Τα μάτια τους δεκατέσσερα καλούνται να έχουν οι αρμόδιες αρχές όταν συνάπτουν συμβάσεις για την αγορά υπηρεσιών, για να αποφεύγεται η δημιουργία υπαλληλικής σχέσης μεταξύ των συμβαλλομένων και του κράτους.
Πολλοί εργαζόμενοι είχαν συνάψει συμβάσεις αγοράς ή μίσθωσης υπηρεσιών με το κράτος και, όταν συμπλήρωσαν 30 μήνες απασχόλησης, οι συμβάσεις τους μετατράπηκαν σε αορίστου χρόνου.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, υπουργεία και υπηρεσίες, μετά τη λήξη της σύμβασης προχώρησαν στην ανανέωση της συνεργασίας των συμβαλλόμενων ατόμων και του κράτους, με αποτέλεσμα να εργάζονται στην ίδια θέση για τουλάχιστο 30 μήνες και να καταστούν αυτόματα δημόσιοι υπάλληλοι αορίστου χρόνου.
Στο παρελθόν, με απόφαση του διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων είχε κριθεί πως η σχέση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών παραπέμπει σε σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου.
Το κράτος, παρόλο που εφαρμόζει εδώ και χρόνια νέα πολιτική για το θέμα, σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώνεται πως τμήματα της κρατικής μηχανής συνεχίζουν την ίδια τακτική, δηλαδή προχωρούν στην αγορά υπηρεσιών με συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία αφού παρέλθει η περίοδος των 30 μηνών αυτόματα μετατρέπονται σε δημόσιους υπάλληλους, χωρίς να παρακαθήσουν σε κάποια γραπτή εξέταση.
Το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας επανήλθε στο θέμα, καλώντας τις αρμόδιες υπηρεσίες να είναι προσεκτικές και να λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα. Υπενθυμίζει πως δεν επιτρέπεται η σύναψη δημοσίων συμβάσεων για αγορά ή μίσθωση υπηρεσιών μέσω των οποίων ενδεχομένως να δημιουργείται υπαλληλική σχέση.
Μάλιστα, παραθέτει και τη νομοθεσία περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων για συναφή θέματα, η οποία προβλέπει πως η σύναψη δημοσίων συμβάσεων για αγορά ή μίσθωση υπηρεσιών δεν πρέπει να παραπέμπει σε συμβάσεις εργασίας, οι οποίες αποσκοπούν στην ενίσχυση με οποιοδήποτε τρόπο, τη υποστελέχωσης των υπουργείων, των υφυπουργείων, των τμημάτων και των υπηρεσίων.
Ο Γενικός Ελεγκτής, Ανδρέας Αντωνιάδης, με εγκύκλιο δίνει συγκεκριμένες οδηγίες για να αποφεύγεται η δημιουργία υπαλληλικής σχέσης μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών.
Όπως επισημαίνει, η κάθε προκήρυξη για τη σύναψη σύμβασης αγοράς μίσθωσης υπηρεσιών, θα πρέπει να συνάδει με συγκεκριμένες παραμέτρους.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Γενικό Λογιστήριο, όπου είναι δυνατόν η ανάγκη να διατυπώνεται ως αυτοτελής εργασία και να ανατίθεται ολόκληρη σε ανάδοχο / ανάδοχους, χωρίς να παρέχονται οποιαδήποτε δικαιώματα ή / και ωφελήματα, τα οποία να παραπέμπουν με οποιοδήποτε τρόπο σε υπαλληλική σχέση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (π.χ. παροχή γραφειακού χώρου, εξοπλισμού, αδειών ανάπαυσης, υποχρέωση παρουσίας στα γραφεία της Υπηρεσίας, κλπ.).
Παράλληλα, σημειώνει πως, όπου είναι εφικτό, η υλοποίηση της σύμβασης και η καταβολή αμοιβής θα πρέπει να συνδέεται με την υποβολή παραδοτέων, ανάλογα με το ιδιαίτερο αντικείμενο της σύμβασης, π.χ. αξιολογήσεις, εκθέσεις, κλπ.
Μάλιστα, υποδεικνύει ότι σε περίπτωση που το πιο πάνω δεν είναι εφικτό και απαιτείται η εργασία από τον ανάδοχο να διεκπεραιώνεται σε μεγάλο βαθμό από τα γραφεία της αναθέτουσας αρχής, τότε θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλογής που θα τίθενται για τον ανάδοχο φορέα παραπέμπουν σε οργανωμένες επιχειρήσεις.
Όπως επισημαίνει «για το σκοπό αυτό, στα έγγραφα του διαγωνισμού θα πρέπει να περιλαμβάνονται πρόνοιες όπως η ύπαρξη προηγούμενης σχετικής εμπειρίας από τον ανάδοχο ή / και ελάχιστου απαιτούμενου κύκλου εργασιών κατά τα προηγούμενα έτη ή / και αριθμού προσωπικού που εργοδοτείται, και όχι προσόντα που τίθενται σε σχέδια υπηρεσίας υπαλλήλων».
Τέλος, σημειώνει πως σε περίπτωση η ανάγκη για αγορά / μίσθωση υπηρεσιών είναι τέτοιας φύσεως και εμπεριέχει τέτοια καθήκοντα, που δεν είναι δυνατή η ένταξη της σε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες, τότε θα πρέπει να ενεργοποιείται η διαδικασία εξασφάλισης έγκρισης για πρόσληψη Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου, με βάση τις πρόνοιες του νόμου περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία.