Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε στις 19 Μαρτίου 2025 έφεση πολίτη κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου, επιβεβαιώνοντας τη νομιμότητα της παραγραφής του δικαιώματος καταβολής σύνταξης γήρατος για περίοδο κατά την οποία δεν είχε υποβληθεί έγκαιρα σχετική αίτηση.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, η απόφαση στηρίχθηκε στο σκεπτικό ότι η νομοθετική επιβολή χρονικών περιορισμών στη διεκδίκηση της σύνταξης εξυπηρετεί θεμιτό και αναγκαίο σκοπό, που αφορά τη διατήρηση της βιωσιμότητας του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τη δημοσιονομική σταθερότητα και την ορθολογική διαχείρισή του.
Η υπόθεση
Ο εφεσείων θεμελίωσε δικαίωμα για σύνταξη γήρατος τον Αύγουστο 2013, κατά την ηλικία των 63 ετών. Παρά την έγκαιρη γραπτή ειδοποίηση από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να υποβάλει αίτηση, εκείνος προέβη στη σχετική υποβολή τρία χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο 2016.
Ως εκ τούτου, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων έκριναν ότι το δικαίωμα καταβολής για την περίοδο 2013–2016 είχε παραγραφεί, και ξεκίνησαν την καταβολή της σύνταξης από τον Μάιο 2016.
Ο εφεσείων προσέφυγε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η παραγραφή της απαίτησης του παραβίασε το δικαίωμα ιδιοκτησίας του. Το Δικαστήριο, εξετάζοντας το συνταγματικό και νομικό πλαίσιο, απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Το σκεπτικό του Ανώτατου Δικαστηρίου
Υιοθετώντας τις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον Δικηγόρο της Δημοκρατίας Παύλο Βασιλείου, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι:
- Η μακροχρόνια αδράνεια του εφεσείοντα συνιστά σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα σύνταξης για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
- Οι χρονικοί περιορισμοί κρίνονται εύλογοι, καθώς διασφαλίζουν τη μακροοικονομική σταθερότητα του Ταμείου.
- Ο πυρήνας του δικαιώματος σε σύνταξη του προσφεύγοντα δεν παραβιάστηκε, αφού η σύνταξη καταβάλλεται από τον χρόνο υποβολής της αίτησης και εξής.