Στη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ), Δρ. Γιώργος Θεοχαρίδης, παρουσίασε τον προϋπολογισμό της ΕΚΚ για την τριετία 2025-2027, εστιάζοντας στις στρατηγικές προτεραιότητες και προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο χρηματοοικονομικός τομέας.

Ο κ. Θεοχαρίδης σημείωσε ότι οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, η ψηφιακή μετάβαση και οι βιώσιμες επενδύσεις θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τις κεφαλαιαγορές. Παρά τις προκλήσεις, ο τομέας των επενδυτικών υπηρεσιών στην Κύπρο παρουσιάζει ανάπτυξη, υπογραμμίζοντας τον ρόλο του στην ενίσχυση της κυπριακής οικονομίας.

Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της ΕΚΚ, ο αριθμός των εποπτευόμενων οντοτήτων κατέγραψε αύξηση 11,8% την τελευταία πενταετία, φτάνοντας τις 834 στο τέλος του 2024. Επιπλέον, το ενδιαφέρον για τον κανονισμό MiCA (Markets in Crypto-Assets) αναδεικνύει την Κύπρο ως ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.

Ψηφιακή μετάβαση και βιωσιμότητα

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η εφαρμογή κανονισμών όπως το DORA (Digital Operational Resilience Act) βρίσκονται στο επίκεντρο των δράσεων της ΕΚΚ. Η Αρχή επενδύει σε εξειδικευμένα συστήματα για την προληπτική εποπτεία και την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας. Παράλληλα, επιδιώκει την καθιέρωση της Κύπρου ως fintech hub, με έμφαση στην καινοτομία και την εκπαίδευση εξειδικευμένου προσωπικού.

Εποπτικοί έλεγχοι και συμμόρφωση

Ο Δρ. Θεοχαρίδης ανέφερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια η ΕΚΚ επέβαλε διοικητικά πρόστιμα ύψους €7,9 εκατ., με στόχο την πλήρη συμμόρφωση των εποπτευόμενων. Παράλληλα, η ΕΚΚ υλοποιεί δράσεις χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού, ενισχύοντας την εκπαίδευση επενδυτών μέσω ενημερωτικών εκστρατειών και εκπαιδευτικών υλικών.

Προϋπολογισμός και προοπτικές

Οι συνολικές δαπάνες της ΕΚΚ για το 2025 ανέρχονται σε €17,5 εκατ., εστιάζοντας σε αποδοχές προσωπικού και τεχνολογική αναβάθμιση. Τα προβλεπόμενα έσοδα ανέρχονται σε €15,5 εκατ., ενώ από το 2026 αναμένεται περαιτέρω αύξηση λόγω νέας τιμολογιακής πολιτικής.

Ολοκληρώνοντας, ο Πρόεδρος της ΕΚΚ τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της Αρχής με ανθρώπινους και τεχνολογικούς πόρους, προκειμένου να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της αγοράς και η θέση της Κύπρου ως διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο.