Η μελέτη δέουσας επιμέλειας που ετοίμασε ο αμερικανικός οίκος Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle LLP για τον ΑΔΜΗΕ και την ηλεκτρική διασύνδεση Κύπρου – Κρήτης προκάλεσε έντονο προβληματισμό στην κυπριακή Κυβέρνηση και όσο δημοσιεύονται αποσπάσματα από τη μελέτη προκαλείται ανησυχία και στην κοινή γνώμη.

Σύμφωνα με την πολυσέλιδη μελέτη της Curtis, Mallet-Prevost, Colt and Mosle LLP, οι όροι και οι προϋποθέσεις που προτείνει ο ΑΔΜΗΕ μέσω της «συμφωνίας παραχώρησης» για επένδυση της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο της GSI «δεν είναι επαρκείς (σ.σ. και ικανοποιητικοί) για να προσελκύσουν σοβαρούς στρατηγικούς επενδυτές στην GSI». Ίσως γι’ αυτό και δεν έχουν καρποφορήσει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο οι προσπάθειες του ΑΔΜΗΕ να εξασφαλίσει επενδυτές που θα βάλουν χρήμα στο έργο της διασύνδεσης.

Η μελέτη επισημαίνει πως οι όροι που θέτει ο ΑΔΜΗΕ για την επενδυτική συμμετοχή της Κύπρου στην GSI δεν είναι ούτε οικονομικά ικανοποιητικοί, αφού προσφέρουν περιορισμένη κερδοφορία στους επενδυτές και φορτώνουν σε αυτούς την πρόκληση (ευθύνη) για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης για την ανάπτυξη του έργου, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ!

Σύμφωνα με τον εξωτερικό σύμβουλο η «συμφωνία παραχώρησης» που αξιώνει ο ΑΔΜΗΕ να του εγκρίνει η ΡΑΕΚ «είναι σε μεγάλο βαθμό μονόπλευρα υπέρ του ΑΔΜΗΕ και δημιουργεί (σ.σ. για την Κύπρο και άλλους μέτοχους) ένα περιττό πρόσθετο επίπεδο κινδύνων».

Ενώ αρχικά είχε δοθεί η εντύπωση πως η συνεργασία του ΑΔΜΗΕ με τους επενδυτές που θα αγοράσουν μετοχές της CSI θα στηριζόταν σε ένα επενδυτικό πλάνο συνιδιοκτησίας (αναλόγως της απόκτησης μετοχικού κεφαλαίου) του έργου της ηλεκτρικής διασύνδεσης, σε όλες τις φάσεις του (χρηματοδοτική, κατασκευαστική, λειτουργική), ο νομικός σύμβουλος που εργοδότησε η Κυπριακή Δημοκρατία αποφάνθηκε ότι «η εταιρεία GSI (σ.σ. που προορίζεται από τον ΑΔΜΗΕ ως νέος φορέας υλοποίησης) αντιμετωπίζεται (σ.σ. και επομένως έτσι αντιμετωπίζονται και οι αγοραστές μετοχών της) ως εργολαβία τύπου EPCI (Engineering, Procurement, Construction and Installation)» και όχι ως συνιδιοκτησία ή κοινοπραξία εταιρειών.

Και όπως συμπεραίνει ο αμερικανικός οίκος, «η GSI (και η Κύπρος, ενδεχομένως) θα αναλάβει όλες τις τυπικές υποχρεώσεις ενός αναδόχου έργου» (σ.σ. και μάλιστα έργου του τύπου «turn key» – «το κλειδί στο χέρι» του ιδιοκτήτη ΑΔΜΗΕ), δηλαδή τις υποχρεώσεις ενός εργολάβου, αλλά δεν θα απολαμβάνει τα δικαιώματα ενός συνιδιοκτήτη, όπως αναλύεται κατωτέρω.

Η συμφωνία παραχώρησης που κατέθεσε ο ΑΔΜΗΕ προβλέπει ότι οι κάτοχοι μετοχών στην GSI ενδέχεται να κληθούν να παράσχουν εγγυήσεις για την υλοποίηση του έργου. Το εύρος αυτών των εγγυήσεων πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια εκ των προτέρων, τονίζει ο εξωτερικός σύμβουλος.

Σε κάθε περίπτωση, προειδοποιεί ο νομικός οίκος, είναι σαφές ότι οποιαδήποτε επένδυση (της Κυπριακής Δημοκρατίας) στο μετοχικό κεφάλαιο στην Great Sea Interconnector θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομικές ζημιές μεγαλύτερες από την προβλεπόμενη επένδυση ιδίων κεφαλαίων στο GSI (100 εκατ. ευρώ).