Στην πολυαναμενόμενη μείωση επιτοκίων αναμένεται να προχωρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μετά από 14 μήνες που τα επιτόκια αυξήθηκαν 10 φορές σε επίπεδα – ρεκόρ και άλλους 9 μήνες που παρέμειναν αμετάβλητα στα επίπεδα αυτά.
Την ερχόμενη Πέμπτη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να μειώσει τα βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 3,75% από 4% και το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 4,25% από 4,5%, σηματοδοτώντας την έναρξη του καθοδικού κύκλου τους. Η μείωση του επιτοκίου αναχρηματοδότησης θα είναι η πρώτη μετά από σχεδόν μία 10ετία και συγκεκριμένα από τον Σεπτέμβριο του 2014. Τότε, το συγκεκριμένο επιτόκιο διαμορφώθηκε στο -0,20% από -0,10%, σε μία χρονιά που η ΕΚΤ εισήλθε στην περίοδο των αρνητικών επιτοκίων και λίγο μετά στην ποσοτική χαλάρωση για να αποφύγει το ενδεχόμενο αντιπληθωρισμού στην Ευρωζώνη. Η περίοδος αυτή είναι, βέβαια, πολύ μακρινή και πιθανότατα δεν θα επαναληφθεί στο ορατό μέλλον.
Αυτό που μάλλον θα δούμε είναι τα επιτόκια της ΕΚΤ να μειώνονται σταδιακά έως και το δεύτερο εξάμηνο 2025, σε ένα επίπεδο της τάξης του 2% – 2,5%, σύμφωνα με δηλώσεις στελεχών της ΕΚΤ και τις εκτιμήσεις οικονομολόγων.
Στην Τράπεζα Κύπρου το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού χαρτοφυλακίου του συγκροτήματος φέρει κυμαινόμενο επιτόκιο, με περίπου το 50% τουδανειακού χαρτοφυλακίου να τιμολογείται με βάση το Euribor ενώ στην Ελληνική Τράπεζα είναι συνδεδεμένο με το επιτόκιο καταθέσεων. Η ταχύτητα και το μέγεθος της μείωσής τους θα εξαρτηθεί κυρίως από την πορεία που ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2% που είναι ο στόχος της ΕΚΤ και δευτερευόντως από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας, δηλαδή την ταχύτητα ανάκαμψης.
Το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμη κάποιες αμφιβολίες για την ταχύτητα μείωσης του πληθωρισμού – ο οποίος τον Μάΐο αυξήθηκε περισσότερο από το αναμενόμενο, στο 2,6%- έχει «ψαλιδίσει» τις προσδοκίες που υπήρχαν στην αρχή του έτους για ταχύτερη μείωση των επιτοκίων.
Στελέχη της ΕΚΤ με σημαντική επιρροή, όπως η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής που είναι αρμόδια για τις εισηγήσεις των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής και ο πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, Γιόαχιμ Νάγκελ, έχουν δηλώσει δημόσια ότι δεν θεωρούν σκόπιμο να γίνει πολύ γρήγορά, δηλαδή στη συνεδρίαση του Ιουλίου, η δεύτερη μείωση των επιτοκίων. Επομένως, το πιθανότερο είναι να δούμε μία επόμενη μείωση, επίσης κατά 25 μονάδες βάσης, τον Σεπτέμβριο και ενδεχομένως μία τρίτη, αντίστοιχου μεγέθους, τον Δεκέμβριο. Από την ταχύτητα μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί και το πότε θα αρχίσει η μείωση των δόσεων για όσους έχουν στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα πρέπει να μειωθούν πέντε φορές, αν οι μειώσεις είναι της τάξης των 25 μονάδων βάσης η κάθε μία (ή λιγότερες αν οι μειώσεις είναι μεγαλύτερου μεγέθους), για να έχουν οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες οικονομικό όφελος. Με τα σημερινά δεδομένα, το πιθανότερο είναι ότι η μείωση των δόσεων θα ξεκινήσει μέσα στο 2025 και θα ολοκληρωθεί στο ίδιο έτος ανάλογα με το επίπεδο όπου θα σταθεροποιηθούν τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ.
Fitch: Αργή ανακούφιση
Δεν αναμένει «άμεση βελτίωση» στην επιβάρυνση που βιώνουν τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, για εξυπηρέτηση των τόκων των δανείων τους και πριν το 2025, το νωρίτερο, ακόμη και όταν οι κεντρικές τράπεζες αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια πολιτικής, προειδοποιεί ο οίκος Fitch Ratings, τονίζοντας παράλληλα πως δεν αναμένει επιστροφή σε «πολύ χαμηλά επιτόκια». Ο Fitch αναφέρει επίσης ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι πιθανό να αρχίσουν να μειώνουν τα επιτόκια αργότερα εντός του 2024. «Οι προβλέψεις μας υποδηλώνουν ότι οι επιβαρύνσεις των νοικοκυριών από την εξυπηρέτηση τόκων βρίσκονται κοντά στην κορύφωση τους σε ορισμένες ανεπτυγμένες αγορές, όπως η Αυστραλία, η Ιταλία και η Ισπανία», αναφέρει, προσθέτοντας, ωστόσο, πως σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, «η προσαρμογή στα υψηλότερα επιτόκια έχει μόλις αρχίσει». Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, «το Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται ευάλωτο, καθώς ένας μεγάλος αριθμός βραχυπρόθεσμων στεγαστικών δανείων, σταθερού επιτοκίου, επαναρυθμίζεται το 2024 σε σημαντικά υψηλότερα επιτόκια». «Βλέπουμε ότι η επιβάρυνση των νοικοκυριών στη Βρετανία από τόκους αυξάνεται στο 6,5% του εισοδήματος μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, από 4,0% στο τέλος του 2023», δήλωσε η Jessica Hinds, διευθύντρια της Fitch Ratings.
Ο οίκος αναφέρει πως δεν αναμένει επιστροφή σε πολύ χαμηλά επιτόκια και κατά συνέπεια, τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα καταβάλλουν περισσότερους τόκους, ως ποσοστό του εισοδήματος, από ό,τι στο παρελθόν, όπως σημειώνει. «Ενώ αυτό θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμο, το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αποτελεί εμπόδιο για τις καταναλωτικές δαπάνες και είναι πιθανό να παραμείνει και μετά την έναρξη της χαλάρωσης από τους φορείς χάραξης πολιτικής», καταλήγει.