Η Τετάρτη 2 Απριλίου θα είναι μια κομβική ημέρα για το κλίμα των αγορών, που θα προσφέρει κάποια, αλλά ίσως όχι πλήρη ακόμη, σαφήνεια σχετικά με την “αμοιβαία” δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ. Εκείνη η ημέρα, την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ονομάσει “Ημέρα Απελευθέρωσης”, θα δώσει τον τόνο στα risk assets για τους επόμενους μήνες.
Ένας πιθανός εμπορικός πόλεμος με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ξεκινά με τους δασμούς που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ την επόμενη εβδομάδα, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μια οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές, όπως αυτή της Ευρώπης. Και αυτό δεν αναμένεται να αφήσει αλώβητες τις αγορές της περιοχής, οι οποίες καταγράφουν ένα ισχυρό ράλι φέτος, υπεραποδίδοντας σημαντικά έναντι της Wall Street, που σημειώνει απώλειες από τις αρχές του έτους, και ειδικά μετά την ορκωμοσία Τραμπ.
Αν και οι αναλυτές γενικότερα εκτιμούν ότι οι προοπτικές για τις ευρωπαϊκές μετοχές παραμένουν θετικές μεσοπρόθεσμα, το βραχυπρόθεσμο διάστημα, και μάλιστα το άμεσο, επιφυλάσσει αρνητικές εκπλήξεις για τους επενδυτές.
Κινδυνεύει το ράλι των ευρωπαϊκών μετοχών
Ένας αυξανόμενος αριθμός επενδυτών και αναλυτών στρατηγικής, μάλιστα, αναμένει διόρθωση στην ευρωπαϊκή χρηματιστηριακή αγορά τούς επόμενους δύο μήνες, προτού οι μετοχές της περιοχής αρχίσουν να ανεβαίνουν ξανά και φτάσουν σε νέα υψηλά το 2026, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters.
Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση, το 54% των 150 αναλυτών που συμμετείχαν βλέπει πτώση 10% ή και παραπάνω στον ορίζοντα, έπειτα από μια ήδη ισχυρή πορεία φέτος, η οποία έχει ωθήσει την ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά σε μια σπάνια υπεραπόδοση έναντι της Wall Street. Ως αποτέλεσμα, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Euro Stoxx 600 αναμένεται να διαπραγματεύεται κοντά στα τρέχοντα επίπεδα στα τέλη του 2025, πριν φτάσει σε νέο ιστορικό υψηλό και στις 610 μονάδες μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους.
“Παρά τις προσδοκίες μας για μια καλύτερη χρονιά για τις εταιρείες, με τις αποτιμήσεις να είναι πλέον σημαντικά υψηλότερες από πέρυσι και τη γεωπολιτική να αναμένεται να χτυπήσει το επενδυτικό κλίμα, μια διόρθωση 10% είναι σίγουρα μια πιθανότητα κάποια στιγμή φέτος”, σημείωσε ο στρατηγός αναλυτής της Morningstar, Michael Field. Ο Field είπε ότι οι ευρωπαϊκές αγορές έχουν πλέον “σχετικά δίκαιη αποτίμηση”, σημειώνοντας ότι, ενώ η δυναμική πίσω από τις μετοχές της περιοχής της Ευρώπης ήταν αναμφισβήτητη, οι μελλοντικές εξελίξεις μπορεί να βασίζονται στο επενδυτικό κλίμα και όχι στα βασικά θεμελιώδη μεγέθη.
Ο Andreas Bruckner, αναλυτής ευρωπαϊκών μετοχών στην Bank of America, εκτιμά ότι η βραδύτερη παγκόσμια ανάπτυξη θα επηρεάσει τις προβλέψεις για την κερδοφορία των εταιρειών και θα αυξήσει τα ασφάλιστρα κινδύνου, αντισταθμίζοντας τη νομισματική πολιτική.
