Ούτε καν το συζητά το Υπουργείο Εργασίας το άνοιγμα νέου σχεδίου ρύθμισης των ληξιπρόθεσμων εισφορών στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων με επιπρόσθετες δόσεις αποπληρωμής.
Αυτό ξεκαθάρισε η Διευθύντρια των Κοινωνικών Ασφαλίσεων Ευαγγελία Γεωργιάδου, μιλώντας χθες στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας, η οποία συζήτησε τρεις προτάσεις νόμου για αύξηση των αριθμού των δόσεων από οφειλέτες εργοδότες και αυτοεργοδοτούμενους.
Όπως είπε η Διευθύντρια των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν δικαιολογείται σήμερα να ισχύσει τέτοια ρύθμιση, λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που καταγράφεται στην Κύπρο. «Όλοι θέλουμε να διατηρηθεί ένα εύρος στο ταμείο και να εισπραχθούν τα οφειλόμενα. Ο νόμος είναι αυστηρός στο θέμα που αφορά τις ημερομηνίες καταβολής των κοινωνικών ασφαλίσεων» σημείωσε.
Παράλληλα, υπέδειξε πως το σχέδιο ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων εφαρμόστηκε πρώτη φορά το 2016 και επαναλήφθηκε το 2021, λόγω της οικονομικής κρίσης και των θεμάτων που προκάλεσε η πανδημία του covid. «Με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες δεν κρίνουμε ότι υπάρχει ανάγκη για νέα σχέδια, γιατί έτσι δημιουργείται και η προσδοκία στους εργοδότες» για χαριστικές διευκολύνσεις, συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με την κ. Γεωργιάδου, από την εφαρμογή των σχεδίων μπήκαν στα κρατικά ταμεία €94,5 εκατ. Είπε, ακόμα, πως το τελευταίο σχέδιο ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, επισημαίνοντας πως σε αυτό συμμετείχαν 600 οφειλέτες. Επιπρόσθετα, τόνισε πως θα πρέπει να ολοκληρωθεί το σχέδιο που τρέχει για να μπορέσει να συζητηθεί νέο σχέδιο. Όπως είπε η κ. Γεωργιάδου, θα μεταφέρει στον υπουργό Εργασίας την πρόθεση των κομμάτων να ρυθμίσουν το θέμα.
Στο μεταξύ, τις επόμενες ημέρες οι υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από αίτημα των βουλευτών, θα προωθήσουν στοιχεία για τον αριθμό των προσώπων που εντάχθηκαν στα δύο σχέδια και πόσοι από αυτούς έχουν εξοφλήσει τις οφειλές τους.
Κόβουν εισφορές και δεν τις καταβάλλουν
Εντύπωση προκάλεσε η αναφορά από τους αρμοδίους πως κάποιοι εργοδότες αποκόπτουν από τους εργοδοτούμενους τους τις κοινωνικές ασφαλίσεις, αλλά δεν τις καταβάλλουν στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. «Ο εργοδότης αποκόπτει από τον μισθό το ποσό και δεν το καταβάλλει στο ταμείο. Λέμε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν αλλά στην πραγματικότητα αποκόπτουν τα προβλεπόμενα ποσά και δεν τα καταβάλλουν στο ταμείο» ξεκαθάρισε η Διευθύντρια των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας Ελένη Συμεωνίδου, ανέφερε πως στην πρόταση δεν καταγράφονται οι λόγοι για τους οποίους χρειάζεται να εφαρμοστεί νέο σχέδιο. Όπως είπε, η πρόθεση των τεσσάρων κομμάτων οδηγεί σε άνιση μεταχείριση αυτούς που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, σε σχέση με αυτούς που δεν είναι.
Οι πρόνοιες των προτάσεων
Οι προτάσεις νόμου κατατέθηκαν από το ΕΛΑΜ, το ΔΗΚΟ, τους Οικολόγους και τη ΔΗΠΑ. Συγκεκριμένα, το ΕΛΑΜ, εισηγείται αύξηση του ανώτατου αριθμού των μηνιαίων δόσεων για εξόφληση των ληξιπρόθεσμων κοινωνικών εισφορών από 54 στις 120. Η πρόταση νόμου του ΔΗΚΟ και των Οικολόγων προβλέπει αύξηση του ανώτατου αριθμού των μηνιαίων δόσεων για εξόφληση ληξιπρόθεσμων κοινωνικών εισφορών, όταν αυτές υπερβαίνουν το ποσό των €50 χιλ., από 54 στις 120. Η πρόταση νόμου της ΔΗΠΑ προβλέπει αύξηση του ανώτατου αριθμού μηνιαίων δόσεων για εξόφληση ληξιπρόθεσμων κοινωνικών εισφορών από 54 σε 100, όταν οι συγκεκριμένες ληξιπρόθεσμες κοινωνικές εισφορές υπερβαίνουν το ποσό των €30 χιλ.
Θέσεις των κομμάτων
Ο πρόεδρος της Επιτροπής και βουλευτής του ΑΚΕΛ Ανδρέας Καυκαλιάς είπε ότι ο Υπουργός Εργασίας δεν απάντησε στα μέλη της Επιτροπής για το νομοσχέδιο με το οποίο θα μπαίνει ΜΕΜΟ και θα δεσμεύονται τραπεζικοί λογαριασμοί σε περίπτωση οφειλών στις κοινωνικές ασφαλίσεις.
Ο βουλευτής του ΔΗΚΟ Πανίκος Λεωνίδου εισηγήθηκε την ετοιμασία κοινής πρότασης νόμου από τα κόμματα για κλιμακωτή αύξηση των δόσεων των οφειλετών. Ο βουλευτής του ΕΛΑΜ Σωτήρης Ιώαννου ανέφερε πως το γεγονός ότι ακόμη τα κόμματα καταθέτουν προτάσεις νόμου σημαίνει πως είναι αναγκαία η ρύθμιση για τις επιχειρήσεις και τους αυτοεργοδοτούμενους.
Ο βουλευτής της ΔΗΠΑ Αλέκος Τρυφωνίδης δήλωσε πως ένα νέο σχέδιο θα συμβάλει στην αύξηση των εσόδων του κράτους και στη μείωση του αριθμού των υποθέσεων που οδηγούνται στα δικαστήρια.