«Η άρνηση της ΡΑΕΚ στο αίτημα τροποποίησης αποφάσεων για το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης Κύπρου – Κρήτης θα έχει όφελος για τον Κύπριο καταναλωτή, όχι όμως και για το έργο», δήλωσε ο Υπουργός Ενέργειας κ. Γιώργος Παπαναστασίου λίγο μετά την απόφαση της ΡΑΕΚ.
Αυτό που θα πρέπει ωστόσο να εξηγήσει ο κύριος Υπουργός είναι πώς ένα έργο αμφιβόλου βιωσιμότητας θα μπορούσε να έχει πραγματικά οφέλη για τον Κύπριο καταναλωτή; Πώς ένα έργο, για το οποίο υπάρχουν σωρεία αναπάντητων ερωτημάτων, ανάμεσα σε αυτά και εάν θα μπορέσει ποτέ να υλοποιηθεί, αποτελεί έργο στο οποίο πρέπει να συμμετέχει η Κύπρος;
Πώς είναι δυνατόν, την ώρα που ο στόχος θα πρέπει να είναι η όσο το δυνατόν συντομότερη έλευση φυσικού αερίου που θα μειώσει την τιμή του ηλεκτρονικού ρεύματος κατά 60%, να συζητούμε για τη συμμετοχή σε ένα έργο εις βάθος χρόνου, με βάρκα την ελπίδα;
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ένα έργο, μια ιδέα
Το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης – Κύπρου ξεκίνησε ως μια φιλόδοξη ιδέα υπό την ονομασία EuroAsia Interconnector, με στόχο την άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου. Κι εδώ είναι που μπαίνει το πρώτο ερώτημα: άρση απομόνωσης ή ενεργειακή εξάρτηση;
Με την ενέργεια να αποτελεί για κάθε χώρα ένα ζήτημα που αγγίζει την ίδια την εθνική ασφάλεια, με τις επιπτώσεις που είδαμε πρόσφατα στη γερμανική οικονομία μετά τη διακοπή του φυσικού αερίου από τη Ρωσία λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, το να εξαρτάται μια χώρα ενεργειακά -ανεξαρτήτως των όποιων δεσμών- από μια άλλη χώρα, είναι όντως η βέλτιστη λύση;
Η ιδέα, λοιπόν, της διασύνδεσης πέρασε κάποια στιγμή από κυπριακά χέρια στον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) στην Ελλάδα, ο οποίος και ανέλαβε να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτής της ιδέας.
Μερικά χρόνια μετά, αυτό που βιώνουμε στην Κύπρο είναι νέες και αναθεωρημένες απαιτήσεις στους ήδη πολύ ευνοϊκούς για τον ΑΔΜΗΕ όρους που περιλαμβάνει η συμφωνία και εκτίναξη του υπολογιζόμενου κόστους του έργου από το 1.5 δισ. στο 1.9 δισ. πριν καν ξεκινήσει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το τελικό ποσό που μπορεί να καταλήξει να είναι το κόστος του έργου.
Επιπλέον, η προσπάθεια του ΑΔΜΗΕ να εξασφαλίσει τα όσα ζητά, συνοδεύεται κυρίως από απόκρυψη στοιχείων, διαστρέβλωση δεδομένων, τελεσίγραφα και άσκηση πιέσεων προς κάθε κατεύθυνση και κυρίως προς τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου, πιέσεις που φτάνουν μέχρι και τα όρια του εκβιασμού, αλλά και της απροκάλυπτης παρέμβασης στο εσωτερικό μιας άλλης χώρας.
Η απόφαση της ΡΑΕΚ
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου (ΡΑΕΚ) πήρε μια σημαντική απόφαση. Συγκεκριμένα, η ΡΑΕΚ αποφάσισε για τα πιο κάτω αιτήματα του φορέα υλοποίησης του έργου, του ΑΔΜΗΕ:
1. Η χρέωση των καταναλωτών για την ανάκτηση του κόστους του έργου να ξεκινήσει με την εμπορική λειτουργία του έργου και όχι από 1.1.2025.
2. Να μην αλλάξει η μεθοδολογία υπολογισμού του ποσοστού της απόδοσης του κεφαλαίου, το οποίο θα σήμαινε ότι κατά διαστήματα θα αυξανόταν ακόμα περισσότερο το ήδη προνομιακό -σε βαθμό σκανδάλου- ποσοστό του 8.3% απόδοσης.
3. Να μην υπάρξουν πρόσθετες οικονομικές εξασφαλίσεις για το έργο, σε περίπτωση που διακοπεί στην πορεία του. Δηλαδή, να αναλάβει ο ΑΔΜΗΕ το ρίσκο της υλοποίησης του έργου.
4. Η ωφέλιμη ζωή του έργου και αποπληρωμή να καθοριστεί στα 35 χρόνια αντί στα 25 που ζήτησε ο ΑΔΜΗΕ.
Αναμφίβολα, η απόφαση της ΡΑΕΚ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Γιατί η σωστή κατεύθυνση είναι η προστασία των καταναλωτών από περαιτέρω χρεώσεις και επιβαρύνσεις. Η σωστή κατεύθυνση είναι να αξιολογούνται δεδομένα και να λαμβάνονται αποφάσεις μακριά από απειλές και τελεσίγραφα. Η σωστή κατεύθυνση είναι στο τέλος της ημέρας αυτή που προστατεύει τους πολίτες από την κοινωνικοποίηση των ζημιών έργων αμφιβόλου βιωσιμότητας.
Η ΡΑΕΚ οφείλει να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, παρά τους εκβιασμούς που προέκυψαν μετά τη λήψη της ομόφωνης απόφασης και να προστατεύσει τους Κύπριους καταναλωτές από την άμεση επιβολή χρεώσεων για ένα έργο που ενδέχεται να μην υλοποιηθεί και ποτέ.
Με οδηγό την αβεβαιότητα
Το μόνο βέβαιο σε ό,τι αφορά το έργο Great Sea Interconnector από την ημέρα σύλληψης της ιδέας μέχρι και σήμερα είναι η αβεβαιότητα. Αβεβαιότητα σε κάθε πτυχή του έργου: οικονομική, πολιτική, τεχνική.
Σε ό,τι αφορά το οικονομικό σκέλος, η μελέτη βιωσιμότητας δεν έχει ακόμα υποβληθεί, ενώ μέχρι στιγμής δεν έχει οριστικοποιηθεί η είσοδος στο έργο άλλων επενδυτών, αλλά ούτε και η εξασφάλιση κάποιου σημαντικού δανείου από κάποια τράπεζα ή πολύ περισσότερο από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η απόφαση της ΡΑΕΚ να μην αποδεχτεί τα αιτήματα του ΑΔΜΗΕ, αναμένεται ότι θα δυσκολέψει ακόμα περισσότερο την εξεύρεση πρόθυμων επενδυτών να επενδύσουν σε ένα τέτοιο έργο.
Στο πολιτικό σκέλος του έργου, το έργο που προτείνει μετ’ επιτάσεως ο ΑΔΜΗΕ, στηρίζει το ενεργειακό μέλλον της Κύπρου σε ένα καλώδιο, που θα περνά μέσα από την παράνομα καθορισθείσα ΑΟΖ της Τουρκίας με τη Λιβύη. Κι αυτό, την ώρα που έχουμε ζήσει πρόσφατα την Τουρκία να παρενοχλεί και να διώχνει πλοία ερευνών στην κυπριακή ΑΟΖ.
Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να ξέρει πώς θα αντιδράσει η Τουρκία την κρίσιμη στιγμή σε σχέση με το καλώδιο και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει η όποια αντίδραση στην υλοποίηση του έργου.
Σε ό,τι δε αφορά τις τεχνικές πτυχές του έργου, υπάρχουν σωρεία ερωτημάτων που παραμένουν αναπάντητα. Ερωτήματα σε σχέση με τον χρόνο υλοποίησης, τον διάδρομο διέλευσης του καλωδίου, το απαιτούμενο μήκος και τα δύσκολα σημεία πόντισής του λόγω των υφάλων και των χαραδρών που υπάρχουν σε σημεία διέλευσης.
Τεχνικές δυσκολίες, οι οποίες ενδεχομένως να οδηγούν είτε σε εκτόξευση του κόστους του έργου πέραν της αναμενόμενης αύξησης κόστους, είτε και στη μη ολοκλήρωση του έργου.
Είναι η ώρα για σοβαρές αποφάσεις
Η απόφαση της ΡΑΕΚ και η αρνητική απάντηση στα αιτήματα του ΑΔΜΗΕ, αποτελεί σίγουρα μια κρίσιμη καμπή στην πιθανή υλοποίηση ή μη του έργου.
Η δεύτερη πτυχή είναι η συμμετοχή ή όχι του κράτους με 100 εκατ. ευρώ στη μετοχική δομή της θυγατρικής του ΑΔΜΗΕ, Great Sea Interconnector. Πλέον η μπάλα είναι στα πόδια της Κυβέρνησης, του υπουργού Ενέργειας και του ίδιου του Προέδρου της Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη.
Θα προχωρήσει η Κυβέρνηση στη συμμετοχή σε μια εταιρεία, με 100 εκατομμύρια στο μετοχικό κεφάλαιο, για ένα έργο που ουσιαστικά το μόνο που υπάρχει στο τραπέζι είναι μια ιδέα αμφιβόλου υλοποίησης και οφέλους;
Θα αναλάβει η Κυβέρνηση την ευθύνη να εγγυηθεί επί της ουσίας ένα μη βιώσιμο έργο, στο οποίο έχουν δοθεί εγγυήσεις για απόδοση 8.3%, ένα ποσοστό το οποίο αγγίζει τα όρια του σκανδάλου, δεδομένου ότι είναι εγγυημένο από το κράτος και πληρωτέο από τους καταναλωτές;
Και τι θα γίνει εάν το κόστος κατασκευής εκτοξευθεί περαιτέρω και κληθούν οι μέτοχοι να προσθέσουν περισσότερα κεφάλαια; Η Κυβέρνηση θα καλεστεί να συμμετάσχει με πολύ περισσότερα από 100 εκατομμύρια;
Υπό την σκιά απειλών και εκφοβισμών;
Αντί η Κυβέρνηση να επικεντρωθεί στην ολοκλήρωση των διεργασιών για την έλευση του φυσικού αερίου, το οποίο θα μειώσει άμεσα την τιμή του ρεύματος κατά 60%, καθώς και στην εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης που είναι και ο πραγματικός τρόπος ενεργειακής απεξάρτησης, θα επικεντρωθεί σε ένα έργο υπό την σκιά απειλών και εκφοβισμών;
Ένα έργο το οποίο ακόμα και αν ολοκληρωθεί, θα επιφέρει σύμφωνα με τον ίδιο τον ΑΔΜΗΕ μείωση του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος κατά 30%, σαφώς μικρότερη μείωση από αυτή που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της έλευσης φυσικού αερίου και της εγκατάστασης συστημάτων αποθήκευσης;
Θα αναλάβει η Κυβέρνηση την ευθύνη να φορτώσει τους φορολογούμενους πολίτες με επιπλέον επιβαρύνσεις σε έναν λογαριασμό ρεύματος που προκαλεί ήδη τρόμο στον κάθε Κύπριο καταναλωτή, χωρίς να υπάρχουν καθαρά δεδομένα για την ολοκλήρωση του έργου αυτού και χωρίς να μπορεί κανείς να εγγυηθεί ότι στο τέλος της ημέρας πως οι καταναλωτές θα έχουν όφελος;
Σύμφωνα με τα όσα δηλώνει ο αρμόδιος Υπουργός, η απόφαση της Κυβέρνησης θα ληφθεί, αφού υποβληθεί από τον ΑΔΜΗΕ και μελετηθεί σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων η μελέτη κόστους – οφέλους για το έργο.
Η Κυβέρνηση, σε συνέχεια της ομόφωνης απόφασης της ΡΑΕΚ να απορρίψει τα αιτήματα του ΑΔΜΗΕ, θα πρέπει να επικεντρωθεί στο ζητούμενο: στην προστασία των φορολογούμενων πολιτών από μια ακόμα οικονομική επιβάρυνση στην τιμή του ηλεκτρισμού χωρίς αντίκρισμα, και στην έλευση το συντομότερο δυνατόν φυσικού αερίου στην Κύπρο, τη μόνη σίγουρη επιλογή στην προσπάθεια για μείωση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.