Η BofA είναι, πάντως, γενικότερα bearish για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών μετοχών. Όπως σημειώνει, το consensus έχει γίνει πολύ πιο επιφυλακτικό για την παγκόσμια ανάπτυξη λόγω και της πολιτικής Τραμπ. Αναμένει, όμως, ότι τα ευρωπαϊκά μάκρο και οι μετοχές θα παραμείνουν απρόσβλητα από την επιβράδυνση. Η αμερικανική τράπεζα συμφωνεί ότι η παγκόσμια οικονομία θα αποδυναμωθεί, αλλά αμφιβάλλει ότι οι μετοχές της Ε.Ε. θα μείνουν αλώβητες και θα αυτονομηθούν, ειδικά εάν τα γερμανικά δημοσιονομικά μέτρα χρειαστούν χρόνο για να υλοποιηθούν.
“Παραμένουμε αρνητικοί στις ευρωπαϊκές μετοχές και αρνητικοί στις ευρωπαϊκές κυκλικές μετοχές έναντι των αμυντικών”, σημειώνει η BofΑ. Όπως εξηγεί, οι μακροοικονομικές της υποθέσεις συνεπάγονται πτώση 10%+ για τις ευρωπαϊκές μετοχές μέχρι τα μέσα του έτους, καθώς η επιτάχυνση ανάπτυξης, την οποία τιμολογεί η αγορά, δεν υλοποιείται. Ενώ αναμένει ότι η Ευρωζώνη θα μετατραπεί από παγκόσμιος αδύναμος κρίκος σε σχετικό “λιμάνι σταθερότητας”, πιστεύει ότι η βελτίωση της σχετικής δυναμικής ανάπτυξης έχει ήδη προεξοφληθεί πλήρως στις επιδόσεις των μετοχών της Ευρώπης.
Η Citigroup, η οποία είναι γενικότερα θετική για τις προοπτικές των ευρωπαϊκών μετοχών, καθώς εκτιμά πως το αφήγημα της Ευρώπης αλλάζει με αφορμή τις δαπάνες για την άμυνα και οι αγορές της περιοχής μπορεί να μετατραπούν σε ένα ισχυρό μακροπρόθεσμο story υπεραπόδοσης, ωστόσο επισημαίνει πως η 2α Απριλίου θα αποτελέσει κομβική ημέρα για την επενδυτική ψυχολογία, καθώς θα επηρεάσει σημαντικά την κερδοφορία των εταιρειών.
Η Citi είχε υπολογίσει προηγουμένως ότι ένας ευρύς δασμός 10% των ΗΠΑ θα μείωνε κατά 1%-2% τα κέρδη ανά μετοχή στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, επισημαίνει, ένας ευρύς δασμός 25%, όπως είχε επικαλεστεί προηγουμένως ο Τραμπ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήγμα 4-5 ποσοστιαίων μονάδων στα ευρωπαϊκά EPS. Εάν τελικά οι δασμοί επηρεάσουν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη του ΑΕΠ, ο αντίκτυπος στο EPS θα μπορούσε να επεκταθεί περαιτέρω. Με βάση τα μοντέλα υπολογισμού της αμερικανικής τράπεζας, μια μείωση κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες στις προβλέψεις για το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το 2025 θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω πτώση κατά 5% στην κερδοφορία των ευρωπαϊκών εταιρειών φέτος.
Όπως σημειώνει η Barclays, ο κύριος οδηγός των χρηματοπιστωτικών αγορών τούς επόμενους μήνες θα είναι η πορεία του παγκόσμιου εμπορικού πολέμου. Η 2α Απριλίου, την οποία ο πρόεδρος Τραμπ ονόμασε “Ημέρα Απελευθέρωσης”, θα δώσει τον τόνο για τους επόμενους μήνες. Εάν οι δασμοί που θα επιβληθούν είναι ευρείας κλίμακας (με λίγες έως καθόλου εξαιρέσεις) και υψηλοί, τα risk assets θα έχουν πολύ δύσκολο δεύτερο τρίμηνο, όπως εκτιμά η Barclays. Από την άλλη πλευρά, εάν οι εξαιρέσεις είναι μεγάλες ή εάν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να αναβάλλουν την πραγματική επιβολή (όπως έχει συμβεί επανειλημμένα με τους δασμούς στο Μεξικό και στον Καναδά), είναι πιθανό να υπάρξει ράλι ανακούφισης στις μετοχές, όπως επισημαίνει.
