Θέλουν να μάθουν, θέλουν να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά μαθήματα και σεμινάρια κατάρτισης, αλλά υπάρχουν δυο βασικά εμπόδια που εμποδίζουν τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους να προχωρήσουν: Οικονομικοί και οικογενειακοί λόγοι, που αποτελούν τροχοπέδη για την εξέλιξη των μαθησιακών δραστηριοτήτων τους και της επαγγελματικής τους ανέλιξης.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται ανεκπλήρωτες εκπαιδευτικές ανάγκες και μάλιστα οι Κύπριοι έχουν την πρωτιά στην Ευρώπη, καθώς δηλώνουν ότι οικογενειακοί λόγοι τους εμποδίζουν να συμμετέχουν σε μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης, αν και θα το ήθελαν. Συνοψίζοντας όλα τα στατιστικά δεδομένα, σύμφωνα με συναφή έκθεση της Eurostat, περίπου το ένα τέταρτο των ενηλίκων ηλικίας 25-64 ετών στην Ευρώπη δήλωσαν ότι ήθελαν να συμμετάσχουν περισσότερο στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση, δηλαδή είχαν κάποιες ανεκπλήρωτες ανάγκες επιμόρφωσης. Για αυτήν την ομάδα, οι λόγοι λειτουργικού προγραμματισμού προσδιορίστηκε ως η πιο συχνή αιτία (39,6%). Ο δεύτερος πιο συχνός λόγος αφορούσε το κόστος (28,7%) και ο τρίτος ήταν οι οικογενειακοί λόγοι (26,0%).

Τα οικογενειακά εμπόδια

Τα στοιχεία της Eurostat που παρουσιάζει ο «Φ» δείχνουν ότι οι οικογενειακοί λόγοι που παρεμποδίζουν την επαγγελματική κατάρτιση συγκεντρώνουν ποσοστό 58% στους ερωτηθέντες από την Κύπρο. Συνολικά, οι οικογενειακοί λόγοι αναφέρθηκαν ως το υψηλότερο ποσοστό στην Κύπρο, ακολουθούν η Αυστρία με 40,9% και η Ολλανδία με 38,8%, αν και αυτό δεν ήταν το πιο συχνό αναφερόμενο εμπόδιο στις δυο τελευταίες χώρες.

Στις υπόλοιπες χώρες, το ποσοστό επίκλησης οικογενειακών λόγων είναι: Τσεχία 32%, Γερμανία 27%, Εσθονία 17%, Ισπανία 36%, Κροατία 35%, Λετονία 24%, Μάλτα 38%, Πολωνία και Πορτογαλία 26%, Σλοβενία 24%, Σλοβακία 28%, Ελλάδα 23%, Φινλανδία 19%.

Το κόστος για κατάρτιση

Το δεύτερο βασικό εμπόδιο για τη συμμετοχή στην περαιτέρω εκπαίδευση και κατάρτιση είναι το κόστος για αυτή τη διαδικασία. Αυτό ήταν το δεύτερο πιο συχνό εμπόδιο σε 11 χώρες της ΕΕ. Η Ολλανδία είχε το υψηλότερο ποσοστό επίκλησης αυτής της δυσκολίας, με 52,6%, ακολουθούν Ρουμανία με 42,2% , Αυστρία με 39,7%, Ιταλία 35%, Λετονία 31%, Πορτογαλία 27%, Σλοβενία 25%, Σλοβακία 23%. Αντίθετα, οι χώρες της ΕΕ με το χαμηλότερο ποσοστό επίκλησης του κόστους ήταν η Τσεχία (5,1%), η Πολωνία (15,5%) και το Βέλγιο (16,7%). Στην Κύπρο το ποσοστό για αυτό τον λόγο είναι 21%.

Προγραμματισμός και διευθετήσεις

Ο σωστός προγραμματισμός για κατάρτιση, μαζί με την ικανοποίηση άλλων αναγκών, αναδείχθηκε ως το μεγαλύτερο εμπόδιο σε 18 χώρες της ΕΕ, μπροστά από άλλους παράγοντες, όπως το κόστος, οι οικογενειακές ευθύνες ή η απόσταση. Το υψηλότερο ποσοστό σε αυτή την κατηγορία είχε η Αυστρία 68,4%, ακολουθούν Μάλτα με 64,4%, Λετονία 56%, Βουλγαρία με 62,1%, Ιταλία 45%, Κύπρος 40%, Πορτογαλία 46%, Σλοβενία 46%, Σλοβακία 43%. Οι χώρες που ανέφεραν τις λιγότερες συγκρούσεις προγραμματισμού ήταν η Τσεχία (11,5%), η Φινλανδία (16,5%) και η Πολωνία (23,3%).

Η έλλειψη κατάλληλων προσφορών κατάρτισης δεν αναφέρθηκε σε καμία χώρα ως ο συχνότερος λόγος για τη μη συμμετοχή στην εκπαίδευση ενηλίκων. Το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που ανέφεραν «καμία κατάλληλη προσφορά κατάρτισης» ήταν στην Αυστρία (32,0%), ακολουθεί η Σουηδία (24,9%) και η  Ολλανδία (23,7%). Οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά ήταν η Ρουμανία (4,9%) και η Ιρλανδία (8,0%), ενώ στην Κύπρο το ποσοστό ήταν 15%.

Μετ’ εμποδίων

Η Eurostat αναφέρει στην έκθεσή της ότι, εξετάζοντας τους ενήλικες στην ΕΕ που ήθελαν να συμμετάσχουν σε μαθήματα κατάρτισης ή εκπαίδευσης, αλλά δεν συμμετείχαν λόγω εμποδίων, εντοπίζει ότι είναι πιο πιθανό αυτοί να είναι γυναίκες, νέοι ή άτομα με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Λαμβάνοντας υπόψη την κατανομή ανά φύλο, το 20,6% των γυναικών ήθελε να συμμετάσχει αλλά αντιμετώπισε δυσκολίες, σε σύγκριση με 17% των ανδρών.

Όσον αφορά την ηλικία, το ποσοστό ατόμων των ηλικιών 25-34 (26,1%) που ήθελαν να συμμετάσχουν αλλά αντιμετώπισαν δυσκολίες ήταν υπερδιπλάσιο από αυτό των 55-64 ετών (12,6%). Όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο, το 23,8% με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης ήθελε να συμμετάσχει αλλά αντιμετώπισε δυσκολίες, ενώ ήταν μόνο 17,1% για όσους είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.

Το ποσοστό όσων ήθελαν να συμμετάσχουν αλλά δεν το συμμετείχαν λόγω εμποδίων ήταν επίσης σχετικά υψηλό για όσους είχαν μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης με γενικό προσανατολισμό (20,9%) ενώ ήταν μόνο 17,6% για εκείνους με μεσαίο επίπεδο εκπαίδευσης με επαγγελματικό προσανατολισμό.

Ήθελαν αλλά όχι πολύ

Ακόμη ένα σημαντικό στοιχείο της έρευνας που διενήργησε η Eurostat, είναι το γεγονός ότι το 42,4% των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών δεν συμμετείχε και δεν ήθελε να συμμετάσχει στην εκπαίδευση ενηλίκων, ενώ ένα άλλο 30,4% συμμετείχε αλλά δεν ήθελε να συμμετάσχει περισσότερο.

Αντίθετα, περισσότεροι από το ένα τέταρτο των ενηλίκων (25,9%) είχαν ανεκπλήρωτες ανάγκες κατάρτισης καθώς δήλωσαν ότι ήθελαν να συμμετάσχουν (περισσότερο) στην εκπαίδευση και την κατάρτιση τους τελευταίους 12 μήνες. Για το 75,9% του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 25-64 ετών που δεν ήθελε να συμμετάσχει (περισσότερο) στην εκπαίδευση και την κατάρτιση, ο κύριος λόγος είναι ότι δεν είχαν τέτοια ανάγκη.

Το υψηλότερο ποσοστό, 97,7%, καταγράφηκε στη Βουλγαρία, ακολουθεί η Λιθουανία (91,0%), η  Γερμανία (89,6%) και η  Γαλλία (89,1%). Στην Κύπρο το ποσοστό ήταν 72,9%. Το ποσοστό ήταν κάτω του 50% σε δύο μόνο χώρες, την Ελλάδα (49,6%) και την Ολλανδία (40,8%). Σε όλες τις χώρες της ΕΕ (εκτός από την Εσθονία), το ποσοστό των ανδρών που δήλωσαν ότι δεν χρειάζεται να συμμετάσχουν (περισσότερο) στην εκπαίδευση και την κατάρτιση ήταν υψηλότερο από ό,τι για τις γυναίκες. Στην Κύπρο το ποσοστό των ανδρών ήταν 76,5% και των γυναικών 68,9%.

Λιγότερη εκπαίδευση σημαίνει χαμηλότεροι μισθοί

Η Eurostat εξηγεί μέσα από την έκθεσή της ότι οι ενήλικες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και έλλειψη δεξιοτήτων είναι πιο πιθανό να κερδίζουν χαμηλότερους από τους μέσους μισθούς και είναι πιο ευάλωτοι στην επισφαλή φύση της αγοράς εργασίας.

Αυτά τα άτομα συχνά υποφέρουν από έλλειψη βασικών δεξιοτήτων, που θεωρούνται όλο και περισσότερο ως απαραίτητες για μια σύγχρονη οικονομία: αλφαβητισμός, αριθμητική και τεχνολογικές δεξιότητες (ψηφιακός γραμματισμός).

Πράγματι, σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από τεχνολογικές αλλαγές και πιο επισφαλείς ευκαιρίες απασχόλησης, γίνεται όλο και πιο απίθανο οι άνθρωποι να βασίζονται στις δεξιότητες που αποκτούν στο σχολείο/πανεπιστήμιο για να τις διαρκέσουν μέχρι το τέλος της επαγγελματικής τους ζωής.

Οι στρατηγικές διά βίου μάθησης συνεπάγονται επένδυση σε ανθρώπους και γνώση – προώθηση της απόκτησης βασικών δεξιοτήτων και παροχή ευκαιριών για καινοτόμες, πιο ευέλικτες μορφές μάθησης.

Στόχος τους είναι να παρέχουν σε άτομα όλων των ηλικιών ίση πρόσβαση σε ευκαιρίες μάθησης υψηλής ποιότητας και σε ποικίλες μαθησιακές εμπειρίες που έχουν σχεδιαστεί για να αυξήσουν την απασχοληση, την κοινωνική ένταξη και την ενεργό συμμετοχή στα κοινά. Η επένδυση σε δεξιότητες ενηλίκων έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την ποιότητα ζωής ενός ατόμου αυξάνοντας τα πιθανά κέρδη, αυξάνοντας την εργασιακή του ικανοποίηση και τις ευκαιρίες εργασίας ή προάγοντας την κοινωνική του κινητικότητα.

Η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία εξηγεί ότι η τυπική εκπαίδευση και κατάρτιση ορίζεται ως «η εκπαίδευση που είναι θεσμοθετημένη μέσω δημόσιων οργανισμών και αναγνωρισμένων ιδιωτικών φορέων και – στο σύνολό τους – αποτελεί το επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα μιας χώρας. Η τυπική εκπαίδευση αποτελείται κυρίως από αρχική εκπαίδευση. Η επαγγελματική εκπαίδευση, η ειδική εκπαίδευση και ορισμένα τμήματα εκπαίδευσης ενηλίκων συχνά αναγνωρίζονται ως μέρος του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος.