Αν και αδιανόητο σήμερα ή λιγότερο γνωστό, αν γυρίσουμε τον χρόνο πίσω θα θυμηθούμε πως ο Κύπριος δανειολήπτης πλήρωνε το υψηλότερο επιτόκιο όταν η χώρα μπήκε στην Ευρωζώνη το 2008 και οι καταθέτες έζησαν χρυσές εποχές στις αποδόσεις των χρημάτων τους, καθώς με τους τόκους που εισέπρατταν έκαναν νέο κομπόδεμα.

Επειδή το θέμα κόστους δανεισμού και επιτοκίων που προσφέρουν οι τράπεζες στους καταθέτες είναι σχεδόν πάντα στην πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας τα τελευταία χρόνια, το ερώτημα είναι πότε οι Κύπριοι ήταν ευνοημένοι από τις πολιτικές τραπεζών, είτε όταν δανείζονταν χρήματα (δάνεια) είτε όταν έδιναν χρήματα στις τράπεζες (καταθέτες) και έπαιρναν τόκο, ακόμη και 6%.

Και επειδή σε τέσσερις μέρες (30 Ιανουαρίου) συνεδριάζει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ για να αποφασίσει κατά πόσο θα προχωρήσει σε νέα μείωση επιτοκίου, μια αναδρομή στο παρελθόν έχει μια ιδιαίτερη αξία, για να δούμε πότε ήταν οι καλύτερες και πότε οι χειρότερες εποχές για τους πελάτες των τραπεζών.

Οι παλιές καλές μέρες

Αδιαμφίσβητα, η καλύτερη χρονιά των καταθετών, όταν τα χρήματα «αυγάτιζαν» στις τράπεζες, ήταν το 2008, με το μέσο επιτόκιο που προσέφεραν οι τράπεζες για καταθέσεις νοικοκυριών διάρκειας ενός έτους στο 6,03% και των επιχειρήσεων στο 4,81%. Τέτοιο ύψος επιτοκίων οι καταθέτες δεν πρόκειται να δουν για τα επόμενα 10 ή 20 χρόνια, αν οι τράπεζες διατηρήσουν την υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχουν και ουσιαστικά τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα έχουν την ανάγκη να πληρώσουν υψηλό τόκο για να προσελκύσουν καταθέσεις.

Τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων δείχνουν εν μέρει τις στρεβλώσεις που υπήρχαν εκείνη την εποχή στο σύστημα και την ανάγκη μερικών τραπεζών να αντλήσουν ρευστότητα, πληρώνοντας υψηλά επιτόκια στους πελάτες τους και οδηγώντας τις αποδόσεις στα ύψη.

Από τα ψηλά στα χαμηλά

Μπορεί το επιτόκιο 6% να μην κράτησε για πολύ αλλά ούτε η επόμενη χρονιά δεν άφησε χωρίς κέρδος τους καταθέτες. Από το 2009 μέχρι το 2012, το μέσο επιτόκιο για καταθέσεις νοικοκυριών προθεσμίας ενός έτους ήταν ιδιαίτερα ελκυστικό, αν και άρχισε σταδιακά η αποκλιμάκωσή του.

Τέλος του 2009 ήταν 4,13%, το 2010 πήγαν στο 3,98%, το 2011 στο 4,25% και το 2012 στο 4,52%.

Παρόμοια εικόνα και στον μέσο όρο επιτοκίου καταθέσεων από επιχειρήσεις, το οποίο διαμορφώθηκε το 2009 στο 2,86%, το 2010 στο 3,25%, το 2011 στο 3,71% και το 2010 στο 4,10%.

Το 2013, ιστορική χρονιά για το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου λόγω του κλυδωνισμού στο τραπεζικό σύστημα και την έναρξη της μνημονιακής περιόδου και του κουρέματος των καταθέσεων, το μέσο επιτόκιο για καταθέσεις νοικοκυριών υποχώρησε στο 2,23%, τέλος του 2014 στο 2,63%, το 2015 στο 1,54%, το 2016 στο 1,47% και το 2017 στο 1,17%.

Από το 2018 μέχρι και τέλος Αυγούστου του 2023 είναι η πενταετία που οι καταθέτες – νοικοκυριά έπαιρναν ψίχουλα και συνειδητοποιήθηκε ότι η εποχή των επιτοκίων 6% είχε περάσει ανεπιστρεπτί.

Για την περίπτωση των καταθέσεων από επιχειρήσεις η κατάσταση ήταν ακόμη πιο δύσκολη, γιατί τη συγκεκριμένη περίοδο είδαν και αρνητικές επιδόσεις στις καταθέσεις τους ή στην καλύτερη περίπτωση μηδενικές ή οριακά πιο πάνω από το 0%.

H συνέχεια λίγο-πολύ είναι γνωστή, εν μέσω έντονων πολιτικών αντιδράσεων και πιέσεων προς τις τράπεζες. Τον Σεπτέμβριο του 2023 έγινε η αρχή για κάπως μεγαλύτερες αποδόσεις στις καταθέσεις νοικοκυριών, από το 1,59%, για να φθάσει τον Νοέμβριο του 2024 στο 1,70%. Στις καταθέσεις επιχειρήσεων η εικόνα των αποδόσεων είναι λίγο καλύτερη και η άνοδος αρχίζει από τον Μάϊο του 2023 με μέσο όρο 1,19%, κορυφώνεται τον Φεβρουάριο του 2024 στο 2,53% και υποχωρεί τον Νοέμβριο του 2024 στο 1,99%.

