Ήταν μια είδηση που προκάλεσε ενδιαφέρον, αν και πολλοί εκτιμούν πως πρόκειται απλώς για διαδικαστικής φύσεως ζήτημα, νομικό και ιδιαίτερα τεχνικό. Η είδηση όμως έχει τη σημασία της και ενδεχομένως να προκύψουν και προεκτάσεις, καθώς η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, δηλαδή το International Labour Organization (ILO), αποφάσισε να παραπέμψει τη διαφορά και τη διαμάχη που φαίνεται να υπάρχει σχετικά με το δικαίωμα απεργίας στο Διεθνές Δικαστήριο.
Συγκεκριμένα, μετά από ειδική συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ILO, αποφασίστηκε να παραπεμφθεί η Σύμβαση αριθ. 87 του οργανισμού στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η απόφαση, αναφέρει ανακοίνωση, λήφθηκε στις 10 Νοεμβρίου, μετά από ψηφοφορία και αφορά σε παραπομπή του θέματος επειγόντως, όπως καταγράφει ανακοίνωση του ILO, στο δικαστήριο.
To ILO ενημερώνει επίσης πως σε μια δεύτερη ειδική σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στις 11 Νοεμβρίου, δεν εγκρίθηκε πρόταση να συμπεριληφθεί επειγόντως ένα θέμα καθορισμού προτύπων σχετικά με το δικαίωμα στην απεργία στην ημερήσια διάταξη της 112ης συνόδου της Διεθνούς Διάσκεψης Εργασίας το 2024. Ωστόσο, η διοίκηση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αποφάσισε ότι, αφού λάβει τη συμβουλευτική γνώμη του Διεθνούς Δικαστηρίου, θα εξετάσει τα επόμενα βήματά της.
Το ιστορικό της διαφοράς
Το ILO αναφέρει στην ανακοίνωσή του πως, εδώ και πολλά χρόνια, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων της ΔΟΕ (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) για την εφαρμογή των συμβάσεων και των συστάσεων, αποτελούμενη από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες επιφορτισμένους με την παρακολούθηση της εφαρμογής των επικυρωμένων συμβάσεων από τα κράτη μέλη, θεωρεί ότι το δικαίωμα απεργίας αποτελεί απόρροια του δικαιώματος στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και ότι, ως τέτοιο, αναγνωρίζεται και προστατεύεται από τη σύμβαση για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος, βάσει και της σύμβασης του 1948 (αρ. 87).
Ωστόσο, συμπληρώνει πως η ομάδα των εργοδοτών άρχισε να αμφισβητεί όλο και περισσότερο την ερμηνεία της σύμβασης αριθ. 87 από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Η διαμάχη σταδιακά εντάθηκε και το 2012 προκάλεσε μεγάλη θεσμική κρίση, με την Επιτροπή της Διάσκεψης για την Εφαρμογή των Προτύπων να εμποδίζεται για πρώτη φορά να ασκήσει τα εποπτικά της καθήκοντα.
Το ILO αναφέρει πως, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος της ΔΟΕ, κάθε ζήτημα ή διαφορά σχετικά με την ερμηνεία των Συμβάσεων μπορεί να παραπεμφθεί για απόφαση στο Διεθνές Δικαστήριο. Το άρθρο προβλέπει επίσης τον πιθανό διορισμό δικαστηρίου για την επίλυση τέτοιων διαφορών.
Ως εκ τούτου, η πρώτη ειδική σύνοδος του Κυβερνώντος Σώματος συμφώνησε ότι έχοντας επίγνωση μιας «σοβαρής και επίμονης διαφωνίας εντός της τριμερούς εκλογικής περιφέρειας της ΔΟΕ» σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης αριθ. 87, όσον αφορά το δικαίωμα στην απεργία, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Συντάγματος της ΔΟΕ, να «ζητήσει από το Διεθνές Δικαστήριο να εκδώσει επειγόντως συμβουλευτική γνώμη σχετικά με το ακόλουθο ερώτημα: «Προστατεύεται το δικαίωμα στην απεργία των εργαζομένων και των οργανώσεών τους από τη σύμβαση του 1948 για την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την προστασία του συνδικαλιστικού δικαιώματος (αριθ. 87)».
Ανέθεσε επίσης στον γενικό διευθυντή να διαβιβάσει το ψήφισμα στο Διεθνές Δικαστήριο και να επιδιώξει τη συμμετοχή στις συμβουλευτικές εργασίες των οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων που απολαύουν γενικού συμβουλευτικού καθεστώτος με τη ΔΟΕ. Τέλος, ενημερώνει πως το Διεθνές Δικαστήριο είναι το κύριο δικαστικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών και πως ο ρόλος του είναι να επιλύει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τις νομικές διαφορές που υποβάλλονται σε αυτό από τα κράτη και να παρέχει συμβουλευτικές γνώμες για νομικά ζητήματα που του υποβάλλονται από εξουσιοδοτημένα όργανα των Ηνωμένων Εθνών και ειδικευμένους οργανισμούς. Όπως εξάλλου είναι και το ILO.
Η σύμβαση και η Κύπρος
Η Κύπρος έχει κυρώσει από το 1966 την επίμαχη σύμβαση, που πλέον θα ερμηνεύει το Διεθνές Δικαστήριο με τον Κυρωτικό της περί της Συνδικαλιστικής Ελευθερίας και Προστασίας του Συνδικαλιστικού Δικαιώματος Συμβάσεως (Αρ. 87) του 1948, Νόμο.
Οι βασικές πρόνοιες της εν λόγω σύμβασης, σύμφωνα με το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας είναι οι εξής:
ΜΕΡΟΣ 1 ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
∙ Άρθρον 2 : Οι εργαζόµενοι και οι εργοδόται δικαιούνται άνευ οιασδήποτε διακρίσεως και άνευ προηγουµένης αδείας να συνιστούν οργανώσεις της εκλογής των, και να καθίστανται µέλη των οργανώσεων τούτων υπό µόνον τον όρον να συµµορφούνται προς τα καταστατικά των εν λόγων οργανώσεων.
∙ Άρθρον 3 1 : Αί οργανώσεις εργαζοµένων και εργοδοτών δικαιούνται να εκπονούν τα καταστατικά και τους διοικητικούς αυτών κανονισµούς, να εκλέγουν ελευθέρως τους αντιπροσώπους των, να οργανώνουν τα της διαχειρίσεως και δράσεως αυτών και να καταστρώνουν το πρόγραµµα της ενέργειας των.
∙ 2. Αί δηµόσιαι αρχαί δέον όπως απέχουν πάσης επεµβάσεως δυναµένης να περιορίση το δικαίωµα τούτο ή να πρακωλύση την νόµιµον άσκησιν αυτού.
∙ Άρθρον 4 : Αι οργανώσεις εργαζοµένων και εργοδοτών δεν υπόκεινται εις την διά της διοικητικής οδού διάλυσιν ή αναστολήν των εργασιών των.
∙ Άρθρον 5 : Αί οργανώσεις εργοδοτών και εργαζοµένων δικαιούνται να συνιστούν οµοσπονδίας και συνοµοσπονδίας καθώς και να εγγράφωνται ως µέλη αυτών, πάσα δε οργάνωσις, οµοσπονδία ή συνοµοσπονδία δικαιούται όπως καθίσταται µέλος διεθνών οργανώσεων εργαζοµένων και εργοδοτών.
∙ Άρθρον 6: Αί διατάξεις των ως άνω άρθρων 2, 3 και 4 έχουν εφαρµογήν και εις τας οµοσπονδίας και συνοµοσπονδίας οργανώσεων εργαζοµένων και εργοδοτών. Άρθρο 7: Η απόκτησις της νοµικής προσωπικότητας υπό των οργανώσεων εργαζοµένων και εργοδοτών των οµοσπονδιών και συνοµοσπονδιών αυτών, δεν δύναται να εξαρτάται από όρους δυναµένους να θέσουν υπό αµφισβήτησιν την εφαρµογήν των διατάξεων των ως άνω άρθρων 2,3 και 4.
ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝ∆ΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ∆ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ.
∙ Άρθρον 11: Παν Μέλος της ∆ιεθνούς Οργανώσεως της Εργασίας διά το οποίον ισχύει η παρούσα Σύµβασις υποχρεούται να λαµβάνη πάντα τα αναγκαία και κατάλληλα µέτρα δι’ ών να εξασφαλίζηται εις τους εργαζοµένους και τους εργοδότας η ελεύθερα άσκησις του συνδικαλιστικού δικαιώµατος.
Απεργία και Κυπριακό Σύνταγμα
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί πως στη χώρα μας το δικαίωμα στην απεργία κατοχυρώνεται και από το Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το άρθρον 27 του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αναφέρει τα εξής:
∙ Το δικαίωμα του απεργείν αναγνωρίζεται και η άσκησις τούτου δύναται να ρυθμισθή υπό του νόμου προς τον σκοπόν μόνον της προστασίας της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας τάξεως η της δημοσίας ασφαλείας ή της διατηρήσεως των εφοδίων και υπηρεσιών των απαραιτήτων διά την ζωήν του λαού ή της προστασίας των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις οιονδήποτε πρόσωπον δικαιωμάτων και ελευθεριών.
∙ Πρόσωπα ανήκοντα εις τας ενόπλους δυνάμεις, την αστυνομίαν και την χωροφυλακήν δεν έχουσι το δικαίωμα του απεργείν. Νόμος δύναται να επεκτείνη την απαγόρευσιν ταύτην και επί των δημοσίων υπαλλήλων.
Περαιτέρω, το δικαίωμα θεωρείται ότι κατοχυρώνεται και από το γενικό δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι που διασφαλίζεται από το άρθρο 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ). Αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα οργάνωσης σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και συνδικαλιστικής δράσης. Η αλήθεια, πάντως, είναι πως στη χώρα μας οι εργοδότες δεν έχουν αμφισβητήσει το εν λόγω δικαίωμα αν και κατά καιρούς τονίζει την ανάγκη νομοθετικές ρυθμίσεων για τις κινητοποιήσεις στις ουσιώδεις υπηρεσίες. Θέμα, όμως, για το οποίο υπάρχει συμφωνία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ – Επιστολή Α. Μάτσα
Το όλο ζήτημα πέρασε σχεδόν απαρατήρητο, ωστόσο, αναδείχθηκε πρόσφατα από το εκφραστικό όργανο της ΣΕΚ, την Εργατική Φωνή. Σε θέμα για την εξέλιξη και την απόφαση του ILO, φιλοξενεί δήλωση του γενικού γραμματέας της ITUC, Luc Triangle, ο οποιός τονίζει πως «το δικαίωμα στην απεργία είναι θεμελιώδες για τους εργαζόμενους και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αμφισβητηθεί».
Μετά από συνεννόηση με τα Διεθνή Συνδικάτα, η ΣΕΚ, δια μέσου του γενικού της γραμματέα Ανδρέα Φ. Μάτσα, απέστειλε την περασμένη εβδομάδα επιστολή στον γενικό διευθυντή του ILO, ζητώντας την προστασία του δικαιώματος της απεργίας ως ύστατο μέσο για διεκδίκηση και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Τονίζεται στην επιστολή ότι σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η προσπάθεια της ομάδας εργοδοτών να πλήξουν με οποιανδήποτε τρόπο το δικαίωμα της απεργίας, αμφισβητώντας τις συμβάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας.