Οι θέσεις των κοινωνικών εταίρων και οι αντιδράσεις που συναντά η απογραφή του συνόλου των εργαζομένων στην Κύπρο

Επιφυλάξεις έως και κάποιες συγκαλυμμένες αντιδράσεις από τις εργοδοτικές οργανώσεις συνάντησε η πρόθεση του Υπουργού Εργασίας να προχωρήσει σε απογραφή του συνόλου των εργαζομένων στην Κύπρο, ταυτόχρονα με την καταγραφή και των βασικών όρων εργοδότησής τους, μέσω του πληροφορικού συστήματος Εργάνη.

Το θέμα τέθηκε ενώπιον του κοινωνικών εταίρων στις αρχές Μάιου σε μια συνάντηση που συγκάλεσε ο αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων και επικεφαλής της Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων του Υπουργείου Εργασίας, Άντης Αποστόλου και συμμετείχαν το ΚΕΒΕ, η ΟΕΒ και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Όσον αφορά το ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, όπως ονομάζεται το επόμενο βήμα, ο κ. Αποστόλου είχε αναφέρει πως με βάση απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Γιάννη Παναγιώτου, θα διενεργηθεί μέσω αυτού του συστήματος απογραφή όλων των εργοδοτουμένων, η οποία θα περιλαμβάνει τους βασικούς όρους εργοδότησης (μισθός, ώρες εργασίας, αργίες, υπερωρίες, αποζημιώσεις), με στόχο να υπάρξει μια ολοκληρωμένη εικόνα της αγοράς εργασίας.

Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων θα προχωρήσει το 2024 σε τροποποίηση του περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμου (Ν. 25(I)/2023), έτσι ώστε οι εργοδότες να καταχωρούν στο εν λόγω σύστημα, για κάθε εργοδοτούμενο, πληροφορίες για τους βασικούς όρους εργοδότησης.

Τι προβλέπει ο περί διαφανών και προβλέψιμων όρων εργασίας νόμος

Τον τόπο παροχής της εργασίας και την εγγεγραμμένη έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη. Την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας. Εάν πρόκειται για σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, την ημερομηνία λήξης ή την προβλεπόμενη διάρκειά της. Τη διάρκεια της άδειας μετ’ αποδοχών την οποία δικαιούται ο εργοδοτούμενος, ή, εάν δεν είναι αυτό δυνατό κατά τον χρόνο παροχής της ενημέρωσης, τις λεπτομέρειες χορήγησης και προσδιορισμού της εν λόγω άδειας.

Τη διαδικασία που τηρούν ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος σε περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης, περιλαμβανομένων των τυπικών προϋποθέσεων και της διάρκειας των περιόδων προ- ειδοποίησης ή, εάν δεν καθορίζεται η διάρκεια των περιόδων προ- ειδοποίησης κατά τον χρόνο παροχής της ενημέρωσης, τη μέθοδο καθορισμού των εν λόγω περιόδων προειδοποίησης.

Την αμοιβή, περιλαμβανομένου του βασικού μισθού, τυχόν άλλα συστατικά στοιχεία της αμοιβής, τα οποία αναφέρονται χωριστά, καθώς και τη συχνότητα και τη μέθοδο καταβολής της αμοιβής που δικαιούται ο εργοδοτούμενος.

Τη διάρκεια της τυπικής εργάσιμης ημέρας ή εβδομάδας του εργοδοτουμένου, εάν το πρόγραμμα οργάνωσης του χρόνου εργασίας είναι εξολοκλήρου ή ως επί το πλείστον προβλέψιμο, τις τυχόν ρυθμίσεις και την αμοιβή της υπερωριακής εργασίας και τις τυχόν ρυθμίσεις σχετικά με τις αλλαγές βάρδιας.

Τις τυχόν συλλογικές συμβάσεις που διέπουν τους όρους εργασίας του εργοδοτουμένου ή, εάν πρόκειται για συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί εκτός της επιχείρησης από ειδικά συλλογικά όργανα ή φορείς, την ονομασία του αρμόδιου οργάνου ή του φορέα στο πλαίσιο του οποίου έχουν συναφθεί οι εν λόγω συμβάσεις.

Μετά τη σύσκεψη, οι εργοδοτικές οργανώσεις εξέφρασαν κάποιες επιφυλάξεις ως προς το επόμενο βήμα αν και στη βάση της έκριναν πως η πρόθεση του υπουργού είναι προς την σωστή κατεύθυνση.

Θέσαμε το ερώτημα «Συμφωνείτε με την πρόθεση του Υπουργείου Εργασίας να υπάρξει νομοθετική τροποποίηση για ψηφιακή απογραφή του συνόλου των εργαζομένων; Ποια οφέλη εκτιμάτε ότι θα προκύψουν από μια τέτοια εξέλιξη στην αγορά εργασίας, στις επιχειρήσεις ή και στην αγορά εργασίας;» προς ΚΕΒΕ, ΟΕΒ και ΣΕΚ και πήραμε τις θέσεις τους επί του θέματος.

Γιώργος Χατζηκαλλής ανώτερος λειτουργός, τμήμα εργασιακών σχέσεων & κοινωνικής πολίτικης της ΟΕΒ

Η ΟΕΒ υπέβαλε συγκεκριμένη πρόταση για το πως πρέπει να γίνει η απογραφή

Η πρόθεση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για ψηφιακή απογραφή του συνόλου των εργαζομένων γνωστοποιήθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 2024.

Η Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) αναγνώρισε την ανάγκη αυτή, όπως παρουσιάστηκε από τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο πλαίσιο του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, έτσι ώστε να επικαιροποιηθούν τα στοιχεία και να καταγραφούν τα πραγματικά δεδομένα της αγοράς εργασίας.

Το σύστημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελεί μέχρι σήμερα τη μοναδική πλατφόρμα καταγραφής των εργαζομένων, η οποία ωστόσο δεν παρέχει τη δυνατότητα κατηγοριοποίησης, επικαιροποίησης και ανανέωσης των στοιχείων, παρά μόνο της εγγραφής και διαγραφής εργαζομένων. Μπορεί επομένως, η απογραφή αυτή να καταστεί επωφελής, αφού θα δοθεί η δυνατότητα χαρτογράφησης της αγοράς εργασίας της Κύπρου και των ανθρώπων που απασχολούνται σε αυτή.

Η ψηφιακή απογραφή παρέχει ακριβή και επικαιροποιημένα δεδομένα για τη δομή και τις τάσεις της αγοράς εργασίας. Δίνεται η δυνατότητα διαχωρισμού των εργαζομένων ανά βιομηχανία, κλάδο, επάγγελμα και ειδικότητα, ενώ παράλληλα παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τις ηλικιακές ομάδες, το φύλο και την εθνικότητα. Οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες στις συζητήσεις που διεξάγονται κατά καιρούς από τους Κοινωνικούς Εταίρους και αφορούν το εργασιακό περιβάλλον της χώρας μας, καθώς είναι σημαντικό να έχουμε ενώπιον μας ακριβή και βάσιμα στοιχεία.

Επιπλέον, με βάση τις τάσεις που παρουσιάζονται στα δεδομένα της απογραφής, είναι δυνατόν να γίνουν προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές ανάγκες και να ληφθούν μέτρα για την προετοιμασία για τις όποιες αλλαγές ή διαφοροποιήσεις.

Η ΟΕΒ υπέβαλε συγκεκριμένη πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η διενέργεια της απογραφής. Η εισήγηση της ΟΕΒ είναι να δοθεί ρητά περίοδος 6 μηνών, κατά την οποία οι εργοδότες θα πρέπει να καταχωρήσουν στο πληροφοριακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», για σκοπούς απογραφής, συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία θα προκύψουν μετά από διαβούλευση με τους Κοινωνικούς Εταίρους, όπως για παράδειγμα η έδρα της εταιρείας, οι θέσεις εργασίας/ειδικότητες, η ημερομηνία έναρξης και λήξης της απασχόλησης, τα στοιχεία εργοδότη και εργοδοτούμενου κ.α.

Η περίοδος των έξι μηνών κρίνεται αναγκαία αφού θα πρέπει να καταχωρηθούν στοιχεία για εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Επιπλέον, ο καθορισμός συγκεκριμένης περιόδου θα διασφαλίσει ότι, κάτι που εξάλλου περιλαμβάνεται στην εισήγηση του Υπουργού, η υποχρέωση δεν θα είναι επαναλαμβανόμενη.

Κατά γενική ομολογία, η χαρτογράφηση της αγοράς εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα και στη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Για να καταστεί αυτό δυνατό, όμως, χρειάζεται παράλληλα να πραγματοποιηθεί κάτι αντίστοιχο και για τους εγγεγραμμένους άνεργους. Διανύουμε μία περίοδο όπου οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις είναι πολύ έντονες. Το φαινόμενο αυτό δεν παρουσιάζεται μόνο στην Κύπρο, αλλά σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Καθίσταται, λοιπόν, απαραίτητο να πραγματοποιηθεί μια λεπτομερής απογραφή των εγγεγραμμένων ανέργων, ώστε να καταγραφεί το προφίλ τους, τόσο σε σχέση με τα προσόντα αλλά και τη διαθεσιμότητα τους για εργασία. Επιπρόσθετα, η κατηγοριοποίηση τους θα επιτρέψει την αποτελεσματική συσχέτιση με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, ενώ θα διακριβωθούν οι ειδικότητες που μπορούν να καλυφθούν άμεσα από αυτή τη δεξαμενή εργαζομένων. Παράλληλα, θα αποσαφηνιστούν οι τομείς στους οποίους δεν υπάρχει επάρκεια εργατικού δυναμικού, καθιστώντας αναγκαίες τις ενέργειες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων με εργατικό δυναμικό από τρίτες χώρες.

Συνοψίζοντας, η απογραφή τόσο του εργατικού δυναμικού όσο και των εγγεγραμμένων ανέργων μπορεί να υποβοηθήσει στην λήψη των απαραίτητων εκείνων μέτρων που θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.

Ανδρέας Αλέξη λειτουργός τμήματος εργασιακών σχέσεων, κοινωνικής πολίτικης & ανάπτυξης ανθρωπινού δυναμικού του ΚΕΒΕ

Ναι υπό προϋποθέσεις και πολλά ερωτηματικά

Το ΚΕΒΕ υποστηρίζει την εφαρμογή οποιουδήποτε εργαλείου ή μέσου καταπολεμά την παράνομη, αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία. Αυτός είναι και ένας από τους στόχους του ΥΠΕΡΓ, κ. Γιάννη Παναγιώτου και τον οποίο θα καταφέρει να πετύχει, σύμφωνα με την πρόταση του, μέσω της εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης στο ψηφιακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ».

Το ΚΕΒΕ, από αυτή την άποψη, υποστηρίζει περαιτέρω την εφαρμογή οποιουδήποτε μέτρου διασφαλίζει τα εργασιακά δικαιώματα των εργαζομένων και συμβάλλει στην αποτελεσματική λειτουργία και ανάπτυξη των επιχειρήσεων, στην καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού, στη βελτίωση της γραφειοκρατίας, το ψηφιακό μετασχηματισμό και τη διασύνδεση των δημοσίων συστημάτων.

Παράλληλα όμως, τάσσεται και εναντίον της εφαρμογής οποιουδήποτε μέτρου που ενδεχομένως να αυξάνει το διοικητικό φόρτο στις επιχειρήσεις και να προνοεί την επιβολή προστίμων των οποίων το ύψος είναι εκτός του χαρακτήρα της νομοθετικής συμμόρφωσης. Επιπλέον, βρίσκει αντίθετο το ΚΕΒΕ σε ο,τιδήποτε λαμβάνει διαβούλευσης ή νέας ρύθμισης και δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιομορφίες, ιδιαιτερότητες και το μέγεθος των κυπριακών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να προκαλεί αρνητικό αντίκτυπο και τροχοπέδη στην ανάπτυξη τους.

