Η Ιρλανδία και η Κύπρος μπορεί να μην έχουν οικονομίες τόσο μεγάλες όσο κάποιοι από τους Ευρωπαίους μας εταίρους, έχουν όμως τη δυνατότητα να ασκούν επιρροή στο ευρωσύστημα, αναφέρει στην συνέντευξή του στον «Φ» ο Γκάμπριελ Μακλούφ, Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Ιρλανδίας, με αφορμή την επίσκεψή του στην Κύπρο κατόπιν πρόσκλησης του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνου Ηροδότου.
Σε σχέση με τα κέρδη που παράγουν οι τράπεζες λόγω της αύξησης των επιτοκίων και της συζήτησης για επιβολή φόρου επί των απροσδόκητων κερδών, ο κ. Μακλούφ αναφέρει πως «δεδομένης της χρονικής υστέρησης στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στο σύστημα, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι τράπεζες καταγράφουν ισχυρή κερδοφορία στην αρχή του κύκλου της απότομης αύξησης των επιτοκίων. Όμως, ενώ τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια αυξήθηκαν φέτος, ενδέχεται να αυξηθούν οι πιστωτικοί κίνδυνοι και οι προβλέψεις τα επόμενα χρόνια, επομένως η εξέταση των κερδών ενός έτους δεν απεικονίζει την πλήρη εικόνα».
Τα τραπεζικά συστήματα της Κύπρου και της Ιρλανδίας αντιμετώπισαν μια σειρά από παρόμοιες προκλήσεις, όπως φούσκες ακινήτων, πρακτικές υπέρμετρου δανεισμού και τραπεζικές χρεοκοπίες. Μπορείτε να μας μιλήσετε για τις στρατηγικές που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των εκποιήσεων στην Ιρλανδία; Πώς έχει αντιδράσει το πολιτικό σκηνικό στην Ιρλανδία στις περιπτώσεις δανειοληπτών που έχουν χάσει την κύρια τους κατοικία;
Ναι, η κρίση του 2008 είχε σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα και είχε ως αποτέλεσμα οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ιρλανδία να καταστούν από τους υψηλότερους στη ζώνη του ευρώ. Βασική στόχευση των εθνικών κεντρικών τραπεζών και των εποπτικών Αρχών, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και άλλες ευρωπαϊκές Αρχές, ήταν η μείωσή τους σε βιώσιμα επίπεδα και η διασφάλιση ότι δεν θα φτάσουν ποτέ στο ύψος που έφθασαν μετά την κρίση.
Η Ιρλανδία έπρεπε να εφαρμόσει ένα ειδικό πρόγραμμα για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων τόσο σε επίπεδο χρηματοπιστωτικού συστήματος όσο και από κοινωνικής άποψης. Δεν υπάρχει ένα μόνο μέτρο που να μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και χρειάζεται αρκετός χρόνος. Αλλά ένα σημαντικό μάθημα από την ιρλανδική εμπειρία είναι ότι η έγκαιρη παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας για να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τον δανειολήπτη και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ένα μείγμα ενεργών πολιτικών παρεµβάσεων, εντατικής εποπτείας και ισχυρών νοµοθετικών πρωτοβουλιών είναι επίσης απαραίτητο. Ενεργώντας με αυτό τον τρόπο, είδαμε τις υποθέσεις καθυστερημένων οφειλών να μειώνονται περίπου κατά 100 χιλιάδες ή κατά 70 % τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτά όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του παρελθόντος.
Για να αποφύγουμε τον κίνδυνο να δημιουργηθούν στο μέλλον αντίστοιχα προβλήματα, ως Κεντρική Τράπεζα προχωρήσαμε στη θέσπιση μέτρων για τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια, το χρέος και τον μη βιώσιμο δανεισμό στην αγορά κατοικίας. Η οικονομία στο σύνολό της βρίσκεται, σήμερα, σε καλύτερη θέση και μπορεί να αντέξει στους κλυδωνισμούς σε σύγκριση με το παρελθόν, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που οφείλονται στις αυξήσεις των επιτοκίων ή σε πιέσεις που σχετίζονται με την αύξηση του κόστους ζωής.
Τα κέρδη των τραπεζών
Στην Κύπρο βρίσκεται σε εξέλιξη ένας συνεχής πολιτικός διάλογος σχετικά με τα υψηλά κέρδη των τραπεζών λόγω της ανόδου των επιτοκίων, προκαλώντας αιτήματα για επιβολή έκτακτου φόρου επί των απροσδόκητων κερδών – μια συζήτηση που είναι επίσης διαδεδομένη στην Ιρλανδία. Ποιες είναι οι δικές σας απόψεις γι’ αυτό το θέμα;
Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στα κέρδη που καταγράφουν οι τράπεζες κατά το τρέχον έτος. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός -πολύ πρόσφατα μάλιστα- από τότε που τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών και τα περιθώρια κέρδους τους ήταν υπό πίεση και βρίσκονταν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της εποπτείας. Επομένως, είναι σημαντικό να βλέπουμε τη γενικότερη κατάσταση όταν εξετάζουμε αυτό το ζήτημα. Δεδομένης της χρονικής υστέρησης στη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στο σύστημα, δεν είναι περίεργο το γεγονός ότι οι τράπεζες καταγράφουν ισχυρή κερδοφορία στην αρχή του κύκλου της απότομης αύξησης των επιτοκίων. Όμως, ενώ τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια αυξήθηκαν φέτος, ενδέχεται να αυξηθούν οι πιστωτικοί κίνδυνοι και οι προβλέψεις τα επόμενα χρόνια, επομένως η εξέταση των κερδών ενός έτους δεν απεικονίζει την πλήρη εικόνα.
