Οι διαφορές μεταξύ εργοδοτικών οργανώσεων και συνδικαλιστικού κινήματος για την αναπροσαρμογή του εθνικού κατώτατου μισθού, που αναδείχθηκαν στο φόρουμ για την οικονομία που διοργάνωσε την Τρίτη το ΑΚΕΛ, επιβεβαιώθηκαν μερικώς και στη χθεσινή δεύτερη συνεδρίαση που είχε η Επιτροπή Αναπροσαρμογής για το ύψους του μίνιμουμ μισθού.
Συνεδρίαση που, όπως μας μεταφέρθηκε από συνδικαλιστικής πλευράς, φανέρωσε την απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές όσον αφορά το ζήτημα, με τις συντεχνίες από τη μια να τονίζουν την ανάγκη μιας σοβαρής αύξησης του εθνικού κατώτατου μισθού λόγω της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων και την εργοδοτική πλευρά, από την άλλη, να εκφράζει επιφυλάξεις για αποφάσεις, πριν μελετηθούν όλες οι παράμετροι που προβλέπει το διάταγμα, βάσει του οποίου συστάθηκε η Επιτροπή. Φαίνεται μάλιστα να επαναλήφθηκε χθες από την εργοδοτική πλευρά, όπως και στο φόρουμ του ΑΚΕΛ, η θέση πως όσοι λαμβάνουν τον μίνιμουμ μισθό στηρίζονται κι από άλλα επιδόματα και πως το ζήτημα της αναθεώρησης του εθνικού κατώτατου μισθού δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Ούτε χθες στα βαθιά
Ενόψει των πιο πάνω, ούτε και χθες η Επιτροπή Αναπροσαρμογής, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των συντεχνιών και των εργοδοτικών οργανώσεων αλλά και ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες και στελέχη του Υπουργείου Εργασίας, δεν μπήκαν στα βαθιά, παρά τα στενά χρονοδιαγράμματα που έχουν στη διάθεση τους για ετοιμασία πρότασης προς τον Υπουργό Εργασίας, μέχρι το τέλος του μήνα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα μέλη της Επιτροπής Αναπροσαρμογής αποφάσισαν να συνεδριάσουν εκ νέου στις 17 του μήνα, με τον γ.δ. του Υπουργείου Εργασίας Ανδρέα Ζαχαριάδη, ο οποίος προεδρεύει της Επιτροπής, να καλεί μέχρι την επόμενη συνεδρίαση τα μέλη που εκπροσωπούν την εργοδοτική και συνδικαλιστική πλευρά να έρθουν με εισηγήσεις και απόψεις.
Όπως γράψαμε ξανά, η Επιτροπή θα υποβάλει την εισήγησή της, η οποία μπορεί να μην είναι ομόφωνη και να περιλαμβάνει και επί μέρους τοποθετήσεις μελών της Επιτροπής. Μάλιστα, το ενδεχόμενο να μην υπάρξει σύγκλιση για το θέμα είναι για την ώρα το επικρατέστερο.
Υπενθυμίζουμε ότι η Επιτροπή Αναπροσαρμογής θα υποβάλει την εισήγηση της στον Υπουργό Εργασίας, εξετάζοντας τις ακόλουθες παραμέτρους:
την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφοροποίηση στο κόστος διαβίωσης,
τις τάσεις στα επίπεδα απασχόλησης και ποσοστά ανεργίας,
τη διαφοροποίηση στην οικονομική ανάπτυξη και στα επίπεδα παραγωγικότητας,
τη διαφοροποίηση και τις τάσεις στα επίπεδα απολαβών και την κατανομή τους,
τις επιπτώσεις που οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού θα έχει στα επίπεδα απασχόλησης, τους δείκτες σχετικής και απόλυτης φτώχειας, το κόστος διαβίωσης και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Στη συνέχεια, η έκθεση που θα ετοιμαστεί από την Επιτροπή Αναπροσαρμογής προς τον υπουργό Εργασίας αναμένεται να διαβιβαστεί και στα μέλη του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος για περαιτέρω συζήτηση.
– Αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού προκρίνει και το συνδικαλιστικό κίνημα, θέτοντας μάλιστα το συγκεκριμένο αίτημα και ως εισήγηση για αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.
Το αίτημα καταγράφεται και στο υπόμνημα που υπέβαλαν οι 14 οργανώσεις που αποτελούν το μέτωπο κατά της ακρίβειας προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Υπενθυμίζουμε ότι σήμερα ο εθνικός κατώτατος μισθός ανέρχεται στα €885 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη συνεχή περίοδο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη ανέρχεται στα €940 ακαθάριστα.
Βλέπει αύξηση ο υπουργός
Την αιτιολογημένη εισήγηση για την αναπροσαρμογή του ύψους του κατώτατου μισθού στο Υπουργικό Συμβούλιοο θα την υποβάλει ο υπουργός Εργασίας. Ο Γιάννης Παναγιώτου, μόλις την περασμένη Δευτέρα, σε δηλώσεις του στο ΡΙΚ άφησε να νοηθεί πως ο ίδιος προκρίνει αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ερωτηθείς αν θα υπάρξει αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού με το νέο διάταγμα που θα τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου του 2024, απάντησε: «Όπως έχω ήδη αναφέρει κατά τις προηγούμενες ημέρες, υπάρχουν τρεις επιλογές, είτε να μειωθεί, είτε να παραμείνει ακριβώς στο ίδιο επίπεδο, είτε να αυξηθεί. Χωρίς να θέλω να προκαταλάβω τα αποτελέσματα της συζήτησης, με τα δεδομένα όπως ισχύουν αυτήν την στιγμή στην οικονομία και στην κοινωνία μας, οι πρώτες δύο επιλογές θεωρώ ότι δεν είναι εκείνες οι οποίες θα αποτελέσουν τελικά την επιλογή που θα υιοθετηθεί».