Ουσιαστικά, το κυρίως αντικείμενο της συζήτησης είναι το κατά πόσον υπάρχει σύμφωνος γνώμη μεταξύ των Κοινωνικών Εταίρων για τροποποίηση του περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμου του 2023, η οποία θα παρέχει εξουσία στον ΥΠΕΡΓ για να καθιστά μέσω Διατάγματος υποχρεωτική τη δήλωση των ουσιωδών όρων απασχόλησης στο «ΕΡΓΑΝΗ» (προσωπικά στοιχεία, τόπο και τύπο εργασίας, καθήκοντα, διάρκεια δοκιμαστικής περιόδου, ωράριο, όρους απασχόλησης και τις τυχόν συλλογικές συμβάσεις που διέπουν αυτούς κ.ά.). Επιπλέον θα μπορεί να αποφασίζει και για τη δήλωση επιπρόσθετων σχετικών στοιχείων που διέπουν τη σχέση εργοδότη – εργοδοτουμένου.

Είναι αξιοσημείωτο πως τόσο στη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία, όσο και στην Κυπριακή Νομοθεσία, απότοκο της πρώτης, δεν προνοείται τέτοια υποχρέωση για τον εργοδότη. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, μόνο οι κατά το νόμο επιθεωρητές μπορούν και έχουν το καθήκον να επιβεβαιώνουν την αποτελεσματική εφαρμογή των νομοθετικών απαιτήσεων, είτε με έρευνα επιβολής, είτε με ανταπόκριση σε παράπονα.

Με τα συγκεκριμένα δεδομένα λοιπόν, δικαιολογημένα παρατηρείται έντονος προβληματισμός στα μέλη του ΚΕΒΕ, ως προς την ορθότητα του προτεινόμενου τρόπου που προσεγγίζει ο ΥΠΕΡΓ για επίτευξη του στόχου. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του ότι υπάρχει διαθέσιμο το διαδικτυακό σύστημα πληρωμής εισφορών Κοινωνικών Ασφαλίσεων «SISnet», μέσω του οποίου επίσης μπορεί να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος.

Επιπρόσθετα, παρατηρείται έντονη ανησυχία και ως προς τη δημιουργία του λεγόμενου «Νομικού προηγούμενου» που ουσιαστικά ενδεχομένως να εφαρμοστεί στο μέλλον και για άλλα άρθρα που εμπεριέχουν παρόμοιας φύσης υποχρεώσεις οι οποίες νομοθετικά πρέπει να ελέγχονται από επιθεωρητές και όχι μέσω ψηφιακών συστημάτων.

Επιπλέον, καταγράφεται επιχειρηματική ανησυχία για τη μελλοντική αναβάθμιση, λειτουργικότητα και διασύνδεση του «ΕΡΓΑΝΗ» με άλλες ηλεκτρονικές πλατφόρμες που θα έχουν ως αποτέλεσμα τον αυστηρό και απρόσωπο έλεγχο. Αυτό ενδεχομένως να έχει ως αποτέλεσμα τον κλονισμό της εμπιστοσύνης μεταξύ εργοδότη – εργοδοτουμένου, στοιχείο απαραίτητο στις υγιής εργατικές σχέσεις.

Τέλος, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως το ψηφιακό σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ», Ελληνικής Προέλευσης, εξελίχθηκε κατά παρόμοιο τρόπο στη Ελλάδα, άρα υπάρχει παράδειγμα σε εξέλιξη. Συγκεκριμένα εκεί η επιβολή παρόμοιων απαιτήσεων προκάλεσε επιχειρηματική αναστάτωση και επιπλέον διοικητικό φόρτο, όπως μας ενημερώνουν μέλη μας που δραστηριοποιούνται και στον ελληνικό χώρο. Επιπρόσθετα, η «απογραφή των εργαζομένων» αποτέλεσε το πρώτο στάδιο εφαρμογής της «Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας» (clock-in-clock-out).

Καταλήγοντας, είναι σαφές ότι για την επίτευξη του στόχου θα πρέπει να συνεχιστεί η διαβούλευση μεταξύ ΥΠΕΡΓ και Κοινωνικών Εταίρων. Ειδικότερα με τις εργοδοτικές οργανώσεις. Όπως διαφαίνεται το θέμα είναι καθαρά εργοδοτικό και βαραίνει αποκλειστικά τις επιχειρήσεις.

