Η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αξιολογείται, όχι άδικα, ως το πλέον σημαντικό βήμα που έγινε από τη χώρα μας σε μια πολύ ιδιαίτερη συγκυρία, το οποίο λειτούργησε σωστικά και ως ανάχωμα σε εξαιρετικά πιεστικές καταστάσεις που είχαν ως υπόβαθρο το Κυπριακό.

Η ένταξη πέρασε μέσα από συμπληγάδες αφού είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος προβληματισμού όπως και κομματικών αντιπαραθέσεων ως προς τη χρησιμότητα μιας τέτοιας πολιτικής κίνησης από το κυπριακό κράτος που επέλεξε με την ανεξαρτησία την ένταξή του στην ομάδα των αδεσμεύτων. Η απόφαση για τη συγκεκριμένη κίνηση θεωρήθηκε δυτικόστροφη επιλογή αφού είχαν ωριμάσει οι συνθήκες και οι πλείστες πολιτικές δυνάμεις, πρωτίστως όμως η διακυβέρνηση παρουσιάστηκε έτοιμη να σηκώσει το πολιτικό βάρος εντός και εκτός Κύπρου αποδυόμενη σε ένα αγώνα δύσκολο και χωρίς προγνωστικά για το τελικό αποτέλεσμα. Βεβαίως και έχουν τη σημασία τους όχι μόνο οι χειρισμοί αλλά και ο χρόνος

Η αξιολόγηση εκείνης της πορείας, τη συμπλήρωση 20 χρόνων από την υπογραφή της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, στην Στοά του Αττάλου, στην Αθήνα από τον τότε Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο και τον τότε Υπουργό των Εξωτερικών Γιώργο Ιακώβου, επιβεβλημένη για το σήμερα αλλά και τα επόμενα βήματα που έχει μπροστά του το κυπριακό κράτος. Οι πρώτες συζητήσεις για το κεφάλαιο αυτό, άρχισαν αμέσως μετά την τουρκική εισβολή στο νησί ενώ χαίνουσες ήταν οι πληγές της χώρας και του λαού. Κορυφώθηκαν επί των ημερών του Γιάννου Κρανιδιώτη, στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών επί διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, όταν τα ηνία του κυπριακού κράτους βρίσκονταν στα χέρια του Γλαύκου Κληρίδη, μετά το 1993. Η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικογένεια είχε αναχθεί από τις πολιτικές δυνάμεις , που στήριξαν αυτή την πολιτική κίνηση, σε καταλύτη για τη λύση του Κυπριακού προβλήματος. Οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κρίνουν χειρισμούς, αντιδράσεις όπως και το τελικό αποτέλεσμα τόσο της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και το αποτύπωμα της στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν για την επίτευξη λύσης βιώσιμης και λειτουργικής. Πάντως μέχρι σήμερα, η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο θετικά μετρά και σε ότι αφορά

Για την ιστορία σημειώνουμε ότι σε σημείωμά του προς το γενικό διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1975, ένας εκ των πρωτεργατών της όλης πρωτοβουλίας, ο τότε διπλωμάτης Θεόφιλος Θεοφίλου- εκ μέρους του Γραφείου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων- και με θέμα: «Αίτησις της Κύπρου δι’ ένταξιν εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα», υπογράμμιζε μεταξύ άλλων:

«Μεταξύ των δεδομένων τα οποία δέον όπως η Κυπριακή Κυβέρνησις σταθμίση προς της λήψεως οιασδήποτε αποφάσεως επί του προκειμένου θέματος είναι και το γεγονός της υπό της Ελλάδος υποβολής αιτήσεως εντάξεως εις την ΕΟΚ, ήτις ευρίσκεται εισέτι εν εκκρεμότητι και η επί της οποίας επίσημος απάντησις της Κοινότητος αναμένεται να δοθή εντός του προσεχούς Ιανουαρίου. Και τούτο δια δύο λόγους:

α)Υποβολή αιτήσεως δι’ ένταξιν υπό της Κύπρου προς της λήψεως οριστικής αποφάσεως επί της ελληνικής αιτήσεως και προς της συμπληρώσεως των διαπραγματεύσεων και των διαδικασιών αίτινες θα προηγηθούν της εντάξεως της Ελλάδος, θα ηδύνατο να επηρεάση κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπον, θετικών ή αρνητικώς, την εις την Κοινότητα ένταξιν της Ελλάδος.

