Ελαφρώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρέθηκε η Κύπρος το 2024 αναφορικά με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης.
Εν ολίγοις, η αγοραστική δύναμη των Κυπρίων διαμορφώθηκε στο 95% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (104 στην Ευρωζώνη και 100 στην ΕΕ), σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Η έρευνα καταγράφει μεγάλες αποκλίσεις στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, όταν αυτό εκφράζεται με βάση την αγοραστική δύναμη και αναδεικνύει τις ανισότητες που εξακολουθούν να υφίστανται εντός της ΕΕ όσον αφορά στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Το 2024, δέκα χώρες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 34% του πληθυσμού της ΕΕ, υπερέβησαν τον μέσο όρο της ΕΕ ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η Ελλάδα βρίσκεται στον πάτο και συγκεκριμένα προτελευταία, με το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, να διαμορφώνεται στο 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου – δηλαδή 30% κάτω από αυτό, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το Λουξεμβούργο έχει μακράν το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 27 χωρών που περιλαμβάνονται σε αυτή τη σύγκριση, 141% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Ιρλανδία έρχεται δεύτερη μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, με 111% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, ακολουθούμενη από την Ολλανδία και τη Δανία, η καθεμία με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από 20% πάνω από τον μέσο όρο.
Το Βέλγιο, η Αυστρία, η Γερμανία, η Σουηδία, η Μάλτα και η Φινλανδία ήταν τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ με κατά κεφαλήν ΑΕΠ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Η Γαλλία, η Ιταλία, η Κύπρος, η Ισπανία, η Τσεχία και η Σλοβενία ήταν λιγότερο από 10% κάτω από αυτόν τον μέσο όρο, ακολουθούμενες από τη Λιθουανία και την Πορτογαλία, με 10% έως 20% χαμηλότερα. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Λετονίας ήταν 30% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ. Η Βουλγαρία κατέγραψε κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 34% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.