Σκηνικό «πολεμικής σύρραξης» στήνεται γύρω από την εφαρμογή του κατωτάτου μισθού το τελευταίο διάστημα, με τις «αντιμαχόμενες» πλευρές να προσπαθούν να γεμίσουν το «οπλοστάσιο» τους με πολεμοφόδια.

Έχουν πάρει θέσης μάχης οι κοινωνικοί εταίροι και με δημόσιους διαξιφισμούς, συνήθως σε τηλεοπτικά πάνελ, βάζουν επί τάπητος τις θέσεις αρχής τους αναφορικά με την αναπροσαρμογή του κατωτάτου μισθού.

Βρισκόμαστε ήδη στα μέσα Νοεμβρίου και η επιτροπή που διορίστηκε για αναπροσαρμογή του Εθνικού Κατώτατου Μισθού συνεδρίασε χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, και το τέλος του έτους πλησιάζει, δημιουργώντας ασφυχτικά χρονοδιαγράμματα.

Από τη μια πλευρά έχουμε τις θέσεις που εκφράζουν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και έχουν ως γνώμονα την ανάγκη, λόγω της παρατεταμένης και γενικευμένης ακρίβειας και του πληθωρισμού, για μια γενναία αναθεώρηση προς τα πάνω (αύξηση) του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, ο οποίος από φέτος βάσει του σχεδιασμού θα αφορά σχεδόν όλους τους εργαζόμενους, ακόμη και τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.

Στην αντίπερα όχθη, οι εργοδοτικές οργανώσεις εκφράζουν μια δική τους τοποθέτηση, που μπορεί να θεωρηθεί και ως αντίθετη άποψη. Με δημόσιες τους αναφορές ζητούν στοιχεία που να δείχνουν ποιες επιπτώσεις είχε η εφαρμογή του κατώτατου στην αγορά εργασίας. Σημειώνουν επίσης πως σε κάποιες περιπτώσεις ο κατώτατος αύξησε το μισθολογικό κόστος επιχειρήσεων, σε μια εποχή που οι πληθωριστικές πιέσεις ήταν έντονες.

Παράλληλα, πακετοποιούν στη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό και το ευρύτερο μισθολογικό κόστος, που αναμένουν να αυξηθεί περαιτέρω μέσα στο 2024, κυρίως λόγω των αυξήσεων στις εισφορές προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από 1/1/2024 οι εκατέρωθεν εισφορές εργοδότη και εργοδοτούμενου στις κοινωνικές ασφαλίσεις αυξάνονται κατά 0,5%, δηλαδή από 8,3% που ισχύει σήμερα σε 8,8%, επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργοδοτούμενου. Μέσα στις αυξήσεις τοποθετούν και την ΑΤΑ, που θα δοθεί εκεί όπου καταβάλλεται, στο 66,7% της όποιας αύξησης καταγράψει ο πληθωρισμός μέσα στο 2023.

Ο υπουργός Εργασίας, ως ένα τρίτο μέρος στην εξίσωση, θα αναζητήσει μεν συγκλίσεις, αλλά δεν θα περιμένει να υπάρξει πλήρης συμφωνία για την αναθεώρηση του διατάγματος για τον εθνικό κατώτατο μισθό.

H θέση της Κύπρου στην ΕΕ ως προς τον κατώτατο μισθό

Λίγο κάτω από τα 1.000 ευρώ τον μήνα βρίσκεται ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο, η οποία από την 1η Ιανουαρίου 2023 έγινε το 22ο από τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ που θέσπισαν εθνικό κατώτατο μισθό, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, η στατιστική υπηρεσία της ΕΕ, όπως ίσχυαν την 1η Ιουλίου.

Στα 940 ευρώ τον μήνα, ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο βρίσκεται περίπου στη μέση της κατάταξης, σχετικά χαμηλά σε σχέση με τη χώρα με τον υψηλότερο κατώτατο μισθό, το Λουξεμβούργο (2.508 ευρώ τον μήνα). Η Βουλγαρία είναι η χώρα με τον χαμηλότερο κατώτατο μισθό, στα 399 ευρώ τον μήνα. Στην ΕΕ, ο μέσος όρος των 22 κρατών μελών που έχουν ορίσει κατώτατο μισθό, βρίσκεται στα 1.132 ευρώ τον μήνα.

