Το 2023, το 8,1% του πληθυσμού της ΕΕ, ηλικίας 0 έως 64 ετών, ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας. Στο Βέλγιο καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό (10,5%) και στη Μάλτα το χαμηλότερο (3,6%).
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat δεν είναι τόσο άσχημα για την Κύπρο, αν ληφθεί υπόψη ότι η χώρα βρίσκεται στην πεντάδα με τα χαμηλότερα ποσοστά της Ευρώπης και «μόνο» το 4,4% του πληθυσμού ζούσε -το 2023- σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας, αν και σημειώθηκε οριακή άνοδος του ποσοστού κατά 0,3% από το 2022.
Η ένταση εργασίας αντανακλά στο πόσο έχουν εργαστεί όλα τα μέλη του νοικοκυριού που βρίσκονται σε ηλικία εργασίας, σε σύγκριση με τις δυνατότητές τους. Γενικά, όσο μεγαλύτερη είναι η ένταση εργασίας μέσα σε ένα νοικοκυριό (όσο πιο κοντά βρίσκονται οι άνθρωποι στην πλήρη απασχόληση), τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να βρεθεί η οικογένεια σε κίνδυνο φτώχειας.
Η ένταση εργασίας διακρίνεται σε τρία επίπεδα, που κυμαίνονται από πολύ χαμηλό, μεσαίο και πολύ υψηλό. Μετά τη Μάλτα, που έχει το χαμηλότερο ποσοστό, ακολουθεί η Σλοβενία 3,8% , το Λουξεμβούργο 3,9%, η Πολωνία 4% και η Κύπρος 4,4%. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι διπλάσιο από την Κύπρο και 8,2% του πληθυσμού ηλικίας 0 ως 64 ετών ζούσε σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας, αλλά το σημαντικό είναι ότι σημειώθηκε μείωση 1,2% σε σχέση με το 2022.
Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στη Βουλγαρία (1,6%), στη Φινλανδία (1,5 %.), στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα (και οι δύο κατά 1,2%). Αυξήσεις παρατηρήθηκαν σε 10 χώρες της ΕΕ, με τις μεγαλύτερες στη Δανία και τη Ρουμανία (και οι δύο 1%), τη Σλοβακία (0,8%), την Πορτογαλία (0,7 %) και την Τσεχία (0,6%).
Οι άνδρες και τα άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είχαν, κατά μέσο όρο, περισσότερες πιθανότητες να ζήσουν σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας το 2023. Όταν αναλύθηκε ανά φύλο, η πολύ χαμηλή ένταση εργασίας στην ΕΕ ήταν υψηλότερη για τους άνδρες από ό,τι για τις γυναίκες (8,3% και 7,7%, αντίστοιχα). Επιπλέον, αρκετές άλλες περιφέρειες εντός της ΕΕ ανέφεραν αυξημένα ποσοστά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας, που ξεπερνούν το 19,0%. Αυτές οι περιοχές περιλάμβαναν τη La Réunion και τη Γουαδελούπη (Γαλλία), τη Βρέμη (Γερμανία), την επαρχία Hainaut (Βέλγιο), το Βένετο (Ιταλία) και τη Ciudad de Melilla (Ισπανία).
Αντίθετα, όλες οι περιφέρειες στη Σλοβενία είχαν μερίδιο κάτω του 5,0%. Σημαντικές διαπεριφερειακές ανισότητες σε πολύ χαμηλά ποσοστά έντασης εργασίας παρατηρήθηκαν στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Γερμανία, με διακυμάνσεις που ξεπερνούν το 18%.
Η Σλοβενία, η Φινλανδία και η Ιρλανδία είχαν διαπεριφερειακές διαφορές μικρότερες από 2,5%. Το 2023, το ποσοστό του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 0 έως 64 ετών που ζούσε σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας ήταν 6,6% για τα άτομα που ζούσαν σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, σε σύγκριση με 10,5% για τα νοικοκυριά χωρίς εξαρτώμενα παιδιά αντικατοπτρίζοντας μια διαφορά 3,9%.
Στην Κύπρο το ποσοστό του πληθυσμού που ζούσε σε νοικοκυριά πολύ χαμηλής έντασης εργασίας ήταν 7,3% για τα άτομα που ζούσαν σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά, σε σύγκριση με 3,2% για τα νοικοκυριά χωρίς εξαρτώμενα παιδιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η παρουσία εξαρτώμενων παιδιών είχε επίδραση στο μερίδιο του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση εργασίας στη Δανία και την Ελλάδα: τα ποσοστά ήταν αντίστοιχα 10,1%. και 8,9% χαμηλότερα για τα άτομα που ζούσαν σε νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά.