Μια ποιήτρια που κατά παράδοξο τρόπο γράφει ως μυθιστοριογράφος. Έτσι περιγράφει τον εαυτό της η Ελένη Κεφάλα, που στην 3η της συλλογή «Direct Orient» ακολουθεί μια μετανάστρια που το 1973 διασχίζει με το τρένο την Ευρώπη για να φτάσει στην Αθήνα. Ποίηση με φόντο την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία, όπου οι ρυθμοί, οι υφές και τα χρώματα του Έπους του Γκιλγκαμές συνυφαίνονται με εκείνα της αναγεννησιακής ποίησης της Κύπρου και της Κρήτης, ενώ ή αστυνομική λογοτεχνία συναντά το δημοτικά τραγούδια και τις ποιήτριες της αρχαιότητας.
–Πώς θα λέγατε ότι εξελίχθηκε η ποιητική σας φωνή από το πρώτο σας βιβλίο «Μνήμη και παραλλαγές» έως το «Direct Orient»; Θα έλεγα σ’ ένα πλαίσιο συνθετικής ή μυθιστορηματικής ποίησης. Αν και το λιγότερο «συνθετικό» από τα τρία μου βιβλία, το «Μνήμη και παραλλαγές» (Πλανόδιον 2007) ακολουθεί αυτή τη λογική, αφού χρησιμοποιεί τη δομή του αρχαίου δράματος, δηλαδή έχει πρόλογο, πάροδο, επεισόδια, στάσιμα και έξοδο. Στη «Χρονορραφία» (Νεφέλη 2013) έφτιαξα διάφορες ιστορίες που τις «έσπασα» και τις σκόρπισα σαν αφηγηματικά θραύσματα σε όλο το βιβλίο. Στο «Direct Orient» (Περισπωμένη 2024) η μυθιστορηματική διάσταση είναι ακόμη πιο έκδηλη. Αν η «Χρονορραφία» είναι ένα βιβλίο όπου οι βασικοί χαρακτήρες είναι άντρες, το «Direct Orient» είναι ένα βιβλίο γυναικών- από τη μορφή της μάνας και της γιαγιάς μέχρι τις ποιήτριες της ελληνικής αρχαιότητας και την Ενχεντουάννα, την αρχαιότερη γνωστή συγγραφέα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που έζησε στη Μεσοποταμία στο τέλος του 24ου αιώνα π.Χ. και που στο «Direct Orient» λειτουργεί ως το alter ego της αφηγήτριας. Οι ιστορίες τους υφαίνονται μαζί με εκείνη του Γκιλγκαμές, του κεντρικού ήρωα του παλαιότερου ποιήματος που γνωρίζουμε (Έπος του Γκιλγκαμές, 2100 π.Χ.). Είμαι μια ποιήτρια που κατά παράδοξο τρόπο γράφει ως μυθιστοριογράφος.
–Ποιες λογοτεχνικές και πολιτισμικές αναφορές ενσωματώνετε στο έργο σας; Πολλές, κάποιες συνειδητά και κάποιες άλλες όχι. Από τη μια, λόγω σπουδών και δουλειάς, έχω ασχοληθεί με την αρχαία ελληνική, βυζαντινή και νεοελληνική λογοτεχνία, όπως επίσης με την ευρωπαϊκή και λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, γι’ αυτό και συχνά υπάρχουν σχετικές αναφορές στα βιβλία μου. Είμαστε αυτό που διαβάζουμε. Από την άλλη, θυμάμαι στο πρώτο έτος του πτυχίου έναν καθηγητή να μας λέει πως όλα τα βασικά θέματα της λογοτεχνίας (ζωή, θάνατος, έρωτας, πόλεμος) μπορεί να τα βρει κανείς στα αρχαία έπη. Αυτό ακριβώς φανερώνει και η αγωνία του Χοιρίλου του Σάμιου, επικού ποιητή του 5ου αιώνα π.Χ. Ο Χοιρίλος με θλίψη του διαπίστωσε πως είχε γεννηθεί πολύ αργά, όταν πλέον «τα πάντα είχαν εκχωρηθεί και οι τέχνες είχαν φτάσει στα όριά τους». Την αγωνία του Χοιρίλου τη μοιραζόμαστε όλοι οι συγγραφείς. Εννοώ την αγωνία για πρωτοτυπία ή την αγωνία της επίδρασης. Μάλιστα, η μεγαλύτερη αγωνία μιας δημιουργού ίσως να είναι η επίδραση της δικής της δουλειάς σε ό,τι καινούργιο γράφει, με άλλα λόγια η αγωνία της επανάληψης.
–Ποιος ο ρόλος τους στην αφήγηση; Όταν πήρα στα χέρια μου την αγγλική μετάφραση του «Έπους του Γκιλγκαμές» από τον Andrew George, θυμάμαι έψαχνα συνειδητά έναν τρόπο να στήσω τη μυθιστορηματική δομή του «Direct Orient»,έτσι ώστε να μην επαναλαμβάνει τη «Χρονορραφία» και να συνομιλεί με παραδόσεις που μέχρι τότε δεν είχα δουλέψει ποιητικά. Ο Γκιλγκαμές, η Ενχεντουάννα, οι αρχαίες Ελληνίδες ποιήτριες, η αστυνομική λογοτεχνία και η παράδοση των κυπριακών πετραρχικών ποιημάτων του 16ου αιώνα, που είναι γνωστά και ως «ρίμες αγάπης», έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο στήσιμο της αφήγησης του «Direct Orient». Οι πολιτισμικές και λογοτεχνικές αναφορές είναι καύσιμα στη μηχανή της ποίησης ή καλύτερα αποτελούν τη μνήμη της ποίησης. Έτσι κινείται η ποιητική γλώσσα, με την ανάμνηση του παρελθόντος και του μέλλοντός της.
–Γιατί επιμένετε τόσο σε αφηγηματικά και χρονογραφικά στοιχεία και πώς αυτό επηρεάζει τη λυρικότητα της σύνθεσης; Η αφηγηματικότητα είναι χαρακτηριστικό της «Χρονορραφίας» και του «Direct Orient», αλλά όχι τόσο του «Μνήμη και παραλλαγές». Αυτό οφείλεται στη μυθιστορηματική δομή που ανέφερα πριν. Για να στήσεις ιστορίες χρειάζεσαι αφήγηση. Ο διάλογος με το «Έπος του Γκιλγκαμές» και την αστυνομική λογοτεχνία στο «Direct Orient» ή με το ημερολόγιο του Κολόμβου και τα απομνημονεύματα του ανώνυμου Κυπρίου στη «Χρονορραφία» απαιτεί αφηγηματικά και χρονογραφικά στοιχεία. Θέλω να πιστεύω ότι η αφηγηματικότητα με προστατεύει από την υπέρμετρη λυρικότητα ή την έντονη συναισθηματική φόρτιση, που τείνει να επιβάλλεται στον αναγνώστη και γι’ αυτό συνήθως με απωθεί. Αντίθετα, προτιμώ να δουλεύω με την αφαίρεση, την αμφισημία και την υποβολή, συχνά φιλτράροντάς τες μέσα από την αφηγηματικότητα. Ο αναγνώστης πρέπει να ανακαλύψει τα νήματα των ιστοριών που καλύπτονται από το πέπλο της αφαίρεσης και της αμφισημίας. Επιμένω στην ιδέα του αναγνώστη ως δημιουργού νοήματος και όχι ως παθητικού δέκτη.

–Πώς ισορροπείτε ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη ποιητική έκφραση; Θα ήθελα το «Direct Orient» να μπορεί να διαβαστεί και ως ένα ταξίδι στο βάθος της λογοτεχνίας. Ένα ταξίδι που ξεκινά από τη σύγχρονη ελληνική, λατινοαμερικάνικη και αγγλόφωνη λογοτεχνία και περνά μέσα από το δημοτικό τραγούδι, την αναγεννησιακή ποίηση της Κύπρου και της Κρήτης και τη γυναικεία ποίηση του αρχαίου ελληνικού κόσμου για να φτάσει στην αρχαία Μεσοποταμία του Γκιλγκαμές και της Ενχεντουάννα. Ένα τέτοιο ταξίδι προϋποθέτει την παρουσία διαφορετικών ειδών (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο), όπως επίσης και διαφορετικών μορφών στίχου (έμμετρος, ελεύθερος, πεζός). Μπορεί σήμερα να θεωρούμε την επικράτηση του ελεύθερου στίχου δεδομένη, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας κατέχει μια πολύ μικρή θέση, αφού έκανε την εμφάνισή του μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα, αυτό που θεωρούμε σύγχρονη ποιητική έκφραση έχει ήδη πίσω της μια παράδοση τουλάχιστον ενός αιώνα. Η ποίηση της ιστορικής πρωτοπορίας των αρχών του 20ου αιώνα και οι μοντερνιστές ποιητές που έσπασαν τη φόρμα, εισήγαγαν τον ελεύθερο και πεζό στίχο και πειραματίστηκαν στα όρια της γλώσσας αποτελούν πλέον μέρος της ποιητικής παράδοσης.
–Δεν υπάρχει πρωτοτυπία στη λογοτεχνία; Αν υπάρχει πρωτοτυπία στη λογοτεχνία, αυτή βρίσκεται όχι στο «τι» αλλά στο «πώς», δηλαδή στον τρόπο, στη ματιά. Ένα σύγχρονο θέμα μπορεί να το χειριστεί κανείς με άκρως παραδοσιακό τρόπο και, αντίθετα, ένα «παραδοσιακό» θέμα μπορεί να το αποδώσει πρωτοποριακά. Στο «Direct Orient» υπάρχουν επτά ενότητες όπου οι εικόνες, οι ρυθμοί και τα μοτίβα του «Έπους του Γκιλγκαμές» συνταιριάζονται με εκείνα των κυπριακών πετραρχικών ποιημάτων μέσω του ομοιοκατάληκτου εντεκασύλλαβου στίχου. Δεν θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται το πάντρεμα αυτό ανάμεσα στις παραδόσεις της αρχαίας Μεσοποταμίας και της αναγεννησιακής Κύπρου είναι λιγότερο ή περισσότερο «σύγχρονος» σε σχέση με το υπόλοιπο βιβλίο, που περιλαμβάνει ποιήματα σε ελεύθερο στίχο, πεζόμορφα ποιήματα, αλλά και αμιγώς πεζά κείμενα.
–Σε σχέση με το αντικείμενό σας, αντιμετωπίζετε την ποίηση ως διέξοδο ή ως ακόμη ένα πεδίο έρευνας και αναζήτησης; Αντιλαμβάνομαι την ποίηση πιο πολύ ως αναζήτηση παρά ως διέξοδο. Επαναλαμβάνοντας συνειδητά για πολλοστή φορά τον εαυτό μου, θα πω το προφανές, ότι δηλαδή η ποίηση δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Η ποίηση δεν είναι διέξοδος με την έννοια ότι δεν δίνει απαντήσεις. Θέτει όμως τα σωστά ερωτήματα και με αυτή την έννοια είναι και διέξοδος, μια διέξοδος συνώνυμη της αναζήτησης απαντήσεων. Η ποίηση μάς αναγκάζει να κοιτάξουμε κατάματα τον μέσα και τον έξω κόσμο μας.

Ελεύθερα, 5.1.2025