Οι δανειακές συμβάσεις συχνά περιλαμβάνουν «ψιλά γράμματα», δηλαδή όρους που μπορεί να είναι άδικοι για τον καταναλωτή. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ειδική προστασία των καταναλωτών από τέτοιους καταχρηστικούς όρους.

Με απλά λόγια, καταχρηστική ρήτρα είναι ένας όρος σύμβασης που επιβάλλεται από τον προμηθευτή (π.χ. την τράπεζα) χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση με τον καταναλωτή και ο οποίος δημιουργεί σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, σε βάρος του καταναλωτή, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης.​

Οι τυποποιημένοι όροι ενός δανείου πρέπει να είναι διατυπωμένοι σε σαφή και κατανοητή γλώσσα, ώστε ο καταναλωτής να γνωρίζει τι υπογράφει​.

Επιπλέον, η σύμβαση δεν πρέπει να γέρνει τη ζυγαριά των υποχρεώσεων υπέρ της τράπεζας: δεν πρέπει να προκαλείται ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα του δανειολήπτη και της τράπεζας​.

Αν υπάρχει αμφιβολία ή ασάφεια σε έναν όρο, η ερμηνεία γίνεται προς όφελος του καταναλωτή, σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ​.

Οι άκυροι όροι

Η βασική νομοθεσία της ΕΕ που ορίζει τις καταχρηστικές ρήτρες είναι η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του 1993. Αυτή εφαρμόζεται σε κάθε σύμβαση μεταξύ ενός επαγγελματία (π.χ. μιας τράπεζας) και ενός καταναλωτή.

Επιπλέον, η Οδηγία 2014/17/ΕΕ (γνωστή ως Οδηγία για τα ενυπόθηκα δάνεια) συμπληρώνει την προστασία για τα στεγαστικά δάνεια. Μεταξύ άλλων, απαιτεί από τις τράπεζες να παρέχουν σαφείς πληροφορίες και να διενεργούν διεξοδική αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη πριν χορηγήσουν δάνειο, ώστε να διασφαλίσουν ότι ο πελάτης μπορεί να ανταποκριθεί στις δόσεις​

Όταν ένας όρος κριθεί καταχρηστικός, θεωρείται άκυρος και δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, οι καταχρηστικές ρήτρες «δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, ούτε ο έμπορος (η τράπεζα) μπορεί να βασιστεί σε αυτούς».

Επιπρόσθετα, αν ο καταναλωτής έχει υποστεί οικονομική ζημία λόγω καταχρηστικού όρου (π.χ. έχει καταβάλει χρήματα βάσει ενός άκυρου όρου), η τράπεζα ενδέχεται να υποχρεωθεί να επιστρέψει τα ποσά αυτά.

Στεγαστικά δάνεια στην Ισπανία

Στην πολύκροτη υπόθεση των λεγόμενων “ρητρών δαπέδου” στα ισπανικά στεγαστικά δάνεια, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι όταν ένας όρος κρίνεται άκυρος ως καταχρηστικός, η ακυρότητα αυτή έχει αναδρομική ισχύ: ο όρος θεωρείται σαν να μην υπήρξε ποτέ, και η τράπεζα πρέπει να επιστρέψει όλα τα ποσά που εισέπραξε δυνάμει του άκυρου όρου​.

Με άλλα λόγια, δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη ή στα δικαστήριά τους να περιορίζουν χρονικά τις συνέπειες της ακυρότητας ενός άδικου όρου – η αποκατάσταση του καταναλωτή πρέπει να είναι πλήρης τουλάχιστον μέχρι την ημερομηνία εφαρμογής της Οδηγίας.

Η υπόθεση Aziz αφορούσε έναν δανειολήπτη στην Ισπανία που έχασε το σπίτι του μέσω ταχείας διαδικασίας κατάσχεσης, εξαιτίας όρων στο στεγαστικό του δάνειο. Ο Mohamed Aziz υποστήριξε ότι ένας όρος της σύμβασής του ήταν καταχρηστικός και προσπάθησε να τον ακυρώσει, αλλά το ισπανικό δίκαιο τότε δεν του έδινε αποτελεσματικό τρόπο να το πετύχει ενόσω εξελισσόταν η κατάσχεση​.

Το ΔΕΕ εξέδωσε απόφαση-ορόσημο: έκρινε ότι η ισπανική νομοθεσία παραβίαζε την ευρωπαϊκή οδηγία διότι δεν προστάτευε επαρκώς τον καταναλωτή​.

Συγκεκριμένα, τόνισε ότι ο εθνικός δικαστής οφείλει να μπορεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως (με δική του πρωτοβουλία) να εξετάζει αν υπάρχουν καταχρηστικοί όροι και να λαμβάνει μέτρα, όπως η αναστολή της διαδικασίας εκτέλεσης, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία του πολίτη​.

Η απόφαση Aziz ξεκαθάρισε ότι η έννοια της «σημαντικής ανισορροπίας» πρέπει να αξιολογείται σε σχέση με το τι προβλέπει το εθνικό δίκαιο αν δεν υπήρχε ο επίμαχος όρος: αν ο όρος αφήνει τον καταναλωτή σε χειρότερη θέση απ’ ό,τι ο νόμος, πιθανώς είναι άδικος​.

