Πριν λίγες μέρες, απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έφερε στο προσκήνιο το λεπτό ζήτημα της ποινικής ευθύνης δικαστών όταν αυτοί καταχρώνται την εξουσία τους.

Στις 15 Απριλίου 2025, το ΕΔΔΑ εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση Bădescu και άλλοι κατά Ρουμανίας, όπου τρεις Ρουμάνοι δικαστές είχαν καταδικαστεί για κατάχρηση εξουσίας στο πλαίσιο άσκησης των καθηκόντων τους.​

Οι δικαστές αυτοί κατηγορήθηκαν ότι, σε υπόθεση οικονομικού εγκλήματος, υιοθέτησαν δόλια συμπεριφορά πριν και κατά τη σύνταξη δικαστικής απόφασης, παραμορφώνοντας σκόπιμα πραγματικά περιστατικά και νομική συλλογιστική, ώστε να εκδοθεί ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα – η αθώωση ενός καταδικασμένου προσώπου – κατά παράβαση του νόμου. ​

Με άλλα λόγια, δεν διώχθηκαν ποινικά απλώς επειδή εξέδωσαν μια δικαστική απόφαση που ίσως ήταν λανθασμένη, αλλά επειδή ενήργησαν κακόπιστα, υπονομεύοντας σκόπιμα τη νομιμότητα της δικαιοσύνης για να ευνοήσουν συγκεκριμένο κατηγορούμενο​.

Το ΕΔΔΑ, με την απόφασή του, έκρινε ομόφωνα ότι δεν παραβιάστηκε το άρθρο 7 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης (αρχή «ουδεμία ποινή χωρίς νόμο»)​.

Κακόπιστη εκτροπή και δικαστική πλάνη

Κεντρικό θέμα στην προσφυγή των δικαστών ήταν η προβλεψιμότητα του ποινικού νόμου: υποστήριξαν ότι η εφαρμογή του αδικήματος της κατάχρησης εξουσίας σε δικαστικές πράξεις ήταν ασαφής και δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι μια δικαστική απόφαση στο πλαίσιο των καθηκόντων τους θα μπορούσε να θεωρηθεί αξιόποινη πράξη​.

Ωστόσο, το ΕΔΔΑ πείσθηκε από τη συλλογιστική των ρουμανικών ανώτατων δικαστηρίων, τα οποία είχαν διαχωρίσει σαφώς τις έννοιες της κακόπιστης εκτροπής από την απλή δικαστική πλάνη.​

Όπως τόνισε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας, η ανεξαρτησία των δικαστών δεν είναι απόλυτη· συμβαδίζει με την ευθύνη τους να υπηρετούν το νόμο και δεν τους θωρακίζει όταν ενεργούν με δόλο ή πρόθεση παραβίασης του νόμου.​

Αν ένας δικαστής απλώς σφάλλει στην εκτίμηση αποδείξεων ή στον νομικό συλλογισμό, αυτό το σφάλμα διορθώνεται μέσω έφεσης και δεν έχει ποινικές συνέπειες. Εάν όμως ένας δικαστής εκ προθέσεως παρερμηνεύσει τον νόμο ή τα γεγονότα, στρέφοντας συνειδητά τη διαδικασία προς ένα παράνομο αποτέλεσμα, τότε παύει να πρόκειται για δικαστική πλάνη και στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα​.

Η απόφαση του ΕΔΔΑ επιβεβαίωσε ότι το ρουμανικό νομικό πλαίσιο ήταν επαρκώς σαφές, ώστε ακόμη και έμπειροι δικαστές να γνωρίζουν πως μια «επιβλαβής δικαστική απόφαση που εκδίδεται εν γνώσει της αντίθετα προς τον νόμο» μπορούσε να αποτελέσει αξιόποινη πράξη, χωρίς αυτό να υπονομεύει την αρχή της δικαστικής ανεξαρτησίας​.

Με άλλα λόγια, οι εν λόγω δικαστές όφειλαν να αντιλαμβάνονται ότι οι ενέργειές τους (η μεθοδευμένη καταστρατήγηση του νόμου για να ωφεληθεί ένας κατηγορούμενος) θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου.​ Η διαχωριστική γραμμή που τέθηκε – μεταξύ καλόπιστης δικαστικής κρίσης και δόλιας κατάχρησης της δικαστικής ιδιότητας – αποτελεί πυρήνα της απόφασης: η πρώτη προστατεύεται, η δεύτερη τιμωρείται.

Ποινές φυλάκισης στους δικαστές

Η υπόθεση Bădescu δεν είναι μόνο δικαστικά ενδιαφέρουσα αλλά και χαρακτηριστική ως προς τον ρόλο που έπαιξε η ρουμανική Εθνική Υπηρεσία Καταπολέμησης της Διαφθοράς, DNA (Direcția Națională Anticorupție).

