Συνεπείς στην μόνιμη αντικυπριακή διαχρονική τους συμπεριφορά οι Βρετανοί «ξανάρχονται». Η Βρετανική στάση στο Κυπριακό αδιόρθωτη. Μονίμως εχθρική προς την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελληνική Κυπριακή πλευρά. Και μονίμως συντασσόμενη με τις τουρκικές επιδιώξεις.

Τελευταία εκδήλωση της δόλιας βρετανικής στάσης, οι δηλώσεις του Βρετανού Ύπατου Αρμοστή Ιρφάν Σιντίκ ότι «προκειμένου οι τ/κ να συναινέσουν σε επανέναρξη των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να τους δοθούν – από τους ε/κ – κίνητρα τα οποία θα τους κάνουν να νοιώσουν ασφαλείς». Το ερώτημα που προκύπτει είναι πως αντιδρούμε στη νέα αυτή πρόκληση. Είναι αρκετό το διπλωματικό διάβημα με την κλήση του Βρετανού πρέσβη στο Υπουργείο Εξωτερικών; Προφανώς όχι. Ήλθε η ώρα οι Βρετανοί να λάβουν το μήνυμα ότι δεν μπορούν να συνεχίζουν αζημίως την αντικυπριακή τους συμπεριφορά. Επειδή συνήθως οι Βρετανοί οχυρώνονται πίσω από τη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτή η Συνθήκη προβλέπει μια σειρά συμβατικές υποχρεώσεις των Βρετανών απέναντι στην Κύπρο.

Θα πρέπει να το τονίσουμε. Ασφαλώς από άποψη προτεραιοτήτων είναι σαφές ότι αυτό που πρώτιστα θα πρέπει να ενδιαφέρει είναι ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και η αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αυτή όμως η προτεραιότητα δεν πρέπει να μας εμποδίζει από του να επισημαίνουμε και να ενεργούμε ως προς τα εξής, αφού μάλιστα έχουμε την έγερση από βρετανικής πλευράς θρασύτατων αξιώσεων που στοχεύουν στην ακύρωση των πιο στοιχειωδών χαρακτηριστικών κρατικής υπόστασης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Βρετανία κατά σαφή παραβίαση των υποχρεώσεων της δυνάμει της συνθήκης εγγυήσεως και συμμαχίας αρνήθηκε να παρεμποδίσει την τουρκική εισβολή του 1974. Στη συνέχεια αρνείται συστηματικά μέχρι σήμερα να ενεργήσει για την ανατροπή της τουρκικής κατοχής σε βάρος της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας της Κύπρου. Τέλος παρέλειψε να λάβει οποιοδήποτε μέτρο για την αποτροπή ή ανατροπή της παράνομης ανακήρυξης «ανεξάρτητου κράτους» στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Άρα ως προς τα πιο πάνω θα πρέπει συνεχώς και αδιαλείπτως να καλούμε τη Βρετανία να συμμορφωθεί προς τις συμβατικές της υποχρεώσεις, τις οποίες ολοφάνερα έχει παραβιάσει και εξακολουθεί να το πράττει μέχρι σήμερα.

Ορισμένες πράξεις και ενέργειες των Βρετανών στην Κύπρο εκφεύγουν των ορίων των «στρατιωτικών απαιτήσεων και αναγκών ασφάλειας» των Βάσεων, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης. Αυτή η πρόνοια δεν παρέχει την ανεξέλεγκτη και αυθαίρετη εξουσία των αρχών των βάσεων στο να αναστέλλουν π.χ. ή να διακόπτουν την κυκλοφορία και διακίνηση των Κυπρίων πολιτών μέσα στα όρια των Βρετανικών Βάσεων. Κατά την άσκηση αυτών των εξουσιών ή δικαιωμάτων τους οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη ορισμένες υποχρεώσεις που έχουν επί του προκειμένου αναλάβει αλλά και τις συναφείς γενικές αρχές του Διεθνούς Δικαίου. Τέτοιες είναι η πλήρης συνεργασία με την κυβέρνηση της Δημοκρατίας, η μη δημιουργία ουσιαστικών συνοριακών φραγμών μεταξύ των βάσεων και της Κυπριακής Δημοκρατίας και η καλή τη πίστει ερμηνεία του κειμένου της Συνθήκης έτσι που να μην οδηγούνται σε παράλογα αποτελέσματα.

Πέραν των συνθηκών εγγυήσεως και συμμαχίας καθώς και της συνθήκης εγκαθίδρυσης, υπάρχει μια σημαντική ανεξάρτητη συμφωνία μεταξύ Κύπρου και Ηνωμένου Βασιλείου η οποία συνοδεύει τα άλλα έγγραφα και συνθήκες που ρυθμίζουν το καθεστώς της Κύπρου και η οποία προβλέπει την καταβολή χρηματικών ποσών προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Τα ποσά αυτά εμπίπτουν σε δύο κατηγορίες: (α) Εκείνα που καθορίζονται ρητά στη συμφωνία και αφορούν ποσά που καλύπτουν κυρίως την πρώτη πενταετία μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και άλλα ειδικά καθορισμένα ποσά για ορισμένους σκοπούς. Αυτά έχουν πληρωθεί. (β) Εκείνα τα ποσά που θα έπρεπε να καταβάλλονταν ανά πενταετία, μετά το 1965. Η Αγγλική Κυβέρνηση αρνείται συστηματικά, παρά τα επανειλημμένα διαβήματα των Κυπριακών Κυβερνήσεων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε σχέση με τα πιο πάνω ποσά.

Η άρνηση της Βρετανίας να εκπληρώσει αυτή τη ρητή νομική της υποχρέωση, καταβάλλοντας ανά πενταετία οικονομική βοήθεια προς την Κυπριακή Δημοκρατία για κάθε πενταετία μετά το 1965 συνιστά παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης για την οποία η Κυπριακή Κυβέρνηση οφείλει πλέον να κινηθεί με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέσα. Είναι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι το ποσό που κατεβλήθη για τη πενταετία 1960 -65 ανήλθε στα 12 εκατομμύρια λίρες. Συνεπώς είναι φανερό ότι τα ποσά που οφείλονται από τους Άγγλους για την χρονική περίοδο από το 1965 μέχρι σήμερα ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια λίρες. Η κυβέρνηση κατέχει τις γνωμοδοτήσεις της Νομικής Υπηρεσίας πάνω στο θέμα της νομικής δυνατότητας διεκδίκησης των πιο πάνω ποσών. Ήλθε η ώρα η κυβέρνηση να αξιοποιήσει αυτές τις γνωμοδοτήσεις που είναι απόλυτα θετικές ως προς το βασικό και δικαιολογημένο της διεκδίκησης από τους Βρετανούς καταβολής προς την Κυπριακή Δημοκρατία αυτών των ποσών.

Βεβαίως πέραν των πιο πάνω αναφερθέντων υπάρχουν κι οι επανειλημμένες αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών που ρητά θεωρούν τα δικαιώματα πρώην αποικιοκρατικών δυνάμεων σε πρώην αποικίες ως κατάλοιπα αποικισμού. (Vestiges of colonialism) και συνεπώς παράνομα. Η δε απόφαση «καταπέλτης» του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης στην προσφυγή του Μαυρικίου μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί ως οδηγός.

Σε μια από τις πολλές συζητήσεις που υπήρξαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων για το θέμα των υποχρεώσεων των Βρετανών έναντι της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Υπουργείο Εξωτερικών στις 23 Μαΐου του 2005 κατέθεσε το πιο κάτω αρκούντως αποκαλυπτικό έγγραφο για το θέμα των οικονομικών υποχρεώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου που παραμένουν μέχρι σήμερα ανεκπλήρωτες. «Σε απάντηση της επιστολή σας με ημερομηνία 20 Μαΐου 2005, η οποία αναφέρεται σε ερωτήσεις, οι οποίες προκύπτουν από τη συζήτηση του θέματος σε κοινή συνεδρία των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών Εξωτερικών και Νομικών, η οποία είχε πραγματοποιηθεί στις 7 Μαρτίου 2005, θα ήθελα να σας αναφέρω τα ακόλουθα:

Για το ζήτημα (α) των οικονομικών υποχρεώσεων της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Κυπριακή Δημοκρατία οι σχετικές πρόνοιες αποτελούν καθ’ όλα (τύποις και ουσία) διεθνή συμφωνία. Ο τύπος της συμφωνίας αυτής είναι η «ανταλλαγή επιστολών», και αποτελούν το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Συμφωνία αυτή προβλέπει την καταβολή, εν είδει δωρεάς, από το Ηνωμένο Βασίλειο προς την Κυπριακή Δημοκρατία, ενός ποσού 12 εκατομμυρίων λιρών Κύπρου, για την πρώτη πενταετία ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον, η συμφωνία αυτή επιβάλλει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου πριν την λήξη των πρώτων (κάθε) πέντε ετών, για την αναθεώρηση του ύψους της δωρεάς για την (κάθε) επόμενη πενταετία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλους τους σχετικούς παράγοντες. Σημειώνεται ότι, από την γραμματική ερμηνεία, μάλιστα, της υποπαραγράφου ( c ) του Appendix R, προκύπτει ότι οι οικονομικές υποχρεώσεις του Ηνωμένου Βασιλείου προϋποτίθενται (θεωρούνται δεδομένες), με τρόπο, ώστε οι διαβουλεύσεις θα είχαν σκοπό μόνο τον καθορισμό του ύψους της δωρεάς για την (κάθε) επόμενη πενταετία. Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ικανοποίησε τις οικονομικές υποχρεώσεις της αυτές για τα πρώτα πέντε χρόνια της εγκαθίδρυσης του Κυπριακού Κράτους.

