Ασπριάδης, «η νίκη Κασσελάκη δείχνει μια θέληση στην Κεντροαριστερά για ανασύνταξη και απομάκρυνση μιας τοξικής και αναποτελεσματικής αντιπολιτευτικής τακτικής, που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια στον ΣΥΡΙΖΑ.

Επίσης δείχνει και μια ανάγκη του χώρου να συνταχθεί πίσω από κάποιον ηγέτη, ο οποίος θα μπορέσει να ηγεμονεύσει στην ευρύτερη κεντροαριστερά και να μην παραμείνει δεμένος με την καθαρά Αριστερά. Μιλάμε, επομένως, για μια μετεξέλιξη και αλλαγή πλεύσης».

Ερωτηθείς, αν η εκλογική βάση κοιτά πρόσωπα πλέον κι όχι πολιτικές θέσεις,  o Δρ Ασπριάδης σημείωσε ότι «τα πρόσωπα έπαιζαν πάντοτε κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική της Ελλάδας».  «Μετά την οικονομική κρίση και την απομάκρυνσή από τις ιδεολογίες αυτό έγινε απλώς εντονότερο, καθώς αυξήθηκε ο κατακερματισμός του εκλογικού σώματος», συμπλήρωσε.

«Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως ακόμα και η Νέα Δημοκρατία έχει μετατοπίσει τη βάση της προς το κέντρο και ακόμα και σε πιο κεντροαριστερά ακροατήρια, ενώ τη συνοχή αυτής της βάσης την κρατάει πλέον το πρόσωπο και η προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Πρόσθεσε ότι «το ίδιο φαίνεται να γίνεται τώρα και στον ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ οι υπόλοιποι υποψήφιοι είχαν μια αντίληψη ότι πρέπει να απευθυνθούν στη στενή–παραδοσιακή βάση του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κασσελάκης προσπάθησε να επεκτείνει αυτή τη βάση και να απευθυνθεί σε πιο διευρυμένα ακροατήρια. Αυτές οι διευρυμένες βάσεις, όμως, συσπειρώνονται γύρω από πρόσωπα και ίσως και καταστάσεις και όχι γύρω από κόμματα ή ιδεολογίες, πράγμα που τις καθιστά ιδιαιτέρως ρευστές».

 «Είναι μια νέα πραγματικότητα και ίσως και εξέλιξη της πολιτικής διαδικασίας και αυτό θα πρέπει να το εξετάσουμε γενικά και ειδικά το επόμενο διάστημα. Το σίγουρο είναι ότι η πρακτική της πολιτικής επικοινωνίας έχει πιάσει αυτόν τον παλμό και τον χρησιμοποιεί σε ορισμένες περιπτώσεις», κατέληξε ο Δρ Ασπριάδης.