Παραταύτα, με ορθό σχεδιασμό μπορεί να προκύψουν ευεργετικά αποτελέσματα από τέτοια εξέλιξη για την αγορά εργασίας. Αυτά περιλαμβάνουν σίγουρα την αύξηση της διαφάνειας και της ακρίβειας των δεδομένων, πολυσύνθετα ζητήματα τα οποία μπορεί να βελτιώσουν τηνποιότητα των στατιστικών δεδομένων.

Με πιο ακριβή δεδομένα, οι πολιτικές απασχόλησης των Κοινωνικών Εταίρων μπορούν να προσδιορίζουν καλύτερα τις ανάγκες σε εκπαίδευση, αξιολόγηση και ανάπτυξη του Ανθρώπινου Δυναμικού. Αυτά τα στοιχεία αναμφισβήτητα θα αυξήσουν την παραγωγικότητα, την αποδοτικότητα και εν συνεπεία και την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Επιπρόσθετα, η αυτοματοποίηση μπορεί να μειώσει τη γραφειοκρατία και να ενισχύσει τα μέτρα ασφάλειας, συμμόρφωσης και απαιτήσεις της εργατικής νομοθεσίας.

Συνοψίζοντας, η ψηφιακή απογραφή των εργαζομένων με τον σωστό σχεδιασμό αποτελεί ένα εργαλείο το οποίο λαμβάνει υπόψη την ευελιξία, την πολυπλοκότητα και μεταβλητότητα των σύγχρονων επιχειρήσεων, τις ιδιαιτερότητες κάθε κλάδου, κάθε γραμμής παραγωγής, ακόμα και κάθε παραγόμενου προϊόντος και γενικά τις ευρωπαϊκές πρακτικές ως προς την οργάνωση του χρόνου εργασίας των Αρχών του 21ου αιώνα.

Γιώργος Πυρίσιης υπεύθυνος τμήματος οικονομικών μελετών ΣΕΚ

Η ψηφιακή απογραφή των εργαζομένων μόνο οφέλη θα έχει

Η ψηφιακή απογραφή του συνόλου των εργαζομένων αποτελεί μια πολύ θετική εξέλιξη, η οποία τροχιοδρομήθηκε από την αείμνηστη Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ζέτα Αιμιλιανίδου. Μια εξέλιξη η οποία βρίσκεται προς την ορθή κατεύθυνση και ως ΣΕΚ τη χαιρετίζουμε.

Δεν μπορεί να υπάρξει βελτίωση στην αγορά εργασίας χωρίς την απαραίτητη διαφάνεια σε ό,τι αφορά την καταγραφή της απασχόλησης. Η ψηφιακή απογραφή των εργαζομένων αναμένεται να είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια τεχνοκρατών και ειδικών χάραξης πολιτικής για την εξαγωγή συμπερασμάτων σε ότι αφορά τις τάσεις, προκλήσεις και προοπτικές στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, η βέλτιστη χρήση της ψηφιακής βάσης δεδομένων για απογραφή των εργαζομένων αναμένεται να βοηθήσει τους Κοινωνικούς Εταίρους, ώστε να έχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για σειρά ζητημάτων τα οποία προκύπτουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Είναι αποδεδειγμένο πέραν πάσης αμφιβολίας πως όσο πιο αξιόπιστα, ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα παρέχονται στους Κοινωνικούς Εταίρους και τους ειδικούς χάραξης πολιτικής τόσο πιο ακριβείς είναι και οι αποφάσεις που λαμβάνονται για πάταξη της παράνομης, της υποδηλωμένης και της αδήλωτης εργασίας (δέστε για παράδειγμα την περίπτωση της παροχής ποιοτικών, ποσοτικών και έγκυρων στοιχείων από την Στατιστική Υπηρεσία της Κύπρου).

Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία τα οποία παρουσιάζονται στην τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Αρχής Εργασίας (European Labour Authority – March 2023), τα οποία αφορούν το 2021. Στην περίπτωση της Κύπρου, πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι σε 4.343 εργοδότες (συμπεριλαμβανομένων και 690 αυτοεργοδοτούμενων).

Από τους ελέγχους ανάμεσα σε 10.166 εργοδοτούμενους, ποσοστό της τάξεως του 8.73% ήταν αδήλωτοι εργαζόμενοι, οι οποίοι απασχολούνταν κυρίως στους τομείς των οικοδομών, υγειονομικής περίθαλψης και μεταφορών. Από τους 887 αδήλωτους εργαζόμενους, το 41% προερχόταν από τρίτες χώρες και 21% ήταν Ευρωπαίοι πολίτες.

Παράλληλα, με βάση πρόσφατες δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γιάννη Παναγιώτου, το μέγεθος του προβλήματος της αδήλωτης εργασίας ανέρχεται περίπου στο 8% του εργατικού δυναμικού, που αντιστοιχεί περίπου σε 40 χιλιάδες εργαζόμενους και απώλειες 10 περίπου εκατομμυρίων ευρώ για το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Δηλαδή, μεταξύ του 2021 μέχρι και τους πρώτους μήνες του 2024 το ποσοστό της αδήλωτης εργασίας παρέμεινε αναλλοίωτο. Μάλιστα, το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας φαίνεται να λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, λόγω και των αυξημένων μεταναστευτικών ροών, καθώς αρκετοί μετανάστες από τρίτες χώρες πέφτουν θύματα άγριας εργασιακής εκμετάλλευσης, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο πως το ποσοστό της αδήλωτης εργασίας σε άτομα από τρίτες χώρες ξεπερνά το 60%.

Η αδήλωτη εργασία ενισχύει την παραοικονομία, οδηγεί σε απώλειες εσόδων από τα δημόσια ταμεία και υπονομεύει τον ελεύθερο και θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Με την καταγραφή των εργαζομένων μέσω μιας ψηφιακής βάσης δεδομένων, οι αρμόδιες υπηρεσίες του κράτους θα είναι σε θέση να εκτελέσουν αποτελεσματικές επιθεωρήσεις, συμβάλλοντας έτσι και στο νοικοκύρεμα της αγοράς εργασίας, η οποία δυστυχώς τα τελευταία έτη δέχθηκε αλλεπάλληλα πλήγματα και χρήζει καλύτερης ρύθμισης, μέσα και από την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων.

Οι σωστές επιχειρήσεις και οι σωστοί επιχειρηματίες δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Αντιθέτως, η διαφάνεια και η ψηφιακή καταγραφή των εργαζομένων και των βασικών όρων εργοδότησης θα ενισχύσει τις καλές επιχειρήσεις και θα τιμωρήσει τους κακούς και παράνομους εργοδότες. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός σε μια οικονομία η οποία λειτουργεί στη βάση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός σε καμία περίπτωση.

Για αυτό χρειάζεται ο κατάλληλος συντονισμός, διαβούλευση και συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, ώστε εκεί και όπου υπάρχουν παραβιάσεις, να καταγγέλλονται, να επιβάλλονται οι απαιτούμενες ποινές και να ακολουθείται η δημόσια διαπόμπευση (name and shame). Η ψηφιακή απογραφή θα συμβάλει στην καλύτερη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και οι Κοινωνικοί Εταίροι θα πρέπει να συνεργαστούν και να αξιοποιήσουν τα νέα εργαλεία και δυνατότητες που θα προκύψουν προς αμοιβαίο όφελος.

Τέλος, η ΣΕΚ θεωρεί πως, στο πλαίσιο αυτής της απόφασης, επιβάλλεται όπως επισπευσθεί η διαδικασία εφαρμογής του ΕΡΓΑΝΗ ΙΙ, το οποίο θα θέσει οριστικό φραγμό στην ασυδοσία και στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, στα πρότυπα της επιτυχούς εφαρμογής του στην ελλαδική αγορά εργασίας, όπως ακριβώς έχει τροχιοδρομηθεί από το 2018.

ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΜΑΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ INSIDER