Η διαδικασία έκδοσης, έγκρισης και επιβολής Προσωπικών Σχεδίων Αποπληρωμής, ρυθμίζεται από τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο 2015 (65(I)/2015)(«ο Νόμος»). Σκοπός είναι η εφαρμογή πλαισίου προστασίας αφερέγγυων χρεωστών με τρόπο ώστε οι πιστωτές, να μην βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση από αυτήν στην οποίαν θα βρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τον περί Πτωχεύσεως Νόμο Κεφ.5.

Ο Νόμος, αποσκοπεί στην διατήρηση της κύριας κατοικίας. Ο Νομοθέτης επιχείρησε να θεσπίσει μηχανισμό και να καθορίσει ειδική διαδικασία για προστασία του πυρήνα των δικαιωμάτων των εμπλεκομένων, ως απάντηση στην κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα, με στόχο να εξασφαλίζεται η ισορροπία μεταξύ τους και να κατανέμονται τα βάρη, κατά αναλογικό τρόπο.

Δικαιούχοι είναι αφερέγγυοι χρεώστες οι οποίοι αδυνατούν να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Ο Νόμος  απαριθμεί κριτήρια, ώστε χρεώστης να θεωρείτε επιλέξιμος για Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής («ΠΣΑ») ,όπως, να έχει συνήθη διαμονή στη Δημοκρατία, να είναι αφερέγγυος, να υπάρχει εύλογη προοπτική η συμμετοχή σε ΠΣΑ να τον διευκολύνει να καταστεί φερέγγυος, εντός πέντε ετών. Ο Νόμος απαιτεί επίσης από τον χρεώστη, να αποκαλύψει πλήρως, τα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία, έσοδα και έξοδα, με την υποβολή Κατάστασης Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων(«ΚΠΟΣ»).

Οι κυριότεροι αποδέκτες ΠΣΑ, είναι πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων. Σε ένα προτεινόμενο σχέδιο, ωστόσο, περιλαμβάνονται όλα τα χρέη χρεώστη, εξασφαλισμένα και μη (πχ. υπόλοιπο τιμήματος αγοράς ακινήτου, κοινόχρηστα, φορολογικές οφειλές, εξ αποφάσεως χρέη σε τρίτα πρόσωπα κ.α.). Ο αδειοδοτημένος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, στον οποίο αποτείνεται ο χρεώστης, ετοιμάζει το ΠΣΑ, λαμβάνοντας υπόψη περιουσιακά στοιχεία, χρέη, λογικά έξοδα διαβίωσης του νοικοκυριού και τυχόν εξαρτωμένων προσώπων. Προτείνει δε, τρόπο αποπληρωμής και/ή αναδιάρθρωσης χρέους με καταβολή μηνιαίων δόσεων, κατά σειρά προτεραιότητας και/ή την πώληση περιουσιακών στοιχείων και/ή την εκμετάλλευση ακίνητης ιδιοκτησίας.

Ο Νόμος προσφέρει ένα ισχυρό εργαλείο προς όφελος του χρεώστη, καθότι «απενεργοποιεί» τα, κατά τα άλλα νόμιμα, δικαιώματα πιστωτών.  Σύμφωνα με το άρθρο 61, καθορισμένος πιστωτής δεν δικαιούται να ξεκινήσει νομικές ή δικαστικές διαδικασίες εναντίον του χρεώστη ή να προβεί σε ενέργειες για συνέχιση τέτοιων διαδικασιών ή να ενεργήσει προς εξασφάλιση ή ανάκτηση αποπληρωμής του χρέουςκ.α.Κατά συνέπεια, οι πιστωτές οφείλουν να διακόψουν την προώθηση νόμιμων δικαιωμάτων τους, όπως πλειστηριασμούς και πωλήσεις ακινήτων, εκποιήσεις υποθήκης, εκδίκαση αγωγών ή προώθηση μέτρων για ανάκτηση οφειλόμενου χρέους. 