Η DNA λειτούργησε ως ανεξάρτητος και αυτενεργών εισαγγελικός θεσμός, που ανέλαβε να φέρει τους επίορκους δικαστές ενώπιον της δικαιοσύνης. Ειδικότερα, η Υπηρεσία αυτή κίνησε αυτεπαγγέλτως ποινική έρευνα σε βάρος των τριών δικαστών, αμέσως μετά την ύποπτη αθώωση που εξέδωσαν, ασκώντας δίωξη για το αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας και ευνοϊκής μεταχείρισης εγκληματία​

Είναι αξιοσημείωτο ότι η DNA δεν δίστασε να ξανανοίξει την υπόθεση όταν αρχικά είχε τεθεί στο αρχείο λόγω νομικών αμφιβολιών: τον Ιανουάριο του 2014, ο επικεφαλής εισαγγελέας της DNA ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση για αρχειοθέτηση και διέταξε την επανέναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον των δικαστών​

Στη συνέχεια, απήγγειλε κατηγορίες και παρέπεμψε τους δικαστές σε δίκη τον Απρίλιο 2014. Η ανεξαρτησία και επιμονή της DNA αποδείχθηκαν καθοριστικές. Όταν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Εφετείο Βουκουρεστίου) αθώωσε δύο από τους κατηγορούμενους δικαστές το 2016, η DNA άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, θεωρώντας ότι υπήρχαν αποδείξεις ενοχής​.

Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο (Ανώτατο Ακυρωτικό), το οποίο το 2017 καταδίκασε τελικά τους δύο δικαστές σε ποινές φυλάκισης και το 2019 επικύρωσε οριστικά την ενοχή τους απορρίπτοντας την αναίρεση​.

Παράλληλα, και η τρίτη δικαστής – η οποία φερόταν ότι είχε δωροδοκηθεί – κρίθηκε ένοχη σε ξεχωριστή διαδικασία​

Όλη αυτή η εξέλιξη φέρει τη σφραγίδα της DNA: ενός θεσμού με εξουσία να διερευνά εις βάθος, να απαγγέλλει κατηγορίες και να εξαντλεί τα ένδικα μέσα για σοβαρές υποθέσεις διαφθοράς. Η υπόθεση ανέδειξε πως ακόμη και λειτουργοί της Δικαιοσύνης μπορούν να λογοδοτήσουν ποινικά όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι λειτούργησαν διεφθαρμένα, εφόσον υφίσταται ένας μηχανισμός ικανός να το φέρει αυτό σε πέρας.

Η υστέρηση της Κύπρου και η Αρχή Κατά της Διαφθοράς

Σε αντιδιαστολή με το ρουμανικό παράδειγμα, η Κύπρος μέχρι σήμερα δεν διαθέτει έναν ανάλογο ανεξάρτητο εισαγγελικό φορέα κατά της διαφθοράς με επιχειρησιακές αρμοδιότητες.

Η πρόσφατα συσταθείσα Ανεξάρτητη Αρχή Κατά της Διαφθοράς έχει περιορισμένες εξουσίες. Συγκεκριμένα, δεν διαθέτει ερευνητικές ή ανακριτικές αρμοδιότητες με ποινικό χαρακτήρα και δεν μπορεί να ασκήσει η ίδια ποινικές διώξεις, καθώς αυτές το Σύνταγμα τις αναθέτει αποκλειστικά στον Γενικό Εισαγγελέα.

Η Αρχή κατά της Διαφθοράς επί της ουσίας λειτουργεί ως σώμα που δέχεται καταγγελίες, συγκροτεί ομάδες εξέτασης και μπορεί να εισηγηθεί τη διερεύνηση ή δίωξη, αλλά όχι να τα διενεργήσει αυτόνομα. Όπως έχει επισημανθεί, υπό το ισχύον καθεστώς η Αρχή δεν δύναται να διεξάγει ποινικές ανακρίσεις ούτε να κινήσει η ίδια ποινικές διαδικασίες​

Τυχόν ευρήματά της πρέπει να προωθηθούν στη Νομική Υπηρεσία (τον Γενικό Εισαγγελέα), ο οποίος θα αποφασίσει αν θα κινηθεί ποινική διερεύνηση ή δίωξη​. Με άλλα λόγια, η αποτελεσματικότητα της Αρχής εξαρτάται λειτουργικά και νομικά από τη βούληση της Γενικής Εισαγγελίας.

Αυτή η δομή έχει τύχει δριμείας κριτικής με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση ανώτερου αξιωματικού της αστυνομίας, όπου η Αρχή Κατά της Διαφθοράς συνέστησε την ποινική διερεύνηση, αλλά ο Γενικός Εισαγγελέας διαφώνησε και δεν ενέκρινε τη δίωξη​

Όταν η Αρχή εξέτασε το ενδεχόμενο να καταχωρίσει ιδιωτική ποινική υπόθεση, διαπίστωσε ότι το νομικό της καθεστώς δεν της το επέτρεπε​

Σήμερα, τα πρόσωπα που καλούνται να κινήσουν ποινικές διαδικασίες, μετά και το πόρισμα Νικολάτου για τις παράνομες πολιτογραφήσεις, είναι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας που αμφότεροι υπήρξαν μέλη του ίδιου του Υπουργικού Συμβουλίου που εξέδιδε τις παράνομες πολιτογραφήσεις​.

Σε λίγες μέρες, επίσης, η Αρχή Κατά Διαφθοράς που εξετάζει τις κατηγορίες που διατυπώνονται κατά του Νίκου Αναστασιάδη από τον Μακάριο Δρουσιώτη, ανάμεσα στις οποίες και κατηγορίες σε σχέση με τις παράνομες πολιτογραφήσεις, θα λάβει κατάθεση από τον τέως Πρόεδρο που διόρισε τους πρώην υπουργούς του στη Νομική Υπηρεσία, που έχει τον τελικό λόγο, ανεξαρτήτως της όποιας απόφασης της Αρχής.

*Advocates-Legal Consultants