Πλήρωσαν πολύ ακριβά τις δόσεις

Μπορεί οι δανειολήπτες να είχαν… καλομάθει στα αρνητικά επιτόκια της ΕΚΤ αλλά υπήρχαν και εποχές που χρυσοπλήρωναν τις δόσεις των δανείων τους. Τον Ιούλιο του 2012 η ΕΚΤ υιοθετεί για πρώτη φορά το μηδενικό επιτόκιο. Τον Ιούνιο του 2014 περνάει το βασικό της επιτόκιο σε αρνητικό έδαφος και αυτό ήταν το μεγαλύτερο δώρο για τους δανειολήπτες.

Το πάρτι των χαμηλών επιτοκίων κράτησε μέχρι τις 11 Ιουλίου 2022, όταν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ αύξησε τα επιτόκια, σε μια προσπάθεια να μειώσει τον πληθωρισμό. Μπορεί οι πολίτες και οι πολιτικοί να διαμαρτύρονται για το υψηλό κόστος χρήματος, αλλά αυτό εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο (για νέα δάνεια και όχι για υφιστάμενα), με βάση τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας, σε σχέση με το 2008, όταν η Κύπρος μπήκε στην Ευρωζώνη και μέχρι το 2012.

Για παράδειγμα, το μέσο στεγαστικό επιτόκιο το 2008 ήταν 6,5%, το 2009 στο 5%, το 2010 στο 5,16%, το 2011 στο 5,73% και τον Δεκέμβριο του 2012 στο 5,32%. Ήταν τα ψηλότερα επιτόκια που έχουν επιβαρυνθεί οι Κύπριοι δανειολήπτες, που ήταν ακόμη πιο ακριβά από την εποχή του μνημονίου το 2013, παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το τραπεζικό σύστημα. Το Δεκέμβριο του 2013 το μέσο στεγαστικό επιτόκιο ήταν 4,67% και μειώθηκε στο 3,04% τον Δεκέμβριο του 2016.

Από το 2017 το κόστος για την απόκτηση στεγαστικού δανείου μειώθηκε στο 2,53% και κρατήθηκε στα ίδια επίπεδα μέχρι τον Αύγουστο του 2022. Στη συνέχεια, οι αυξήσεις ήταν μικρές και η πρώτη ουσιαστική διαφορά προς τα πάνω φάνηκε τον Αύγουστο του 2023, που αυξήθηκε στο 4,23% και κορυφώθηκε τον Ιανουάριο του 2024 στο 5,19%.

Τον Νοέμβριο του 2024, που είναι και τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Κεντρικής, το επιτόκιο που αφορά νέα δάνεια για αγορά κατοικίας είναι στο 4,50%, πιο κάτω από την εποχή του μνημονίου και καμία σχέση με το 2008, που είχε αγγίξει το 6,5%. Ωστόσο, χρειάζεται ακόμη δρόμος ώστε το μέσο στεγαστικό επιτόκιο να φθάσει στα επίπεδα του 2,5%, να μειωθεί δηλαδή 2% από τα τρέχοντα επίπεδα.

Όλα εξαρτώνται από τις αποφάσεις της ΕΚΤ

Την 1η Ιανουαρίου του 1999 εισάγεται (ακόμη σε άυλη μορφή) το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ.

Μαζί με αυτό κάνουν την εμφάνισή τους τα επιτόκια της ΕΚΤ, τα οποία είχαν διαμορφωθεί ως εξής: 2% το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων, 3% της πράξης κύριας αναχρηματοδότησης και 4,5% της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης.

Η ΕΚΤ τον Οκτώβριο του 2000 αυξάνει το επιτόκιό της στο 3,75%, επίπεδο σχεδόν διπλάσιο από το 2% του αρχικού του καθορισμού. Διατηρείται σε αυτό το επίπεδο έως τον Μάιο του 2001.
Σε κάτι περισσότερο από ένα χρόνο, τον Ιούνιο του επόμενου έτους, το ορίζει σε ιστορικό χαμηλό (εκείνη την εποχή), στο 1% κι εκεί θα μείνει έως τα τέλη του 2005 και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο, όταν το ανεβάζει στο 1,25% και συγχρόνως ανοίγει έναν νέο ανοδικό κύκλο.

Θα φθάσει τον Ιούλιο του 2008 στο 3,25%. Η χρηματοπιστωτική κρίση του διαστήματος 2007/09 είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της. Από τον Ιούλιο του 2008 και το 3,25% τον Απρίλιο του 2009 το βασικό επιτόκιο έχει διαμορφωθεί σε νέο ιστορικό στο 0,25%.

Δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2011, από το 0,25% το επιτόκιο αυξάνεται στο 0,50% και Ιούλιο του ίδιου έτους στο 0,75%. Τον Ιούλιο του 2012 η ΕΚΤ υιοθετεί για πρώτη φορά το μηδενικό επιτόκιο. Τον Ιούνιο του 2014 περνάει το βασικό της επιτόκιο σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά στο -0,10%. Τον Σεπτέμβριο του 2019 η ΕΚΤ μειώνει το επιτόκιό της στο -0,50%. Εκείνο τον μήνα, ο πληθωρισμός έτρεξε με ρυθμό 0,8%.

Σε λίγους μήνες χτύπησε τον κόσμο η πανδημία και δεν άφησε περιθώριο ούτε να σκεφτούν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ για κάποια αύξηση των επιτοκίων. Η ιστορία για τη μείωση του πληθωρισμού είναι γνωστή και τον Ιούλιο του 2022 έγινε η πρώτη αύξηση, που τερμάτισε και την εποχή των αρνητικών επιτοκίων.