Καλέσαμε τον Γενικό Γραμματέα της ΣΕΚ, την Γενική Γραμματέα της ΠΕΟ και τον Διευθυντή του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής & Ανάπτυξης Ανθρωπινού Δυναμικού του ΚΕΒΕ να καταθέσουν τις απόψεις τους.

Ανδρέας Φ Μάτσας  – Γενικός Γραμματέας ΣΕΚ: Η αναθεώρηση του κατώτατου μισθού ως μέσο βελτίωσης της αγοράς εργασίας

Πριν ξεκινήσει η συζήτηση για την αναθεώρηση του Κατώτατου Μισθού, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η υπενθύμιση της φιλοσοφίας, της σημασίας και της στόχευσης, όπως αυτά τέθηκαν ως βασικές παράμετροι από την έναρξη της συζήτησης μέχρι και την εφαρμογή του.

Η κατάθεση της εισήγησης από τη ΣΕΚ, μετά τον θάνατο της Ζέτας Αιμιλιανίδου, για αποτύπωση του ονόματός της στη συντομογραφία του κατώτατου μισθού, δεν ανταποκρινόταν μόνο στην ανάγκη ανάδειξης του καταλυτικού της ρόλου στην προώθηση και εφαρμογή του, αλλά και στην εμπέδωση της σημασίας και χρησιμότητάς του. Ζωτικό Επίδομα Τυπικής Απασχόλησης, αφενός μεν ρυθμίζοντας την αγορά εργασίας μέσω της τυπικής εργασίας, σε αντιδιαστολή της άτυπης απασχόλησης και, αφετέρου, εμπεδώνοντας την απόδοση του κατώτατου μισθού ως στοιχείο κάλυψης των βασικών βιοποριστικών αναγκών των εργαζομένων. Παρά τις διαφωνίες που είχαν προηγηθεί, η έκδοση του Διατάγματος για τον Κατώτατο Μισθό από τον τέως υπουργό Εργασίας Κυριάκο Κούσιο είχε την τεράστια σημασία της εφαρμογής της συγκεκριμένης ρύθμισης ανεπιστρεπτί, δίνοντας παράλληλα στη συνέχεια τη δυνατότητα αναθεώρησης του ύψους και βελτίωσης των παραμέτρων που τον συνθέτουν. Υπενθυμίζεται πως ο κατώτατος μισθός έχει καθοριστεί στα €940 μετά από εξάμηνη εργασία στον ίδιο εργοδότη και στα €885 μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου αυτού.

Στο πλαίσιο της καλύτερης ρύθμισης της αγοράς εργασίας, της προστασίας των εργαζομένων και της στήριξης της βιώσιμης ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας, η ΣΕΚ είχε θέσει και την αναγκαιότητα καθορισμού κατώτατου μισθού, ο οποίος λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκμετάλλευση των εργαζομένων, ιδιαίτερα εκεί όπου δεν εφαρμόζεται συλλογική σύμβαση και την ίδια στιγμή αίρει τον αθέμητο ανταγωνισμό, τόσο ανάμεσα σε εργαζόμενους όσο και ανάμεσα σε εργοδότες.