Αλλά και χωρίς μια πλήρη ανατροπή στον παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, την οποία δεν αναμένει η βρετανική τράπεζα, έχει ήδη προκληθεί αρκετή ζημιά και μια σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης έχει αποτιμηθεί. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα χειροτερέψει πολύ η κατάσταση και, αν ναι, σε ποιον βαθμό, όπως τονίζει. Για το άμεσο μέλλον πιστεύει ότι οι αγορές υποτιμούν τον κίνδυνο ενός δασμολογικού σοκ στις αρχές Απριλίου.
Όπως σημειώνει συγκεκριμένα, βρίσκει τις ευρωπαϊκές μετοχές ευάλωτες σε ρευστοποιήσεις μετά την υπεραπόδοση κατά 16% περίπου έναντι των μετοχών των ΗΠΑ από τις αρχές του έτους μέχρι σήμερα, εν όψει της προθεσμίας των δασμών στις 2 Απριλίου. Ωστόσο στη συνέχεια, και γενικότερα, οι προοπτικές για τις ευρωπαϊκές μετοχές παραμένουν καλές, καθώς το δημοσιονομικό μπαζούκας από τη Γερμανία και η όρεξη για μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο Ε.Ε. μπορεί να αποτελέσουν game changer και να οδηγήσουν σε επανεκκίνηση της εγχώριας μηχανής ανάπτυξης, που είναι κάτι που λείπει από την εποχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Πάντως, παρά τους κινδύνους διόρθωσης βραχυπρόθεσμα, οι επενδυτές είναι πιο αισιόδοξοι για το 2026, οπότε η αύξηση των κερδών στην Ευρώπη αναμένεται να κινηθεί στο 11,2%, από 7,5% το 2025, σύμφωνα με τα δεδομένα της LSEG Datastream. Οι ακόμη φθηνές σχετικά αποτιμήσεις, μια πιθανή ανάκαμψη στις κινεζικές αγορές, η αύξηση των αμυντικών δαπανών, μαζί με τις μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και πιθανά δημοσιονομικά κίνητρα, είναι όλα ευνοϊκά για τις ευρωπαϊκές μετοχές.
“Θα “χρειαστούν” κάποιες διορθώσεις στο Χ.Α”
Τα συνεχή εταιρικά νέα και deals, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα χρήσης 2024 των εισηγμένων που δημοσιεύονται, κρατούν υψηλά το επενδυτικό ενδιαφέρον στο Χρηματιστήριο Αθηνών και δίνουν συνέχεια στα ρεκόρ του Γενικού Δείκτη, ο οποίος από τις αρχές του έτους καταγράφει την τρίτη καλύτερη επίδοση διεθνώς φέτος μετά τον δείκτη RTSΙ της Ρωσίας (+32%) και τον WIG 20 της Πολωνίας (+26%), τη στιγμή που η Wall Street καταγράφει απώλειες.
Το ανοδικό momentum του Χ.Α. έχει επιταχυνθεί μετά την απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας στην Ελλάδα από τη Moody’s, ενώ και η συναλλακτική δραστηριότητα έχει “ανέβει”, με τον Γενικό Δείκτη να “κοιτά” τα υψηλά 15 ετών, καταγράφοντας κέρδη κοντά στο 19% από τις αρχές του έτους, με πρωταγωνιστή τον τραπεζικό κλάδο, που σημειώνει ράλι ήδη 30% φέτος. Η κεφαλαιοποίηση της ελληνικής αγοράς έχει ξεπεράσει πλέον τα 120 δισ. ευρώ και τα επίπεδα στα οποία κινούνταν τον Σεπτέμβριο του 2008 –όταν όμως ο Γενικός Δείκτης ήταν σε σχεδόν… διπλάσια επίπεδα και ο αριθμός των εισηγμένων πολύ μεγαλύτερος–, ενώ τον τρέχοντα μήνα η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών “τρέχει” στα 250 εκατ. ευρώ.