Επίσης, το ΔΕΕ εξήγησε την έννοια της καλής πίστης: θα ήταν καλόπιστος ένας όρος όταν ο προμηθευτής, ενεργώντας έντιμα, θα μπορούσε εύλογα να περιμένει ότι ο καταναλωτής θα δεχόταν αν τον διαπραγματεύονταν ξεχωριστά​; Αν όχι, τότε πιθανώς παραβιάζει την καλή πίστη.

Υπόθεση Tarcău και εγγυητές

Ιδιαίτερης σημασίας είναι η υπόθεση Tarcău, διότι αφορά τους εγγυητές δανείων. Μπορεί ένα φυσικό πρόσωπο που υπογράφει ως εγγυητής σε ένα δάνειο (που πήρε π.χ. μια εταιρεία) να θεωρηθεί «καταναλωτής» και να τύχει της προστασίας της Οδηγίας 93/13;

Στην περίπτωση του Dumitru και της Ileana Tarcău, το ζευγάρι είχε εγγυηθεί υποχρεώσεις μιας εμπορικής εταιρείας προς τράπεζα. Οι ίδιοι οι εγγυητές δεν ήταν έμποροι, ούτε είχαν επιχειρηματική σχέση με την εταιρεία – ουσιαστικά λειτούργησαν ως ιδιώτες που έβαλαν εγγύηση για τρίτο.

Το ΔΕΕ στην απόφαση Tarcău έδωσε μια πολύ σημαντική απάντηση: ναι, η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ μπορεί να εφαρμοστεί και σε συμβάσεις εγγύησης υπέρ τράπεζας, ακόμη κι αν το πρωτογενές δάνειο αφορά μια εταιρεία, εφόσον ο εγγυητής ενεργεί ως ιδιώτης (εκτός επαγγελματικής δραστηριότητας) και δεν έχει λειτουργικό δεσμό με την εταιρεία​.

Με άλλα λόγια, αν κάποιος γίνεται εγγυητής “φιλικά” ή οικογενειακά, χωρίς να είναι ο ίδιος επιχειρηματίας στο σχετικό πεδίο, τότε απέναντι στην τράπεζα θεωρείται καταναλωτής και δικαιούται προστασία από άδικους όρους.

Η απόφαση Tarcău ουσιαστικά έκλεισε ένα «παραθυράκι» που θα άφηνε απροστάτευτους τους ιδιώτες εγγυητές. Πριν από αυτήν, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η σύμβαση εγγύησης σε εταιρικό δάνειο δεν ήταν καταναλωτική σύμβαση και άρα η προστασία της οδηγίας δεν ίσχυε. Το ΔΕΕ, όμως, ξεκαθάρισε ότι πρέπει να εξετάζεται η ιδιότητα και ο σκοπός κάθε μέρους: η τράπεζα είναι επαγγελματίας, και αν ο εγγυητής είναι απλός ιδιώτης που δεν αποκομίζει επιχειρηματικό όφελος, τότε ως προς αυτή τη σχέση είναι καταναλωτής. Βέβαια, το αν πράγματι ένας εγγυητής είχε τέτοια ιδιότητα (δηλ. αν δεν ενεργούσε επαγγελματικά και χωρίς δεσμό με την εταιρεία) είναι πραγματικό ζήτημα που ελέγχεται από το εθνικό δικαστήριο​.

Η εξίσωση εγγυητή και δανειολήπτη από την απόφαση Tarcău

Η περίπτωση του εγγυητή σε μια δανειακή σύμβαση είναι ιδιαίτερη: ο εγγυητής δεν λαμβάνει ο ίδιος τα χρήματα, αλλά υπόσχεται να πληρώσει αν ο οφειλέτης δεν μπορέσει. Συχνά οι εγγυητές είναι φίλοι ή συγγενείς του δανειολήπτη. Τι συμβαίνει λοιπόν όταν οι όροι της σύμβασης πλήττουν τον εγγυητή; Με βάση όσα αναφέραμε, μετά την απόφαση Tarcău, ο εγγυητής που είναι ιδιώτης προστατεύεται πλέον από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως και ο κύριος δανειολήπτης.

Συνολικά, η απόφαση Tarcău ήταν καθοριστική γιατί εξίσωσε την προστασία του εγγυητή με αυτή του καταναλωτή δανειολήπτη. Πλέον, ένας ιδιώτης εγγυητής μπορεί να επικαλεστεί την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για να αμφισβητήσει άδικες ρήτρες στην εγγυητική του σύμβαση. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο οικονομικούς όρους (π.χ. υπέρμετρη ευθύνη ή παράλογες χρεώσεις σε βάρος του εγγυητή), αλλά και ελλείψεις στη διαδικασία (όπως η μη ενημέρωσή του ή η ανεύθυνη συμπεριφορά της τράπεζας κατά τη χορήγηση του δανείου). Ο εγγυητής, λοιπόν, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση ή την τροποποίηση καταχρηστικών όρων και να απαιτήσει να αντιμετωπιστεί δίκαια, όπως κάθε καταναλωτής.

  • Advocates-Legal Consultants