Η χρησιμότητα και, υπό τις περιστάσεις, η αναγκαιότητα καθορισμού κατώτατου μισθού, επιβεβαιώθηκε και από την τότε απόφαση της Ε.Ε για καθορισμό του πλαισίου ρύθμισης του ευρωπαϊκού κατώτατου μισθού, ως προϊόν κοινωνικού διαλόγου ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Παράλληλα, η ΣΕΚ ανέδειξε το γεγονός πως ο κατώτατος μισθός ενισχύει την αξιοπρέπεια στην εργασία, μειώνει τις ανισότητες, βελτιώνει το βιοτικό επίπεδο, αυξάνει την κατανάλωση, ενισχύοντας την πραγματική οικονομία και ταυτόχρονα λειτουργεί υποστηρικτικά στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Παράλληλα –και διασκεδάζοντας τις ανησυχίες της εργοδοτικής πλευράς- ανέδειξε, με παραπομπές στην επιχειρηματολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2021), πως ο κατώτατος μισθός δεν επιβαρύνει την απασχόληση και ούτε επηρεάζει ή απειλεί την κερδοφορία και τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, τουναντίον μπορεί να δώσει καταλυτική ώθηση για βελτίωση και ανάπτυξη του επιχειρησιακού σχεδιασμού., όπως και εξυγίανση της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Σήμερα

Η ίδια επιχειρηματολογία αναδεικνύεται και σήμερα, με την έναρξη του διαλόγου για την αναθεώρηση του κατώτατου μισθού. Ο Μηχανισμός που έχει θεσπιστεί έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή και η Επιτροπή είναι εντεταλμένη όπως καταθέσει εισηγητική έκθεση προς τον Υπουργό Εργασίας, τουλάχιστον δύο μήνες πριν την αναθεώρηση του κατώτατου μισθού. Στη βάση του γεγονότος ότι ο κατώτατος μισθός διασυνδέεται με την αξιοπρέπεια και την ποιότητα στην εργασία, δεν υποκαθιστά αλλά ενισχύει τον κοινωνικό διάλογο και μπορεί να αποτελεί προπομπό για τη διεύρυνση, επέκταση και εδραίωση των συλλογικών συμβάσεων, η ΣΕΚ θα διεκδικήσει μέσα από τον διάλογο, την ουσιαστική βελτίωση του ύψους της απόδοσής του, με χρονικό ορίζοντα εφαρμογής τον Ιανουάριο 2024. Αναντίλεκτα, η βελτίωση του κατώτατου μισθού θα μειώσει τις μισθολογικές ανισότητες, θα αυξήσει την κατανάλωση και θα στηρίξει την πραγματική οικονομία, ενώ παράλληλα θα μειώσει τον αριθμό των ατόμων που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού (€10.713 για ένα άτομο, €22.498 για δύο ενήλικες με δύο εξαρτώμενα παιδιά). Με δεδομένο ότι η αναθεώρηση του κατώτατου μισθού θα αφορά τα δύο επόμενα χρόνια, μέχρι την επόμενη αναθεώρηση και λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους που αφορούν κυρίως την αγοραστική του δύναμη σε σχέση με τη διαφοροποίηση του κόστους διαβίωσης (απώλεια λόγω πληθωρισμού περίπου 9% μέσα σε ένα χρόνο), όπως επίσης και τις τάσεις στα επίπεδα απολαβών, την παραγωγικότητα και τη μη αρνητική επίδρασή του στα επίπεδα απασχόλησης και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, εξάγεται εύλογα το συμπέρασμα της ανάγκης τεκμηριωμένης βελτίωσής του. Παράλληλα, θα επιδιωχθεί η ωριαία απόδοσή του, έτσι ώστε να μειωθούν οι δυνατότητες παρεκκλίσεων, όπως επίσης και η αξιοποίηση της πρόσφατης απόφασης του Ευρωκοινοβουλίου, για ένταξη στον κατώτατο μισθό και των εκπαιδευόμενων, καταρτιζόμενων και ασκούμενων εργαζομένων.

Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη πως ο κατώτατος μισθός συνδράμει στην προστασία των μισθών και στην καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, εδραιώνοντας την αξιοπρέπεια στην εργασία, η ΣΕΚ θα αξιοποιήσει τον θεσμικό της ρόλο στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα, έτσι ώστε να υπάρξουν σαφείς βελτιώσεις που θα αναδεικνύουν τον σημαντικό ρόλο του κατώτατου μισθού προς τη βελτίωση και ανάπτυξη της αγοράς εργασίας, θέτοντας τις βάσεις για ακόμα καλύτερες και πιο κοινωνικά και επαγγελματικά δίκαιες ρυθμίσεις.