Διαδικαστικά, οι πιστωτές καλούνται να επαληθεύσουν χρέη, να υποβάλουν προτάσεις αποπληρωμής και να ψηφίσουν σε συνέλευση πιστωτών, εάν συναινούν στην εφαρμογή της πρότασης ΠΣΑ. Στην περίπτωση καταψήφισης ΠΣΑ από την πλειοψηφία των πιστωτών, ο χρεώστης, δικαιούται να αποταθεί μονομερώς στο Δικαστήριο ζητώντας όπως το ΠΣΑ επιβληθεί στους πιστωτές. Ο Νομοθέτης θέτει κριτήρια επιλεξιμότητας για επιβολή μη συναινετικού ΠΣΑ από το Δικαστήριο. Μεταξύ άλλων:

  • Τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη στη Δημοκρατία με αγοραία αξία μέχρι €350.000,00
  • Η συνολική αξία περιουσιακών στοιχείων, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας, δεν υπερβαίνει τις €500.000,00
  • Η αδυναμία αποπληρωμής οφείλεται σε χειροτέρευση της οικονομικής κατάστασης του χρεώστη από το 2009 και μετά, κατά τουλάχιστον 25%, λόγω καταστάσεων εκτός ελέγχου του
  • Ο σύμβουλος αφερεγγυότητας κρίνει ότι ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας και το ΠΣΑ θα θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή καλύτερη θέση απ’ ότι εάν η περιουσία διατίθετο σύμφωνα με τον περί Πτώχευσης Νόμο.

Οι καθορισμένοι πιστωτές, έχουν έννομο δικαίωμα καταχώρισης αίτησης για ακύρωση του διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ.  Η καθορισμένη προθεσμία είναι αυστηρή και επιβάλλει στον πιστωτή την άμεση αντίδραση μετά την επίδοση του διατάγματος. Πιστωτής ο οποίος κρίνει υπό τις περιστάσεις ορθό και φρόνιμο να καταχωρίσει αίτηση, οφείλει να το πράξει εντός δεκαπέντε ημερών από την επίδοση του διατάγματος.  Ενδεικτικά, επιβληθέν ΠΣΑ, δύναται να ακυρωθεί λόγω των ακόλουθων λόγων:

  • Το ποσοστό μείωσης εισοδήματος είναι χαμηλότερο από 25% ή είναι αποτέλεσμα ενεργειών του χρεώστη, 
  • Υπάρχουν ουσιαστικές ανακρίβειες/παραλείψεις στην ΚΠΟΣ οι οποίες παραβλάπτουν ουσιωδώς τα δικαιώματα πιστωτή,
  • Πιστωτής βρίσκεται σε χειρότερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρισκόταν εάν η περιουσία διατίθετο σύμφωνα με τον περί Πτώχευσης Νόμο,
  • Ο χρεώστης θα είναι αφερέγγυος, πάρα την ολοκληρωμένη εφαρμογή του ΠΣΑ.

Παρατηρείται αυξητική τάση εφαρμογής του Νόμου, από χρεώστες που επιθυμούν να προστατεύσουν την κύρια κατοικία, πληρώνοντας σταδιακά μέρος των χρεών τους. Παρ’ όλα αυτά, τα ΠΣΑ εμποδίζουν τους πιστωτές να εισπράξουν, εάν το χρέος είναι ανεξασφάλιστο ή παραθέτουν ένα μακροπρόθεσμο πλάνο, όπου οι πιστωτές λαμβάνουν, συγκριτικά, μικρό ποσοστό από το χρέος. Ταυτόχρονα, δεν παραγνωρίζεται ο αυξημένος κίνδυνος κατάχρησης της διαδικασίας, από χρεώστες που επιθυμούν να καθυστερήσουν ή να αναστείλουν δικαστικές διαδικασίες εναντίον τους. Νοουμένου ότι πιστωτής έχει έδαφος να υποστηρίξει αίτηση για ακύρωση διατάγματος επιβολής ΠΣΑ, μια τέτοια αίτηση είναι ωφέλιμη όταν ο χρεώστης έχει εισοδήματα ή περιουσία τα οποία  δικαιολογούν την αποπληρωμή ή αναδιάρθρωση του χρέους, εκτός του πλαισίου του προαναφερόμενου Νόμου. Σε διαφορετική περίπτωση,  η εφαρμογή του περί Αφερεγγυότητας Νόμου, παρέχει μια μέθοδο αποπληρωμής χρέους, χωρίς την ανάγκη λήψης περαιτέρω δικαστικών μέτρων από τον πιστωτή για ανάκτηση του χρέους.

Συγγραφέας: Αθηνά Ευαγόρου, Δικηγόρος, Δικαστηριακό  Τμήμα, Γραφείο Πάφου

ELIAS NEOCLEOUS & CO LLC

www.neo.law