Πρέπει λοιπόν να δούμε το θέμα σφαιρικά. Θέλουμε ένα τραπεζικό σύστημα που να είναι σταθερό σε καλούς και σε δύσκολους καιρούς και γι’ αυτό οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν ένα περιθώριο κέρδους, για να παράγουν κέρδη που θα καλύπτουν το κόστος τους και θα δημιουργούν αποθέματα ασφαλείας έναντι μελλοντικών πιστωτικών ζημιών.
Αυτά τα αποθέματα επιτρέπουν στον τομέα να παρέχει απερίσπαστα χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η κερδοφορία διευκολύνει τις επενδύσεις στην καινοτομία και επιτρέπει στις τράπεζες να διασφαλίζουν ότι τα συστήματά τους είναι εύρωστα και μπορούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών σε συνεχή βάση.
Οι κυβερνήσεις μπορεί να αντιδράσουν και θα αντιδράσουν σ’ αυτή την περίπτωση. Όμως, κατά την άποψή μου, είναι ζωτικής σημασίας να μην το κάνουν με τρόπο που να θέσει σε κίνδυνο τον στόχο μας για χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ο διαρκώς εξελισσόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός εντός του τραπεζικού τομέα οδηγεί σε μείωση των φυσικών καταστημάτων και ενδεχομένως θα οδηγήσει σε περισσότερες συγχωνεύσεις. Πώς φαντάζεστε ότι θα εξελιχθεί η δομή και το τοπίο των τραπεζών στο άμεσο μέλλον;
Το τραπεζικό οικοσύστημα συνεχίζει να εξελίσσεται, όπως πάντα, με βάση τις αλλαγές στις προτιμήσεις των πελατών, την τεχνολογική πρόοδο και την ευρύτερη καινοτομία ανά τομέα. Παρόλο που η αλλαγή είναι αναπόφευκτη και πολύτιμη, ο ρυθμός και η φύση αυτής της αλλαγής πρέπει να αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές ανάγκες, με την ευρύτερη έννοια.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο για περισσότερες συγχωνεύσεις, υπάρχει μια ποικιλομορφία στις ευρωπαϊκές χώρες σε σχέση με τις υπηρεσίες που προσφέρουν τράπεζες. Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, έχουμε έναν πιο συγκεντρωτικό τομέα σε σύγκριση με την Κύπρο. Υπάρχει κάποιος υπερβάλλον όγκος στην Ευρώπη που θα μπορούσε να μειωθεί μέσω της συγκέντρωσης (consolidation), αλλά η ψηφιοποίηση δεν είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει την εξέλιξη του επιχειρηματικού μοντέλου στον κλάδο. Η διαδικασία ψηφιακού μετασχηματισμού για τις τράπεζες είναι μια δαπανηρή αλλά απαραίτητη διαδικασία, και μια που πρέπει να τυγχάνει προσεκτικής διαχείρισης.
Καθώς ο τραπεζικός τομέας εξελίσσεται, η προσοχή μας θα παραμείνει επικεντρωμένη στο να έχουμε ένα σταθερό σύστημα που καλύπτει τις ανάγκες των πελατών και της ευρύτερης οικονομίας.
Στην άκρη οι εθνικές θέσεις
Αναλογιζόμενοι ότι η Ιρλανδία και η Κύπρος είναι μικρές χώρες, πόσο σημαντική είναι η επιρροή τους εντός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και σε ποιο βαθμό λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους κατά τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων;
Το κύριο όργανο λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ (το Διοικητικό Συμβούλιο) λειτουργεί γενικά μέσω ενός συστήματος «ένα μέλος, μία ψήφος». Επιπλέον, καλούμαστε να αφήσουμε τις εθνικές μας θέσεις στην άκρη και να λάβουμε αποφάσεις προς όφελος της ζώνης του ευρώ συνολικά. Ως Διοικητές, ο ρόλος μας δεν είναι να σκεφτούμε «τι είναι το καλύτερο για την Ιρλανδία» ή «τι είναι το καλύτερο για την Κύπρο» αλλά «τι είναι το καλύτερο για τη ζώνη του ευρώ».
Έτσι, η Ιρλανδία και η Κύπρος μπορεί να μην έχουν οικονομίες τόσο μεγάλες όσο κάποιοι από τους Ευρωπαίους μας εταίρους, έχουμε τη δυνατότητα να ασκούμε επιρροή στο ευρωσύστημα, από την οπτική γωνία της ζώνης του ευρώ συνολικά, ιδιαίτερα μέσω της δυναμικής των αναλύσεων που κάνουμε καθώς και των διαφορετικών εμπειριών που οι συνάδελφοι στο Διοικητικό Συμβούλιο φέρνουν στο τραπέζι. Για παράδειγμα, η εμπειρία του Διοικητή Ηροδότου στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι κάτι που γνωρίζω ότι όλοι οι συνάδελφοί μου στο Διοικητικό Συμβούλιο εκτιμούν.