Σωτηρούλα Χαραλάμπους Γενική Γραμματέας  ΠΕΟ: Τι πρέπει να αλλάξει στο διάταγμα για τον κατώτατο μισθό

Ο κατώτατος μισθός, όπως είναι και το όνομα του, πρέπει να λειτουργεί ως ελάχιστη ασπίδα προστασίας για τους εργαζόμενους, ειδικότερα για αυτούς των οποίων η εργασία δεν διέπεται από συλλογική σύμβαση, άρα είναι εξ’ ορισμού πιο ευάλωτοι.

Δυστυχώς, ο τρόπος που εφαρμόστηκε ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο το 2022 και οι βασικές πρόνοιες του διατάγματος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να μπορούμε να πούμε ότι λειτουργεί ως αποτελεσματική ασπίδα προστασίας. Το αντίθετο. Ο τρόπος που εφαρμόστηκε ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο δεν εκπλήρωσε τις προσδοκίες των εργαζομένων, καθότι η απόφαση της προηγούμενης Κυβέρνησης ήταν μονόπλευρη υπέρ των εργοδοτών και ετεροβαρής για τους εργαζόμενους.

Στην ουσία, αντί να προστατεύει τους εργαζόμενους, άνοιξε κι’ άλλα παράθυρα στους εργοδότες για απορρύθμιση της εργασίας και για να μπορούν να εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους με κακές εργοδοτικές πρακτικές, που οδηγούν στη φθηνή εργασία.

Από το διάταγμα απουσιάζει η αναφορά σε ώρες ή σε ωριαίο μισθό. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι, ανάλογα με τις ώρες που εργάζεται ένας εργαζόμενος, έχει διαφορετικό ωριαίο μισθό. Με αυτό τον τρόπο, νομιμοποιούνται τα φαινόμενα ακαθόριστων ωραρίων και επέκτασης του ωραρίου εργασίας χωρίς καταβολή υπερωριακής απασχόλησης.

Επίσης, η Κυβέρνηση, κατ’ απαίτηση των εργοδοτών, αρνήθηκε να διασφαλίσει μέσα από το διάταγμα ότι, στις περιπτώσεις που υπάρχουν συμφωνημένοι κατώτατοι μισθοί στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αυτοί θα είναι οι νόμιμοι και υποχρεωτικοί κατώτατοι μισθοί. Αυτό πρακτικά υποβοηθηθεί εκείνη τη μερίδα των εργοδοτών που παραβιάζει τις συλλογικές συμβάσεις και συμβάλλει στον αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ εργοδοτών.

Αρνητικό είναι και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση εξαίρεσε από το διάταγμα του κατώτατου μισθού μεγάλες ομάδες εργαζομένων, που είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Στη συζήτηση που θα γίνει στη Συμβουλευτική Επιτροπή, που στόχο έχει να προετοιμαστεί η πρώτη αναθεώρηση του κατώτατου μισθού, η ΠΕΟ θα θέσει συγκεκριμένες εισηγήσεις:

– Να υπάρξει ωριαία απόδοση του κατώτατου μισθού, με ανώτατο χρόνο 38ωρης εβδομαδιαίας εργασίας για τους καλυπτόμενους και ρύθμιση της υπερωριακής αποζημίωσης και της εργασίας στις αργίες.

– Να ρυθμιστεί η καταβολή 13ου μισθού.

– Εισαγωγή πρόνοιας στο διάταγμα για αυτόματη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού με βάση την κίνηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Με αυτό τον τρόπο, διευρύνεται η προστασία της αγοραστικής αξίας των μισθών από τον πληθωρισμό στα πιο χαμηλόμισθα στρώματα των εργαζομένων, κάτι που, τουλάχιστον διακηρυκτικά, είναι και στους στόχους της Κυβέρνησης.

– Αύξηση του ύψους του κατώτατου μισθού, έχοντας ως βασικές παραμέτρους αυτός να είναι επαρκής, αξιοπρεπής και να λαμβάνει υπόψη το κόστος διαβίωσης.

