Δυο βδομάδες έχουν απομείνει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας για καταχώριση των εργαζομένων και των όρων εργασίας τους στο σύστημα Εργάνη και η όλη διαδικασία φαίνεται να προχωρεί με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται τις επόμενες μέρες να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραχώρησης παράτασης.
Ωστόσο, προτού ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση, οι αρμόδιοι φορείς θέλουν να διαπιστώσουν πώς προχωρεί η διαδικασία από τα λογιστικά και ελεγκτικά γραφεία, τα οποία έχουν αναλάβει την απογραφή αρκετών πελατών τους, καθώς επίσης και οι ομαδικές καταχωρίσεις που θα γίνουν από τις μεγάλες εταιρείες.
Μιλώντας στο κρατικό ραδιόφωνο (Πρωινό Δρομολόγιο), ο διευθυντής του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας Άντης Αποστόλου τόνισε ότι μέχρι σήμερα έχουν απογραφεί κοντά στις 70.000 εργαζόμενοι, αριθμός ο οποίος σύμφωνα με τον κ. Αποστόλου είναι κοντά στο 20% της υπολογιζόμενης καταγραφής. Δεδομένου λοιπόν ότι απομένουν μόλις δύο βδομάδες και έχει απογραφεί μόνο το 20%, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η όλη διαδικασία προχωρεί με αργούς ρυθμούς και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην προλάβουν όλοι οι εργοδότες τα χρονοδιαγράμματα.
Όσον αφορά στην ευρύτερη αναστάτωση που προκλήθηκε στην αγορά εξαιτίας της συγκεκριμένης διαδικασίας, ο κ. Αποστόλου σχολίασε πως κάθε αλλαγή προκαλεί δυσκολίες και ανησυχίες, οι οποίες σταδιακά περιορίζονται. Όσοι δεν βλέπουν καλοπροαίρετα τη διαδικασία, όπως και κάθε αλλαγή, πάντα θα βλέπουν προβλήματα, ανέφερε. Πρόσθεσε ότι μέρα με τη μέρα η διαδικασία γίνεται πιο κατανοητή από τους χρήστες και οι φωνές λιγοστεύουν, καθώς καταβλήθηκαν και καταβάλλονται προσπάθειες για διευκρινίσεις και πληροφορίες που ζητούνται. Υπενθύμισε ότι έχουν γίνει μεγάλες ενημερωτικές συγκεντρώσεις στο ΚΕΒΕ και στην ΟΕΒ, με τις συντεχνίες, με επαγγελματικούς συνδέσμους και έχουν ενημερωθεί αρκετές χιλιάδες εργοδότες. Φαίνεται ότι μέρα με τη μέρα είναι πολύ πιο κατανοητό αυτό που ζητάμε, είπε.
Ο κ. Αποστόλου επισήμανε ακόμα ότι όποιος δοκιμάσει το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ θα διαπιστώσει ότι η όλη διαδικασία δεν διαρκεί για κάθε εργοδοτούμενο πέραν των 10- 20 λεπτών, ιδιαίτερα για όσους χρησιμοποιούν ήδη το σύστημα, καθώς από το 2021 κάθε νέα πρόσληψη πρέπει να καταχωρείται.
Κληθείς να σχολιάσει την απορία που διατύπωσε αρκετός κόσμος, κατά πόσο δηλαδή στο σύστημα καταχωρούνται όλοι οι εργαζόμενοι, ακόμα και οι οικιακές βοηθοί, ο κ. Αποστόλου διευκρίνισε ότι ουδείς εξαιρείται από την υποχρέωση αυτή, ούτε οι εργοδότες οικιακών βοηθών. Το ίδιο το σύστημα, είπε, προσφέρει καθοδήγηση για τυχόν απορίες, οι οποίες μπορούν να επιλυθούν και μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ενώ κάποια προβλήματα που παρουσιάστηκαν αρχικά έχουν ήδη επιλυθεί, συμπλήρωσε.
Όπως προκύπτει, το σημείο που εξετάζεται και στο οποίο δίνουν ιδιαίτερη σημασία οι αρμόδιοι φορείς, αφορά στις μεγάλες εταιρείες και τα λογιστικά γραφεία. Όπως εξήγησε ο κ. Αποστόλου, εκκρεμούν καταχωρίσεις από αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις που θα γίνουν ομαδικά καθώς το σύστημα δίδει τη συγκεκριμένη δυνατότητα. Παράλληλα, πρόσθεσε, αυτό που εξετάζεται είναι η θέση αρκετών λογιστικών και ελεγκτικών γραφείων με αρκετούς πελάτες που πρέπει να προχωρήσουν στην απογραφή. «Αυτό είναι το μεγαλύτερο θέμα, ο όγκος εργασίας δηλαδή που έχουν κληθεί κάποια γραφεία να εξυπηρετήσουν. Όλα αυτά είναι υπόψη μας και μέσα στις επόμενες μέρες ανάλογα το πως θα προχωρήσει η όλη διαδικασία θα είμαστε σε θέση να δούμε εάν θα αποφασιστεί οποιαδήποτε παράταση».
Εξάλλου, σε προ ημερών δήλωση της, η κ. Στέλλα Μουσιούττα, Υπεύθυνη του Χαρτοφυλακίου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο εντάσσεται στο Συμβούλιο Παρακολούθησης του Κυβερνητικού Έργου του ΔΗΣΥ, ανέφερε για το συγκεκριμένο θέμα ότι η ασφυκτική προθεσμία και η ελλιπής ενημέρωση, έχουν δημιουργήσει σημαντικές δυσκολίες συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα πολλοί εργοδότες να κινδυνεύουν με πρόστιμα. Ως εκ τούτου, κάλεσε τον αρμόδιο υπουργό: (1) Να εξετάσει το ενδεχόμενο παράτασης του χρονοδιαγράμματος. (2) Να αναθεωρήσει κάποιες κατηγορίες εργοδοτών, όπως για παράδειγμα, εργοδοτών οικιακών βοηθών και (3) Να μελετήσει την απλοποίηση της διαδικασίας και του συστήματος. Όπως εξήγησε, με αυτόν τον τρόπο, θα διασφαλιστεί η εύρυθμη εφαρμογή του διατάγματος, περιορίζοντας την αχρείαστη γραφειοκρατία και προστατεύοντας τα δικαιώματα εργοδοτών και εργαζομένων.