Την περίοδο που τα επιτόκια είναι ακριβά, όπως αυτήν που διάγουμε τώρα, τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα είναι αυτά που ζητούν τα περισσότερα καταναλωτικά δάνεια (αγορά αυτοκινήτου, πιστωτική κάρτα ή διευκόλυνση υπερανάληψης), με τις τράπεζες να απορρίπτουν τις περισσότερες αιτήσεις.
Αντίθετα, τα νοικοκυριά με ψηλά εισοδήματα «τραβούν πίσω» και δεν ενδιαφέρονται για νέες πιστώσεις με μεγάλη συχνότητα, όχι μόνο για καταναλωτικά δάνεια αλλά ούτε και για άλλους τύπους πιστώσεων.
Ανάλυση με τίτλο «Καταναλωτική πίστη: ποιος υποβάλλει αίτηση για δάνεια τώρα;», που δημοσιεύθηκε στο blog της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) από τους οικονομολόγους Όμηρο Κουβάβα και Αθανάσιο Τσιόρτα, υποδεικνύει ότι πρόσφατη εργασία έδειξε επίσης ότι οι καταναλωτές αντιδρούν με διαφορετικούς τρόπους στην επιβάρυνση από τα επιτόκια, είτε προσαρμόζοντας τα καταναλωτικά τους πρότυπα ή αναθεωρώντας την αποταμιευτική και δανειοδοτική τους συμπεριφορά. Σκιαγραφώντας το τραπεζικό περιβάλλον της Ευρωζώνης, χωρίς όμως να αναφέρονται σε κάθε τραπεζικό σύστημα χωριστά, σημειώνουν ότι το μέσο μερίδιο αυτών που ζήτησαν τραπεζική πίστωση (δάνειο) αντιμετώπισαν πλήρη απόρριψη ή μερική αποδοχή τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό ίσχυε τόσο για τις αιτήσεις στεγαστικών δανείων όσο και για τις αιτήσεις καταναλωτικής πίστης, ενώ το μέσο ποσοστό απόρριψης της τελευταίας κατηγορίας ήταν γενικά υψηλότερο και για τις δύο εισοδηματικές ομάδες, σύμφωνα με τους αρθρογράφους.
Ως συμπέρασμα καταλήγουν ότι η αλλαγή στη σύνθεση των αιτήσεων δανείων μπορεί να έχει κάνει τις τράπεζες να αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο δανεισμού ως υψηλότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.
«Πράγματι, τα ποσοστά απόρριψης στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, τα οποία είναι γενικά υψηλότερα για τους καταναλωτές με χαμηλότερο εισόδημα, έχουν επίσης αυξηθεί. Συνολικά, οι παρατηρήσεις που τεκμηριώνουμε συμβάλλουν επίσης στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο τρέχων κύκλος νομισματικής σύσφιξης μετακυλίεται σε διαφορετικές ομάδες νοικοκυριών όσον αφορά τη συμμετοχή τους στην αγορά δανείων».
Ιστορικά, σημειώνουν οι αρθρογράφοι, «οι τράπεζες είναι πιο πιθανό να απορρίψουν αιτήσεις από καταναλωτές χαμηλότερου εισοδήματος. Δεδομένου ότι η σύνθεση των αιτήσεων δανείου έχει μετατοπιστεί για να περιλαμβάνει πιο επικίνδυνες αιτήσεις καταναλωτικής πίστης από νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα, το συνολικό ποσοστό απόρριψης των αιτήσεων δανείου αυξάνεται μηχανικά – ακόμη και αν τα πιστωτικά πρότυπα παραμένουν αμετάβλητα. Οι αυξημένες αντιλήψεις για τον κίνδυνο μπορεί επίσης να είναι το αποτέλεσμα των τραπεζών που λαμβάνουν περισσότερες αιτήσεις δανείων που θα θεωρούνταν πάντα πιο ριψοκίνδυνες».
Η Κεντρική Τράπεζα, χωρίς να δίνει αριθμούς ή ποσοστά, στην τελευταία έκθεση τραπεζικών χορηγήσεων σημειώνει ότι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2023 η αναλογία των αιτήσεων (επίσημων και ανεπίσημων) οι οποίες απορρίφθηκαν ως προς το σύνολο των αιτήσεων για δάνεια από επιχειρήσεις παρέμεινε αμετάβλητη, όπως και το προηγούμενο τρίμηνο, τόσο για μικρομεσαίες επιχειρήσεις όσο και για μεγάλες επιχειρήσεις.
Η εξέλιξη αυτή, σημειώνεται, φαίνεται να είναι συμβατή με τα αμετάβλητα κριτήρια χορήγησης δανείων προς επιχειρήσεις τα τελευταία τρία τρίμηνα. Αντίθετα, καταγράφηκε μείωση στην αναλογία των απορριφθέντων αιτήσεων από νοικοκυριά, για όλες τις κατηγορίες δανείων, παρόλο που τα κριτήρια χορήγησης τόσο των στεγαστικών δανείων όσο και των καταναλωτικών και λοιπών δανείων συνεχίζουν να καταγράφουν καθαρή αυστηροποίηση.