Οι προτάσεις της Κυβέρνησης για τον Φορολογικό Μετασχηματισμό, που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση και αμβλύνουν σειρά προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, ενώ επωφελείται και το ίδιο κράτος.

Η αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος στις 20.500 ευρώ, σε συνδυασμό με τη φορολογική έκπτωση των χιλίων ευρώ για κάθε παιδί και για κάθε γονιό, αλλά και τη διεύρυνση της φορολογικής κλίμακας, αυξάνει την αγοραστική δύναμη του νοικοκυριού, γεγονός που θα συμβάλει στην άμβλυνση του προβλήματος της ακρίβειας.

Παράλληλα, σε συνδυασμό με την αύξηση του επιδόματος τοκετού και της άδειας μητρότητας, η φορολογική αυτή έκπτωση των χιλίων ευρώ είναι ένα έμμεσο κίνητρο για τη βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με την υπογεννητικότητα.

Η φορολογική έκπτωση ύψους 1500 ευρώ για κάθε γονιό για στεγαστικό δάνειο, σε συνδυασμό με τα άλλα κίνητρα που δίνονται για ακριτικές περιοχές, βοηθά κυρίως τα νέα ζευγάρια στην απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Θα ήταν ευχής έργο αν η Κυβέρνηση καταργούσε και την είσπραξη του υποθηκευτικού τέλους ύψους 1%, για στεγαστικά δάνεια πρώτης κατοικίας.  

Μια άλλη φορολογική έκπτωση, ύψους και πάλι 1500 ευρώ, που βοηθά τόσο τα νεαρά ζευγάρια, αλλά έχει και οικονομικό όφελος το κράτος, αφορά τις δόσεις ενοικίου. Τα ενοίκια έχουν εκτοξευθεί στα ύψη και πολλά νεαρά ζευγάρια θα πάρουν οικονομική ανάσα. Παράλληλα, με την υποβολή των αποδείξεων για την καταβολή του ενοικίου, προκειμένου να παραχωρηθεί η φορολογική έκπτωση, το κράτος θα μπορέσει πιο εύκολα να εισπράξει επιπλέον φόρους από όσους δεν δηλώνουν τα εισοδήματά τους από ενοικίαση σπιτιών και διαμερισμάτων.  

Οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα

Προσωπική μου άποψη είναι ότι θα έπρεπε να εισαχθεί και το οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, με την υποβολή κοινής φορολογικής δήλωσης από τους δύο συζύγους. Ποσοστό 48% των εργαζομένων, σχεδόν ο μισός πληθυσμός, έχουν εισόδημα μέχρι 19.500 ευρώ και συνεπώς δεν θα επωφεληθούν από τις φορολογικές εκπτώσεις.

Αν όμως υπήρχε η κοινή φορολογική δήλωση των συζύγων και ένας/μια σύζυγος έχει π.χ. εισόδημα 28.000 ευρώ, η οικογένεια αυτή δεν θα έχανε τις μισές φορολογικές εκπτώσεις.

Η κοινή φορολογική δήλωση των συζύγων θα βοηθούσε και τα νεαρά ζευγάρια που θα ήθελαν να αποκτήσουν περισσότερα από δύο παιδιά και η σύζυγος θα υποχρεωνόταν να μείνει στο σπίτι για 3-4 χρόνια, ή και περισσότερα, αναλόγως του πόσα παιδιά θα ήθελε αυτή η οικογένεια να αποκτήσει.

Με το πρόβλημα της υπογεννητικότητας να γίνεται ολοένα και πιο οξύ (ο μέσος όρος γεννήσεων στην Κύπρο είναι 1,34 παιδιά ανά ζευγάρι, ενώ για να αναπληρωθεί ο γηγενής πληθυσμός θα πρέπει κάθε οικογένεια να αποκτά 2,10 παιδιά), η εισαγωγή του οικογενειακού εισοδήματος για σκοπούς φορολόγησης θα έδινε ένα επιπλέον κίνητρο σε κάποιες οικογένειες να αποκτήσουν περισσότερα παιδιά, αφού θα η παραμονή της μητέρας στο σπίτι για κάποια χρόνια, θα συνεπαγόταν και σημαντική μείωση της φορολογίας της οικογένειας.

Και τούτο γιατί, αν για παράδειγμα το ετήσιο εισόδημα του συζύγου είναι 41,000 ευρώ, αν η σύζυγος μείνει σπίτι για να αποκτήσει 2, 3 ή 4 παιδιά, η οικογένεια αυτή θα πληρώνει ένα σεβαστό ποσό ως φόρο εισοδήματος, ενώ με την εισαγωγή του οικογενειακού εισοδήματος για σκοπούς φορολογίας, δεν θα πληρώνει καθόλου φόρο.

Βεβαίως, υπάρχει και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η μη εισαγωγή του οικογενειακού εισοδήματος είναι ένα κίνητρο για τη γυναίκα να βγει στην αγορά εργασίας.  Θα πρέπει, όμως, να γίνει σεβαστή και η επιθυμία της μητέρας να αναθρέψει η ίδια τα παιδιά της μέχρι μια ηλικία και μετά να εργαστεί, αλλά και το γεγονός ότι σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι είναι εκτός φορολογικής κλίμακας.  

Πέρα από το θέμα της απόκτησης παιδιών, υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών που μένουν σπίτι για άλλους λόγους, όπως η φροντίδα ηλικιωμένων γονιών, ή ενήλικων παιδιών με κάποια αναπηρία, που δεν έχουν πού να τα αφήσουν. Πρέπει να ληφθεί υπόψη και αυτός ο παράγοντας.         

* Πολιτικός Επιστήμονας / Δημοσιογράφος