– Χρονοδιάγραμμα για σταδιακή απάλειψη των εξαιρέσεων που περιλαμβάνονται στο διάταγμα.

Ο τρόπος που η Κυβέρνηση και οι εργοδότες θα προσεγγίσουν το θέμα του κατώτατου μισθού, σε μια περίοδο που η ακρίβεια καλπάζει και τα επιτόκια αυξάνονται συνεχώς, θα είναι καθοριστικός για την πορεία που θα πάρουν τα πράγματα σ’ ότι αφορά την στήριξη των πιο ευάλωτων εργαζομένων και την σμίκρυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.

Αιμίλιος Μιχαήλ Διευθυντής Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής & Ανάπτυξης Ανθρωπινού Δυναμικού, ΚΕΒΕ: Εθνικός κατώτατος μισθός και πιθανές αρνητικές επιπτώσεις

Το θέμα του Εθνικού Κατώτατου Μισθού έρχεται ξανά στο προσκήνιο, καθότι, με βάση το σχετικό διάταγμα, έχει συσταθεί Επιτροπή Αναπροσαρμογής του Κατώτατου Μισθού, η οποία θα εξετάσει την πιθανότητα αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, είτε προς τα πάνω, είτε προς τα κάτω, στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως είναι η αγοραστική του δύναμη, οι τάσεις σε επίπεδα απασχόλησης, τα επίπεδα παραγωγικότητας, η οικονομική ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και οι επιπτώσεις από οποιαδήποτε μεταβολή του στην απασχόληση.

Το ΚΕΒΕ, ως η μεγαλύτερη εργοδοτική οργάνωση, συμμετέχει σ’ αυτή την Επιτροπή, στην οποία θα υποβάλει τις απόψεις του. Είναι σημαντικό να αναφέρω ότι το ΚΕΒΕ θα ζητήσει όπως γίνει μια μελέτη για τον αντίκτυπο που θα έχει στις επιχειρήσεις και στην οικονομία του τόπου μια ενδεχόμενη αύξηση του Κατώτατου Μισθού. Έχουμε εκφράσει επανειλημμένα τις ανησυχίες και τις επιφυλάξεις μας για το ύψος του κατώτατου και αναμένουμε να δούμε πώς αυτό θα επηρεάσει τις κυπριακές επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν σε ένα περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας, λόγω της ενεργειακής κρίσης και του ψηλού πληθωρισμού. Σήμερα, το ύψος του υφιστάμενου κατώτατου μισθού (€940) αντιστοιχεί στο 62% του Εθνικού Διαμέσου Μισθού (€1,573), παρόλο που οι διεθνείς οργανισμοί εισηγούνται ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός να είναι χαμηλότερος από το 60% του Εθνικού Διάμεσου Μισθού, με σταδιακή αύξηση, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να απορροφήσουν οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις, δίνοντάς τους τον απαιτούμενο χρόνο προσαρμογής τους σε νέα δε- δομένα. Άλλωστε, οι χώρες της Ε.Ε. που εισήγαγαν με νομοθεσία τον Εθνικό Κατώτατο Μισθό είχαν υιοθετήσει την αρχή αυτή, με τον αρχικό κατώτατο μισθό να κυμαίνεται στο ύψος του 50%-55% του εθνικού διάμεσου μισθού της χώρας τους.