β)Έφ’όσον η τύχη και το μέλλον της Κύπρου είναι άρρηκτως συνδεδεμένα με την Ελλάδα, είναι πρόδηλον ότι η ένταξις της Ελλάδος εις την ΕΟΚ δεν είναι άνευ σημασίας δια την Κύπρον και ιδιαιτέρως δια την υπό της τελευταίας ακολουθούμενην, από κοινού μετά της Ελλάδος, πολιτικήν δια την επίτευξιν ικανοποιητικής και δικαίας λύσεως του Κυπριακού.
Επιβάλλεται όθεν όπως το θέμα της υποβολής ή μη αιτήσεως εντάξεως υπό της Κύπρου μελετηθή, επί ανωτάτου επιπέδου, εν συνεργασία μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως, διότι, μια τοιαύτη ενέργεια, θα έχη επιπτώσεις ουχί μόνον επί του μέλλοντος της Κύπρου αλλά πιθανόν και της Ελλάδος.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υποβολή αιτήσεως εντάξεως της Κύπρου εις την Κοινήν Αγοράν είναι πρωτοβουλία τεραστίας σημασίας. Δεν είναι μυστικόν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διέρχεται δυσκόλους στιγμάς, ούσης εν αμφιβόλω αυτής ταύτης της υπάρξέως της, και ότι η Κυπριακή Κυβέρνησις ευρίσκεται εις δυσχερή θέσιν με περιωρισμένα περιθώρια δράσεως. Αμυνόμενη συνεχώς κατά των πληγμάτων τα οποία της καταφέρονται υπό της ευρισκομένης εις την πλεονεκτικήν θέσιν και εχούσης την πρωτοβουλίαν των κινήσεων τουρκικής πλευράς, έχει σχεδόν εξαντλήσει όλους τους δυνατούς χειρισμούς τους οποίους είχεν την διάθεσιν της, χωρίς να διαφαίνωνται ελπίδες βελτιώσεως της θέσεως της και προσπελάσεως αδιεξόδου.

Η υποβολή αιτήσεως εντάξεως εις την ΕΟΚ θα ήτο πρωτίστως και κατ’ αρχήν (αλλ’ όχι μόνον) εις ελιγμός ο οποίος θα απέσπα την προσοχήν της διεθνούς κοινής γνώμης και, το σπουδαιότερον, των ξένων κυβερνήσεων, από τον τουρκοκύπριον ηγέτη και θα επανέφερε την πρωτοβουλίαν των κινήσεων εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν. Τονίζεται ενταύθα ότι μια τοιαύτη ενέργεια ως η μελετώμενη, πρέπει να περιβληθή με αυστηράν μυστικότητα ούτως ώστε να μην εξουδετερωθή υπό των εχθρών μας προς της δηλώσεως της και δια να μην απωλέση το στοιχείον του αιφνιασμού του αντιπάλου, όστις θα ευρεθή προ τετελεσμένου γεγονότος και χωρίς δυνατότητα επιτυχούς αντιδράσεως.

Αλλ’ υπάρχουν, και τούτο είναι βασικόν , και λόγοι αρχής, λόγοι «ιδεολογικοί θα έλεγον, οι οποίοι εξυπηρετούνται δια της υποβολής της αιτήσεως εντάξεως και έχουν σημασίαν δια την μορφήν λύσεως του Κυπριακού. Η ΕΟΚ προχωρεί βάσει χρονοδιαγράμματος εις την πλήρην ενοποίησιν της Ευρώπης. Εκφάνσεις ή αποτελέσματα αυτής της ενοποίησεως θα είναι ή κατάργησις των συνόρων μεταξύ των κρατών-μελών, η εξάλειψις των παντός είδους διακρίσεων μεταξύ των πολιτών των χωρών- μελών, η ελευθερία κινήσεως, εγκαταστάσεως, εξασκήσεως επαγγέλματος και αποκτήσεως περιουσίας εντός του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, η εκλογή δι’ αμέσων και καθολικών εκλογών πανευρωπαϊκού κοινοβουλίου, ή υιοθέτησις και χρήσις κοινού ευρωπαϊκού διαβατηρίου κ.λ.π.

Πάντα ταύτα ευρισκόνται εις πλήρη αντίθεσιν και συγκρούονται με την ακολούθουμενην υπό του Ντενκτάς διχοτομικήν και διαιρετικήν πολιτικήν. Εις περίπτωσιν εντάξεως της Κύπρου εις την ΕΟΚ ή απλώς θέσεως εν ισχύει της διαδικασίας εντάξεως , ο Τουρκοκύπριος σατραπίσκος θα ευρεθή αυτομάτως υποχρεωμένος να εγκαταλείψη τα διχοτομικά του σχέδια, να αποδεχθή την αρχήν του ενιαίου κράτους, να συγκαταλεύση εις την επιστροφήν των προσφύγων εις τας οικίας και περιουσίας των και να συνεργασθή δια τον σχηματισμόν Κεντρικής Κυβερνήσεως βάσει των εν Ευρώπη κρατουσών δημοκρατικών αρχών. Διότι, καθ’ην στιγμήν εντός των πλαισίων της ΕΟΚ, καταργούνται τα σύνορα και αι διακρίσεις μεταξύ τρων πολιτών των κρατών- μελών και οι περιορισμένοι εις την κίνησιν, εγκατάστασιν, εργασίαν και κτήσιν περιουσίας, δεν θα είναι δυνατόν εντός ενός κράτους- μέλους ή υποψηφίου μέλους να συμβαίνει το αντίθετον. Αυτό θα είναι το νόημα και η ουσία και μια εκ των σκοπιμοτήτων της υποβολής αιτήσεως εντάξεως της Κύπρου εις την ΕΟΚ».

Το σημείωμα Θεοφίλου αναδεικνύει πολλά στοιχεία στα οποία η Κυπριακή Πολιτεία καταγράφει, 50 χρόνια μετά, αδυναμίες και ελλείμματα. Όπως η αξιοποίηση της συγκυρίας με τόλμη και αποφασιστικότητα και ζητούμενο την συγκρότηση ομάδων πίεσης προς εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων. Αλλά και η ανάγκη να μην σέρνεται η κυπριακή διπλωματία πίσω από τις εξελίξεις αλλά να χαράζει δρόμους με αξιοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένη χρονική φάση . Eξαιρετικής σημασίας είναι και η διαχείριση που γίνεται προκειμένου να υπηρετηθούν οι εθνικοί στόχοι και η Κυπριακή Πολιτεία να βγει ενισχυμένη στο διεθνές πολιτικό περιβάλλον, με διασυνδέσεις που θα λειτουργούν ενισχυτικά στην προώθηση των κρατικών συμφερόντων ενός τέτοιου μικρού κράτους όπως το δικό μας.

Ο κ. Θεοφίλου επεσήμανε στο σημείωμά του ότι: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η υποβολή αιτήσεως εντάξεως της Κύπρου εις την Κοινήν Αγοράν είναι πρωτοβουλία τεραστίας σημασίας. Δεν είναι μυστικόν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία διέρχεται δυσκόλους στιγμάς ούσης εν αμφιβόλω αυτής ταύτης της υπάρξεως της, και ότι η Κυπριακή Κυβέρνησις ευρίσκεται εις δυσχερή θέσιν με περιωρισμένα περιθώρια δράσεως. Αμυνόμενη συνεχώς κατά των πληγμάτων τα οποία της καταφέρονται υπό της ευρισκομένης εις πλεονεκτικήν θέσιν και εχούσης την πρωτοβουλίαν των κινήσεων τουρκικής πλευράς, έχει σχεδόν εξαντλήσει όλους τους δυνατούς χειρισμούς τους οποίους είχεν εις την διάθεσιν της, χωρίς να διαφαίνωνται ελπίδες βελτιώσεως της θέσεως της και προσπελάσεως του αδιεξόδου.

