Στην Κύπρο το επίπεδο ανεργίας είναι ίδιο σε όλα τα επίπεδα μόρφωσης, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου όσο αυξάνεται το μορφωτικό επίπεδο, το ποσοστό ανεργίας μειώνεται για άτομα ηλικίας 25 έως 74 ετών.

Αυτό συμβαίνει στην πλειονότητα των χωρών, εκτός από τη Δανία, τη Μάλτα και την Ολλανδία, όπου τα άτομα με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης αντιμετωπίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας σε σύγκριση με άτομα με μεσαίο επίπεδο. Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat με έτος αναφοράς το 2023 δείχνουν την κατάσταση που επικρατεί στον ευρωπαϊκό ανεργιακό χάρτη. Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στην ΕΕ καταγράφηκαν για άτομα με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, φθάνοντας το 34,3% στη Σλοβακία, 18,5% στη Σουηδία και 17,3% στη Λιθουανία. Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά, βρέθηκαν στο εργατικό δυναμικό με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης στην Τσεχία, την Πολωνία και τη Ρουμανία (όλα τα κράτη με 1,2%). Στην Κύπρο, το ποσοστό ανεργίας στα άτομα με ψηλό επίπεδο μόρφωσης είναι 5%, μεσαίου μορφωτικού επιπέδου 5,3% και χαμηλού επιπέδου 5%. Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας με ψηλό μορφωτικό επίπεδο είναι 7,6%, μεσαίου επιπέδου 11,7% και χαμηλού 12%.

Ακόμη ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι το ποσοστό ανεργίας ανά βαθμό αστικοποίησης για άτομα ηλικίας 15-74 ετών αποκαλύπτοντας διαφορετικά πρότυπα μεταξύ των χωρών.  Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, καταγράφηκαν για τους ανθρώπους που ζουν σε αγροτικές περιοχές στη Λιθουανία (8,6%), τη Ρουμανία (8,3%), τη Σλοβακία (7,5%), τη Βουλγαρία (7,5%), την Ουγγαρία (5,4%). Στην Κύπρο το ποσοστό ανεργίας σε αγροτικές περιοχές είναι 5,2%, σε κωμοπόλεις και προάστια 6,8% και 5,7% για ανθρώπους που ζουν στις πόλεις. Στην Ελλάδα το ποσοστό ανεργίας στις αγροτικές περιοχές είναι 10,7%, για όσους ζουν σε κωμοπόλεις και προάστια 12,5% και για όσους ζουν στις πόλεις 10,3%.

Μακροχρόνια ανεργία

Η Ελλάδα ξεχώρισε με το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ, που έφτασε το 6,2%. Το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, αντιπροσωπεύει το ποσοστό των ατόμων που είναι άνεργοι για 12 μήνες ή περισσότερο, στην ηλικιακή ομάδα που εστιάζεται στα 15-74 έτη. Ακολούθησε η Ισπανία με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό 4,3%. Στο άλλο άκρο της κλίμακας, η Δανία, η Ολλανδία, η Τσεχία, η Μάλτα και η Πολωνία ανέφεραν τα χαμηλότερα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας στην ΕΕ, με ποσοστά κάτω του 1%. Στην Κύπρο το ποσοστό είναι 1,8% και σε επίπεδο ΕΕ  το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας ήταν 2,1%.

Προηγούμενο επάγγελμα

Τα στοιχεία για το προηγούμενο επάγγελμα είναι διαθέσιμα μόνο για όσους άφησαν την τελευταία τους εργασία τα τελευταία 8 χρόνια. Τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ότι το ένα τέταρτο (25,0%) είχε απασχοληθεί στο παρελθόν ως εργαζόμενοι σε υπηρεσίες και πωλήσεις, ενώ ένα άλλο 22,9% είχε εργαστεί σε στοιχειώδη επαγγέλματα όπως καθαρίστριες, βοηθοί ή βοηθοί προετοιμασίας τροφίμων. Αντίθετα, μόνο το 1,7% ήταν προηγουμένως ειδικευμένοι εργαζόμενοι στη γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία και το 2,5% ήταν διευθυντές. Είναι εμφανείς σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εκείνοι των οποίων το προηγούμενο επάγγελμα ήταν οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες και τις πωλήσεις αποτελούσαν το 16,3% των ανέργων ανδρών, ενώ η ομάδα αυτή αποτελούσε το 34,2% των ανέργων γυναικών.

Τρόποι εύρεσης εργασίας

Συνολικά, το 29,2% των εργαζομένων στην ΕΕ ηλικίας 25-74 ετών θεώρησε ότι το να βασίζονται σε φίλους, συγγενείς ή άλλους γνωστούς ήταν η πιο αποτελεσματική μέθοδος για να βρουν εργασία. Αυτό το ποσοστό ποικίλλει πολύ ανάλογα με το επίπεδο εκπαίδευσης: 42,8% για όσους έχουν χαμηλό επίπεδο, έναντι 19,9% για εκείνους με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Μεταξύ των διαφόρων μεθόδων, οι διαφημίσεις εργασίας κατατάχθηκαν με το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό, καθώς το 24,7% τις θεωρούσε ως τις πιο αποτελεσματικές για την εύρεση κύριας εργασίας. Σε αντίθεση με τις προσωπικές διασυνδέσεις, το ποσοστό των αγγελιών εργασίας ήταν πολύ υψηλότερο μεταξύ εκείνων με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (30,6%), από ό,τι μεταξύ αυτών με χαμηλό επίπεδο (13,7%).