Το Υπουργείο Ενέργειας απέστειλε χθες στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, μέσω του γενικού διευθυντή Μάριου Παναγίδη, στοιχεία για τα έσοδα της Κυπριακής Δημοκρατίας από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, χωρίς όμως να απαντά, μέσω των στοιχείων που του διαβίβασε το Υπουργείο Οικονομικών, πού πήγαν και πώς διατέθηκαν τα 181.6 εκατ. ευρώ που εισέπραξε το κράτος από το 2012 έως και το 2021 από τους πλειστηριασμούς.

Τα σχεδόν 182 εκατ. είναι τμήμα μόνο των λεφτών που χρεώθηκαν στους καταναλωτές ρεύματος και πληρώθηκαν από αυτούς μέσω των λογαριασμών της ΑΗΚ (σύνολο 376 εκατ.!), αλλά κατέληξαν, βάσει ευρωπαϊκής νομοθεσίας, στο πάγιο ταμείο της Δημοκρατίας, αυξάνοντας το κόστος ηλεκτροδότησης και επιβαρύνοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Κατά τις σχετικές συζητήσεις που έγιναν στην Επιτροπή Ενέργειας, βουλευτές σχεδόν απ’ όλα τα κόμματα ζήτησαν μεταξύ άλλων να ενημερωθούν επίσημα όχι μόνο για τα συνολικά έσοδα της Δημοκρατίας από την αγορά δικαιωμάτων αερίων του θερμοκηπίου αλλά και για τον τρόπο αξιοποίησής τους από το κράτος. Από το ογκώδες υλικό που απέστειλε χθες στην κοινοβουλευτική επιτροπή το Υπ. Ενέργειας (βασισμένο και σε στοιχεία που του διαβίβασε το Υπουργείο Οικονομικών) δεν υπάρχει το παραμικρό συγκεκριμένο στοιχείο για τους σκοπούς για τους οποίους διατέθηκαν τα 182 εκατ. ευρώ από το 2012 έως και πέρσι.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Εφαρμόζεται ο νόμος;

Το θέμα αποκτά σημασία και για ένα πρόσθετο λόγο: Για τη διαχείριση αυτών των εσόδων, προβλέπει ο νόμος περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου του 2011, ο οποίος επιβάλλει ότι τουλάχιστο το 50% των εσόδων πρέπει να διατίθεται σε συγκεκριμένους σκοπούς που έχουν σχέση με το περιβάλλον, την ανάπτυξη των ΑΠΕ, την αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα κλπ, την αποτροπή ενεργειακής φτώχειας. Ο ίδιος νόμος υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να ενημερώνει και την ΕΕ αλλά και τη Βουλή για την αξιοποίηση αυτών των εσόδων, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έπραξε η κυβέρνηση, σε ό,τι αφορά τουλάχιστο την ενημέρωση της Βουλής, η οποία ουσιαστικά παρακωλύεται στην άσκηση κοινοβουλευτικού ελέγχου. Στην Κύπρο δεν έχει συσταθεί για την ώρα ειδικό ταμείο για τα έσοδα από τις πωλήσεις δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου και ελλείψει στοιχείων από το Υπουργείο Οικονομικών ή από άλλη αρχή δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο εφαρμόζεται ο νόμος ή αν το κράτος χρησιμοποιεί στο σύνολό τους αυτά τα χρήματα για να κλείνει τρύπες άσχετες με την προστασία του περιβάλλοντος, την πράσινη μετάβαση και την στήριξη ευάλωτων καταναλωτών ηλεκτρισμού.

Η εκτόξευση της μέσης τιμής

Σύμφωνα με τα στοιχεία που διαβίβασε ο γ.δ. του Υπ. Ενέργειας, από τα τέλη του 2012 μέχρι και το 2021 δημοπρατήθηκαν 7.7 εκατ. δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, που μας αναλογούσαν, και τα έσοδα της Δημοκρατίας ανήλθαν στα 181.6 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 2.5 εκατ. είναι η αμοιβή του ΧΑΚ που προσφέρει στο κράτος υπηρεσίες εκπλειστηριαστή.

Ειδικότερα, ενώ το 2012 το κράτος εισέπραξε ως έσοδα πλειστηριασμών 1,5 εκατ. ευρώ, το 2021 εισέπραξε 78,5 εκατ. ευρώ. Αυτό οφείλεται από τη μια στον εξαπλασιασμό της ποσότητας δικαιωμάτων ρύπων που αγοράζουν η ΑΗΚ και κάποιες άλλες βαριές βιομηχανίες (καθώς από το 2019 η ΕΕ δεν διαθέτει δωρεάν μια ποσότητα δικαιωμάτων, όπως έπραττε τα προηγούμενα χρόνια) αλλά οφείλεται επίσης και στον πολλαπλασιασμό της μέσης τιμής δημοπράτησης ή, αλλιώς, της τιμή πώλησης ανά τόνο αερίων θερμοκηπίου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρατέθηκαν στη Βουλή από τα αρμόδια υπουργεία, ενώ το 2012 η μέση τιμή δημοπράτησης στο ειδικό χρηματιστήριο της ΕΕ ήταν 6.49 ευρώ και διατηρήθηκε κοντά σε αυτό το επίπεδο μέχρι και το 2017, από το 2018 πήρε και συνεχίζει την ανιούσα. Ειδικότερα, το 2018 η μέση τιμή δημοπράτησης τριπλασιάστηκε και ανέβηκε στα 15.44 ευρώ, το 2019 αυξήθηκε περαιτέρω στα 24.68 ευρώ, το 2020 ήταν 24.22 ευρώ, το 2021 υπερδιπλασιάστηκε στα 53.06 ευρώ και μέχρι Απρίλιο 2022 ανέβηκε στα 81.80 ευρώ τον τόνο. Η πορεία ανόδου της τιμής εκτιμάται ευρέως ότι θα συνεχιστεί.

Ως προς τα έσοδα του κράτους μπορεί επίσης να επισημανθεί πως με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη Βουλή προκύπτει πως από το 2012 μέχρι και το 2017 κυμάνθηκαν από 244.000 ευρώ (2012) έως και 6,564,655 ευρώ (2017). Από εκεί και πέρα, τα έσοδα του κράτους (και τα έξοδα των καταναλωτών ρεύματος) ανέβηκαν στα ύψη: Το 2018 εισράχθηκαν σχεδόν 26 εκατ. ευρώ, το 2019 εισπράχθηκαν 26,1 εκατ., το 20220 ανέβηκαν στα 40 εκατ. και το 2021 στα 78 εκατ. Όπως εξηγούμε κατωτέρω, το πραγματικό κόστος για την ΑΗΚ και τους καταναλωτές ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Στα 376 εκατ. το κόστος της ΑΗΚ για ρύπους μεταξύ 2010-21!

Επαναλαμβάνουμε πως ενώ τα λεφτά που δαπανά η ΑΗΚ για την αγορά των δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου (που σήμερα αντιστοιχούν περίπου στο 1/3 του κόστους της κιλοβατώρας) μεταφέρονται ως πρόσθετο κόστος ηλεκτροπαραγωγής στους καταναλωτές ρεύματος, τα έσοδα από τους πλειστηριασμούς καταλήγουν στο πάγιο ταμείο του κράτους. Με αυτό τον τρόπο, για τις διαχρονικές αμαρτίες του κράτους, που εγκλώβισαν την ηλεκτροπαραγωγή στο πετρέλαιο, τιμωρούνται οι καταναλωτές (οικιακοί, εμπορικοί, βιομηχανικοί) και επωφελείται το ταμείο του κράτους!

Πρέπει επίσης να επισημανθεί (και χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων) ότι ενώ το κράτος είχε μεταξύ του 2010 και του 2021 έσοδα περίπου 150 εκατ. ευρώ από πλειστηριασμούς δικαιωμάτων εκπομπής αερίων, η ΑΗΚ, με σημείωμά της που επίσης κατατέθηκε στη Βουλή, ανεβάζει το δικό της κόστος για την αγορά των δικαιωμάτων την ίδια περίοδο στα 376.343.000! Δηλαδή, το πραγματικό ποσό με το οποίο επιβαρύνθηκαν οι καταναλωτές ηλεκτρισμού και ευρύτερα η οικονομία την τελευταία δεκαετία ήταν 376 εκατ., ενώ το κράτος επωφελήθηκε με περίπου 150 εκατ. ευρώ, μέσω της πώλησης δικαιωμάτων.

Από τα στοιχεία είναι ξεκάθαρο πως κάθε χρόνο η ΑΗΚ (και εμείς) πληρώνει πολύ περισσότερα για ρύπους. Το 2017 το κόστος της ήταν 12.2 εκατ., το 2018 ήταν 38.4, το 2019 ήταν 67 εκατ., το 2020 ήταν 74.6 εκατ. και το 2021 ήταν 165.2 εκατ!

Πολύ μικρή η μείωση σε τόνους ρύπων

Από τα στοιχεία που κατατέθηκαν προκύπτει και κάτι επίσης ανησυχητικό. Ενώ επιβαρύνονται οι καταναλωτές και η οικονομία με μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ ετησίως, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, εν είδει πέναλτι από την ΕΕ για να υποχρεωθεί το κράτος να επιβάλει μείωση στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου, στην πραγματικότητα η μείωση των εκπομπών είναι πολύ μικρή. Προφανώς γιατί δεν καταφέραμε ακόμα να εισαγάγουμε φυσικό αέριο (που θα μείωνε τις εκπομπές περίπου κατά 20-25% σε σχέση με το πετρέλαιο) και δεν εντάξαμε στο ενεργειακό ισοζύγιο περισσότερη πράσινη ενέργεια από ΑΠΕ.

Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία που έστειλε το Υπ. Ενέργειας, ενώ το 2010 οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου (LULUCF) ήταν 9464 τόνοι (Gg CO2 eq), το 2020 μειώθηκαν ελάχιστα και ήταν 8.872 τόνοι, δηλαδή μείωση κατά μόλις 592 τόνους μέσα σε δέκα χρόνια και ενώ προηγήθηκαν σε βάθος δεκαετίας χρηματικές «ποινές» (αυξημένο κόστος ηλεκτροπαραγωγής) ύψους περίπου 376 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με την ΑΗΚ

Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει πως η μείωση σε εκπομπές αερίων ήταν μεγαλύτερη την τριετία 2013 – 4 – 5 (κατά 1544, 1171 και 1120 τόνους, αντίστοιχα), προφανώς όχι γιατί λήφθηκαν ουσιαστικά μέτρα προς τη χρήση πράσινης ενέργειας ή εξοικονόμησης ενέργειας, αλλά γιατί ζήσαμε τη γνωστή οικονομική κρίση και την ύφεση, που περιόρισε και τη δραστηριότητα βιομηχανιών, κυρίως της ΑΗΚ, λόγω μείωσης της ζήτησης ρεύματος.