Η Κύπρος, αντί να εφαρμόσει την αρχή ότι η κατάληξη του κατώτατου μισθού δεν θα πρέπει να είναι στο 60%, αρχίζοντας από πιο χαμηλά ποσοστά του Εθνικού Διάμεσου Μισθού, προχώρησε στη θέσπιση ενός κατώτατου μισθού στο 62% του διάμεσου μισθού, προκαλώντας τεράστιες ανησυχίες στον επιχειρηματικό κόσμο. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι επιχειρήσεις έχουν ήδη επιπρόσθετο εργατικό κόστος ύψους 23.5% (από 1/1/2024 8.8% Κοινωνικές Ασφαλίσεις, 1.2% Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, 0.5% ΑΝΑΔ, 2% Ταμείο κοινωνικής αποδοχής, 2.9% ΓεΣΥ και 8% Ταμείο Αδειών), εξέλιξη που αυξάνει σημαντικά το κόστος εργοδότησης στα €1,160, με αποτέλεσμα το περιθώριο κέρδους να μειώνεται και να αναζητούνται τρόποι βελτίωσης του, είτε μέσω αυτοματοποίησης ή μείωσης περικοπών ή μείωσης του αριθμού θέσεων εργασίας. Η συζήτηση για αναπροσαρμογή του Εθνικού Κατώτατου μισθού έρχεται σε μια περίοδο όπου ο πληθωρισμός, το κόστος ενέργειας και τα επιτόκια, βρίσκονται σε ψηλά επίπεδα. Από 1/1/2024 αυξάνονται οι εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά 0.5%, πράγμα που σημαίνει περισσότερο κόστος για τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, αν δεν μπορέσουν να απορροφήσουν το επιπρόσθετο κόστος οι επιχειρήσεις, αυτό θα μεταφερθεί στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να εδραιώνεται ο φαύλος κύκλος του πληθωρισμού, με όλες τις αρνητικές συνέπειες.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι το επιχείρημα που προβάλλεται ότι η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων αυξάνεται και συνεπώς αυξάνεται η κατανάλωση και η οικονομική δραστηριότητα, ενδέχεται να υπονομεύεται από πιθανές πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να προκύψουν από γενικευμένες μισθολογικές αυξήσεις εάν αποδειχθεί στην πράξη ότι ο εθνικός κατώτατος μισθός είναι σε ψηλό επίπεδο.

Μια άλλη ενδεχόμενη αρνητική επίπτωση, σε περίπτωση περαιτέρω αύξησης του κατώτατου μισθού, είναι η αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων αφού ο εθνικός κατώτατος μισθός πιθανόν να δημιουργεί αυξητικές πιέσεις στους μισθούς στους ψηλότερα αμειβόμενους εργαζόμενους, με αποτέλεσμα το μισθολόγιο των επιχειρήσεων να αυξάνεται σημαντικά, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις και στην καθυστέρηση εισόδου των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας.

Μια άλλη αρνητική συνέπεια που μπορεί να υπάρξει είναι ότι αν αποδειχθεί στην εφαρμογή αυξημένου εθνικού κατώτατου μισθού ότι το ύψος του είναι ψηλότερο από τον μισθό ισορροπίας, δηλαδή τον μισθό που μπορεί να προσφέρει μια επιχείρηση σύμφωνα με τις δυνατότητες της σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας, τότε αυξάνεται το κόστος παραγωγής και ενδεχομένως να επιφέρει τα πιο κάτω αποτελέσματα. α. Η τιμή της παραγωγής αυξάνεται και η ζητούμενη ποσότητα μειώνεται, οδηγώντας τις επιχειρήσεις σε μείωση της παραγωγής και του κύκλου εργασιών τους. β. Ο ψηλότερος μισθός αναγκάζει τις επιχειρήσεις να αντικαταστήσουν την παραγωγική διαδικασία της εργασίας με κεφάλαιο (υποκατάσταση), με αποτέλεσμα η ζήτηση για εργασία να μειώνεται. γ. Ο ψηλότερος μισθός ίσως να μειώσει την απασχόληση και συγκεκριμένα τις θέσεις εργασίας που θα μπορούν να προσφέρουν οι εργοδότες για μισθό χαμηλότερο από τον Κατώτατο αλλά δεν μπορούν λόγω του κατώτατου μισθού.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν είναι επιθυμία του ΚΕΒΕ να επαληθευτούν τα πιο πάνω σενάρια. Ο Εθνικός Κατώτατος Μισθός ήδη βρίσκεται σε ψηλά επίπεδα και οποιαδήποτε ενέργεια για περαιτέρω αύξηση του, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές δυνατότητες των επιχειρήσεων, μπορεί να επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να μην είναι διαχειρίσιμες.

Από το τεύχος Νοεμβρίου του περιοδικού Insider