Η υποβολή αιτήσεως εντάξεως εις την ΕΟΚ θα ήτο πρωτίστως και κατ’ αρχήν (αλλά όχι μόνον) είς ελιγμός ο οποίος θα απεσπά την προσοχήν της διεθνούς κοινής γνώμης και, το σπουδαιότερον, των ξένων Κυβερνήσεων, από τον Τουρκοκύπριον ηγέτης και θα επανέφερε την πρωτοβουλίαν των κινήσεων εις την Κυπριακήν Κυβέρνησιν. Τονίζεται ενταύθα ότι μια τοιαύτη ενέργεια ως η μελετώμενη, πρέπει να περιβληθή με αυστηράν μυστικότητα ούτως ώστε να μη εξουδετερωθή υπό των εχθρών μας προς της εκδηλώσεως της και δια να μη απωλέση το στοιχείον του αιφνιδιασμού του αντιπάλου, όστις θα ευρεθή προ τετελεσμένου γεγονότος και χωρίς δυνατότητα επιτυχούς αντιδράσεως».
Πρόσθετα υπογράμμιζε: «Αλλ’ υπάρχουν, και τούτο είναι βασικόν, και λόγοι αρχής, λόγοι «ιδεολογικοί» θα έλεγον , οι οποίοι εξυπηρετούνται δια της υποβολής της αιτήσεως εντάξεως και έχουν σημασίας για την μορφήν λύσεως του Κυπριακού. Η ΕΟΚ προχωρεί βάσει χρονοδιαγράμματος εις την πλήρη ενοποίησιν της Ευρώπης. Εκφάνσεις ή αποτελέσματα αυτής της ενοποιήσεως θα είναι η κατάργησις των συνόρων μεταξύ των κρατών μελών, η εξάλειψις των παντός είδους διακρίσεων μεταξύ των πολιτών των χωρών μελών, η ελευθερία κινήσεως, εγκαταστάσεως, εξασκήσεως επαγγέλματος και αποκτήσεως περιουσίας εντός του ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου, η εκλογή δι’ αμέσων και καθολικών εκλογών πανευρωπαϊκού κοινοβουλίου, η υιοθέτησις και χρήσις κοινού ευρωπαϊκού διαβατηρίου κ.λ.π.

Πάντα ταύτα ευρίσκονται εις πλήρη αντίθεσιν και συγκρούονται με την ακολουθούμενην υπό του Ντενκτάς διχοτομικήν και διαιρετικήν πολιτικήν. Εις την περίπτωσιν εντάξεως της Κύπρου εις την ΕΟΚ ή απλώς θέσεως εν ισχύει της διαδικασίας εντάξεως, ο Τουρκοκύπριος σατραπίσκος θα ευρεθή αυτομάτως υποχρεωμένος να εγκαταλείψη τα διχοτομικά του σχέδια, να αποδεχθή την αρχήν του ενιαίου κράτους, να συγκατανεύση εις την επιστροφήν των προσφύγων εις τας οικίας και περιουσίας των και να συνεργασθή δια τον σχηματισμόν Κεντρικής Κυβερνήσεως βάσει των εν Ευρώπη κρατουσών δημοκρατικών αρχών.

Διότι, καθ’ ην στιγμήν εντός των πλαισίων της ΕΟΚ, καταργούνται τα σύνορα και οι διακρίσεις μεταξύ των πολιτών των κρατών- μελών και οι περιορισμοί εις την κίνησιν, εγκατάστασιν, εργασίαν και κτήσιν περιουσίας, δεν θα είναι δυνατόν εντός ενός κράτους μέλους ή υποψήφιου μέλους να συμβαίνει το αντίθετον. Αυτό θα είναι το νόημα και η ουσία και μια εκ των σκοπιμοτήτων της υποβολής αιτήσεως εντάξεως της Κύπρου εις την ΕΟΚ».