Πριν την λήξη της σχετικής προθεσμίας, και στην απαίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για έναρξη διαβουλεύσεων για καθορισμό του ποσού για τη δεύτερη πενταετία, η Βρετανική Κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να επικαλεστεί, σαν πρόφαση, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο και προέβαλλε ως όρο την απαίτηση ότι η οικονομική βοήθεια της πρέπει να αξιοποιείται προς όφελος και για λογαριασμό ολοκλήρου του λαού της Κύπρου, (δηλαδή Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι, όμως, είχαν, στο μεταξύ, αποχωρήσει από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία).
Έτσι οι προβλεπόμενες διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αργότερα, το θέμα τέθηκε σε υψηλότατο επίπεδο και υποβλήθηκε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με τις αποφάσεις του 9014 και 9310 της 4ης Σεπτεμβρίου και της 29ης Δεκεμβρίου 1969, αντιστοίχως, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εξωτερικών να εγείρει το ζήτημα της οικονομικής βοηθείας για τη δεύτερη πενταετία, στους Βρετανούς.

Σε κάποιο στάδιο ζητήθηκαν οι απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί, με επιστολή του, της 6ης Οκτωβρίου 1972 και με άλλη της 23ης Αυγούστου 1979, ότι, από νομικής επόψεως, η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αδιαμφισβήτητη και ότι το μόνο που απέμενε ήταν ο καθορισμός της έκτασης – ύψους της βοήθειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (c ) των σχετικών επιστολών.

Έτσι η Κυπριακή Κυβέρνηση επανήλθε, πλείστες τόσες φορές, μέχρι το 1974, στο ζήτημα της διεξαγωγής διαβουλεύσεων για τον καθορισμό του ποσού για τις επόμενες πενταετίες, εγείροντας το ζήτημα αυτό, σχεδόν σε κάθε συνάντηση με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους.

Παρ’ όλες τις υποσχέσεις, και μολονότι το ζήτημα εγείρετο, σχεδόν σε κάθε συνάντηση, με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους και παρ’ όλο ότι, ακόμα, στάληκε πραγματική σωρεία (μερικών αυστηρών) επιστολών για το ζήτημα προς τη Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία στην Κύπρο, εντούτοις δεν δόθηκε καμία απάντηση. Πέραν, όμως, και ανεξαρτήτως των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Κυβέρνηση ήγειρε το ζήτημα της έναρξης διαβουλεύσεων για τον καθορισμό των χρηματικών αντιτίμων για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα συνακόλουθα διαφυγόντα κέρδη της τελευταίας, λόγω της παροχής των διευκολύνσεων αυτών.

Οι διευκολύνσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν π.χ. την χρήση των κυπριακών λιμένων, του κυπριακού εναέριου χώρου, την χρήση συχνοτήτων, των οδικών δικτύων, του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, των επικοινωνιών, των τηλεοπτικών, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπηρεσιών ενοίκιο για χρήση των κρατικών γαιών στις περιοχές διακατοχής, φορολογικές ατέλειες, απώλεια τελωνειακών προσόδων, κ.τ.λ.

Το 2020, είχαν ολοκληρωθεί 11 πενταετίες, μετά την πρώτη, για τις οποίες η Βρετανική Κυβέρνηση δεν έχει καταβάλει τα οφειλόμενα από τις οικονομικές υποχρεώσεις της, από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, προς την Κυπριακή Δημοκρατία». Όταν η προπέτεια, και η συνεχής προσπάθεια υπόσκαψης της κρατικής οντότητας της Κύπρου, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βρετανικής συμπεριφοράς, το καθήκον μας δεν είναι ούτε η αβροφροσύνη ούτε η αιδήμων σιωπή. Λόγοι στοιχειώδους αυτοάμυνας επιβάλλουν την ανάλογη αντίδραση. Η διεκδίκηση των οφειλόμενων χρηματικών ποσών από τους Βρετανούς, με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέτρα, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα. Καθώς το μέγιστο είναι η αμφισβήτηση της λεγόμενης κυριαρχίας των αποικιοκρατικών καταλοίπων των στρατιωτικών βάσεων.

Oι υποχρεώσεις προς ΚΔ

Πριν την λήξη της σχετικής προθεσμίας, και στην απαίτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας για έναρξη διαβουλεύσεων για καθορισμό του ποσού για τη δεύτερη πενταετία, η Βρετανική Κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να επικαλεστεί, σαν πρόφαση, την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο και προέβαλλε ως όρο την απαίτηση ότι η οικονομική βοήθεια της πρέπει να αξιοποιείται προς όφελος και για λογαριασμό ολοκλήρου του λαού της Κύπρου, (δηλαδή Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι, όμως, είχαν, στο μεταξύ, αποχωρήσει από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία).

Έτσι οι προβλεπόμενες διαβουλεύσεις δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Υπουργείου Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αργότερα, το θέμα τέθηκε σε υψηλότατο επίπεδο και υποβλήθηκε σχετική πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο με τις αποφάσεις του 9014 και 9310 της 4ης Σεπτεμβρίου και της 29ης Δεκεμβρίου 1969, αντιστοίχως, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εξωτερικών να εγείρει το ζήτημα της οικονομικής βοηθείας για τη δεύτερη πενταετία, στους Βρετανούς.

Σε κάποιο στάδιο ζητήθηκαν οι απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας, θεωρεί, με επιστολή του, της 6ης Οκτωβρίου 1972 και με άλλη της 23ης Αυγούστου 1979, ότι, από νομικής επόψεως, η υποχρέωση του Ηνωμένου Βασιλείου είναι αδιαμφισβήτητη και ότι το μόνο που απέμενε ήταν ο καθορισμός της έκτασης – ύψους της βοήθειας, σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (c ) των σχετικών επιστολών.

Έτσι η Κυπριακή Κυβέρνηση επανήλθε, πλείστες τόσες φορές, μέχρι το 1974, στο ζήτημα της διεξαγωγής διαβουλεύσεων για τον καθορισμό του ποσού για τις επόμενες πενταετίες, εγείροντας το ζήτημα αυτό, σχεδόν σε κάθε συνάντηση με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους.
Παρ’ όλες τις υποσχέσεις, και μολονότι το ζήτημα εγείρετο, σχεδόν σε κάθε συνάντηση, με Βρετανούς διπλωμάτες και αξιωματούχους και παρ’ όλο ότι, ακόμα, στάληκε πραγματική σωρεία (μερικών αυστηρών) επιστολών για το ζήτημα προς τη Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία στην Κύπρο, εντούτοις δεν δόθηκε καμία απάντηση. Πέραν, όμως, και ανεξαρτήτως των οικονομικών υποχρεώσεων, οι οποίες προκύπτουν από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, η Κυπριακή Κυβέρνηση ήγειρε το ζήτημα της έναρξης διαβουλεύσεων για τον καθορισμό των χρηματικών αντιτίμων για τις παρεχόμενες διευκολύνσεις, τις οποίες απολαμβάνουν οι Αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και τα συνακόλουθα διαφυγόντα κέρδη της τελευταίας, λόγω της παροχής των διευκολύνσεων αυτών.

Οι διευκολύνσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν π.χ. την χρήση των κυπριακών λιμένων, του κυπριακού εναέριου χώρου, την χρήση συχνοτήτων, των οδικών δικτύων, του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, των επικοινωνιών, των τηλεοπτικών, των ταχυδρομικών και τηλεγραφικών υπηρεσιών ενοίκιο για χρήση των κρατικών γαιών στις περιοχές διακατοχής, φορολογικές ατέλειες, απώλεια τελωνειακών προσόδων, κ.τ.λ.

Το 2020, είχαν ολοκληρωθεί 11 πενταετίες, μετά την πρώτη, για τις οποίες η Βρετανική Κυβέρνηση δεν έχει καταβάλει τα οφειλόμενα από τις οικονομικές υποχρεώσεις της, από το Appendix R της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης, προς την Κυπριακή Δημοκρατία». Όταν η προπέτεια, και η συνεχής προσπάθεια υπόσκαψης της κρατικής οντότητας της Κύπρου, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της βρετανικής συμπεριφοράς, το καθήκον μας δεν είναι ούτε η αβροφροσύνη ούτε η αιδήμων σιωπή. Λόγοι στοιχειώδους αυτοάμυνας επιβάλλουν την ανάλογη αντίδραση. Η διεκδίκηση των οφειλόμενων χρηματικών ποσών από τους Βρετανούς, με όλα τα προσφερόμενα νομικά μέτρα, μπορεί και πρέπει να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα. Καθώς το μέγιστο είναι η αμφισβήτηση της λεγόμενης κυριαρχίας των αποικιοκρατικών καταλοίπων των στρατιωτικών βάσεων.
*Πρώην Πρόεδρος της Βουλής.

*Πρώην Πρόεδρος της Βουλής.