Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει και αναγνωρίζει ατομικά, αστικά, πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα για τους Ευρωπαίους πολίτες και κατοίκους, αναγνωρίζοντας τη σημασία που έχει η Κατοικία/Εστία του κάθε πολίτη και της οικογένειας του, αναγνώρισε και κατοχύρωσε το δικαίωμα του καθενός στην κατοικία και στην αξιοπρεπή στέγαση, αλλά και της θετικής υποχρέωσης των κρατών να προνοήσουν ώστε να υπάρχει διαθέσιμη και επί της ουσίας στεγαστική  βοήθεια.

Αυτό ορίζεται στο άρθρο 34.3, το οποίο καθορίζει ότι: «Η Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές».

Η παράγραφος 34.3 πηγάζει από το άρθρο 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη και τα άρθρα 30 (υποχρέωση κρατών να προωθήσουν αποτελεσματική πρόσβαση σε μια σειρά από υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένης της στέγασης) και 31 (υποχρέωση των κρατών να προωθήσουν την πρόσβαση σε στέγη ικανοποιητικού επιπέδου, την πρόληψη και μείωση της έλλειψης στέγης).

Αναζητώντας ισορροπία

Η εξεύρεση αξιοπρεπούς στέγασης και κύριας κατοικίας για το κάθε άτομο και την οικογένεια του, καθώς επίσης και η συντήρηση της, αποτελεί το πλέον σημαντικό και κατά συνέπεια και το μεγαλύτερο τμήμα του οικογενειακού προϋπολογισμού και αποτελεί βαρόμετρο για πάρα πολλούς ανθρώπους, που ίστανται κυριολεκτικά ανάμεσα στην αξιοπρεπή διαβίωση και την απλή επιβίωση, προσπαθώντας να διατηρήσουν την ισορροπία τους μέσα στις αντίξοες οικονομικές συνθήκες που ζούμε εδώ και πολλά -δυστυχώς- χρόνια, ελέω οικονομικής κρίσης, όλοι μας.

Tο ίδιο το ΕΔΑΔ του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο διαχρονικά υπήρξε το τελευταίο και πλέον σημαντικό καταφύγιο κάθε Ευρωπαίου πολίτη για την προστασία των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων και οι αποφάσεις του τις πλείστες φορές αποτελούν φάρο και οδηγό για τις αρχές όλων των κρατών του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέσα από σωρεία αποφάσεων του έχει επισημάνει με έμφαση και με έντονο τρόπο, το γεγονός ότι η προστασία της πρώτης και κύριας κατοικίας, αποτελεί θέμα κεντρικής σημασίας όσον αφορά τη διαβίωση και τις σχέσεις του κάθε ανθρώπου και εμφατικά τονίζει ότι απαιτείται ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος αυτού ανάλογα με τις συνθήκες της κάθε υπόθεσης.

Βασική νομολογημένη θέση του ΕΔΑΔ είναι ότι η απώλεια της κατοικίας του ανθρώπου συνιστά την πιο ακραία μορφή επέμβασης στο δικαίωμα του ατόμου για την τήρηση του ιδιωτικού βίου του αλλά και της οικογένειας του και με τα ευρήματα του στην υπόθεση Ivanova και Cherkezov κατά Βουλγαρίας, 21/4/2016, αναβάθμισε σοβαρά τη θέση της κατοικίας ως βασικό έννομο αγαθό άξιο προστασίας.

Η πρόσφατη απόφαση ΔΕΕ

Ανταποκρινόμενο στις ίδιες νομολογημένες αρχές του ΕΔΑΔ, το ίδιο το Δικαστήριο της ΕΕ έχει αποφανθεί πρόσφατα και συγκεκριμένα στις 9/11/2023 ότι, όταν οι συνέπειες μιας ισχυριζόμενης παράβασης σύμβασης δανείου από δανειολήπτη για την οποία γίνεται επίκληση ενώπιον δικαστηρίου από ένα τραπεζικό/πιστωτικό ίδρυμα, αυτό θα έχει ενδεχομένως την απώλεια της πρώτης και κύριας κατοικίας του δανειολήπτη, ο οποίος επικαλείται στον αντίποδα, την εφαρμογή της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ περί καταχρηστικών ρητρών κατά τη σύναψη του δανείου που ενδεχομένως να επηρεάζει τελικά την έκβαση και την ουσίας της υπόθεσης, τότε θα πρέπει να συνεκτιμώνται πολύ αυστηρά από τα εθνικά δικαστήριο όλοι αυτοί οι παράγοντες.

Η υπόθεση αφορούσε δανειακή σύμβαση που έγινε στη Σλοβακία από την τράπεζα Všeobecná úverová banka για οικιστικό δάνειο, με εικοσαετή περίοδο αποπληρωμής, με υποθήκη επί της πρώτης και κύριας τους κατοικίας.

Στη δανειακή σύμβαση υπήρχε συγκεκριμένη ρήτρα, η οποία όριζε ότι σε περίπτωση τρίμηνης καθυστέρησης, η τράπεζα έχει το δικαίωμα να αξιώσει την πρόωρη ολοσχερή εξόφληση του οφειλόμενου υπολοίπου και να επισπεύσει τον εξωδικαστικό πλειστηριασμό της οικογενειακής κατοικίας. Οι δανειολήπτες προέβησαν σε τρίμηνη καθυστέρηση καταβολής της δόσης, περίπου 1000 ευρώ και η τράπεζα ενεργοποίησε τη συγκεκριμένη ρήτρα, προχωρώντας με fast track διαδικασία σε διενέργεια πλειστηριασμού της πρώτης τους κατοικίας.

Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι λαμβανομένης υπόψη της ασθενέστερης θέσεως στην οποία ευρίσκεται ο καταναλωτής έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο τη διαπραγματευτική ισχύ, όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, το άρθρο 6, της οδηγίας 93/13 προβλέπει ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές.

Ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 93/13 και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύ του καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεσή του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία.

Πιθανή ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή

Το ΔΕΕ έχει επανειλημμένως αποφανθεί ότι έχει ουσιαστική σημασία, προκειμένου να κριθεί αν μια συμβατική ρήτρα πρόωρης λύσεως της συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου δημιουργεί σημαντική ανισορροπία εις βάρος του καταναλωτή, το εάν η ευχέρεια που παρέχεται στην τράπεζα να απαιτήσει ολόκληρο το ποσό του δανείου προϋποθέτει τη μη εκπλήρωση από τον καταναλωτή υποχρεώσεως που έχει ουσιώδη σημασία στην επίμαχη σύμβαση, το εάν η ευχέρεια αυτή προβλέπεται για τις περιπτώσεις στις οποίες η μη εκπλήρωση έχει σοβαρό χαρακτήρα δεδομένης της διάρκειας και του ύψους του δανείου, το εάν η εν λόγω ευχέρεια παρεκκλίνει από τους κανόνες του κοινού δικαίου που έχουν συναφώς εφαρμογή ελλείψει ειδικών συμβατικών ρυθμίσεων και το εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα στον καταναλωτή, εις βάρος του οποίου εφαρμόζεται μια τέτοια ρήτρα, να άρει τις συνέπειες που απορρέουν από την πρόωρη λήξη του δανείου.

Επομένως, το ΔΕΕ καθιερώνει υποχρέωση προς τον εθνικό δικαστή, μεταξύ άλλων, να εξετάσει τον αναλογικό χαρακτήρα της ευχέρειας που παρέχεται στην τράπεζα να απαιτήσει, δυνάμει της ρήτρας αυτής, το σύνολο των οφειλόμενων ποσών κατά την εκτίμηση του ενδεχομένως καταχρηστικού χαρακτήρα της, που σημαίνει ότι πρέπει να λάβει υπόψη ιδίως τον βαθμό στον οποίο ο καταναλωτής αθετεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως το ποσό των ληξιπρόθεσμων δόσεων που δεν έχουν καταβληθεί σε σχέση με το συνολικό ποσό της πιστώσεως και τη διάρκεια της συμβάσεως.

Κατά συνέπεια, ο δικαστής υποχρεούται να ελέγχει αυτεπάγγελτα τις συνέπειες που θα έχει για τον δανειολήπτη η εφαρμογή μιας τέτοιας ρήτρας και ιδίως αν αυτή η εφαρμογή θα έχει ως συνέπεια την απώλεια της οικίας του, που είναι εμφανώς δυσανάλογο κατά τη γνώμη μου από το ότι η τράπεζα στερήθηκε για 3 μήνες ένα ποσό της τάξης των 1000 ευρώ, όπως συνέβαινε στη συγκεκριμένη υπόθεση.

* Advocates-Legal Consultants