Η παγκόσμια νομισματική πολιτική εισέρχεται σε νέα φάση, καθώς οι κεντρικές τράπεζες αξιολογούν τις επιπτώσεις των εμπορικών πολιτικών του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ. Οι αποφάσεις τους θα διαμορφώσουν τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας.

Από την Ουάσινγκτον μέχρι το Λονδίνο και το Τόκιο, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν ήδη αναπροσαρμόσει τα επιτόκια, ενώ η κλιμάκωση των μέτρων προστατευτισμού από την Ουάσινγκτον έχει επιδεινώσει τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Τα νέα δασμολογικά μέτρα στον χάλυβα και το αλουμίνιο έχουν πλήξει οικονομίες όπως ο Καναδάς, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκαλώντας ανησυχίες για ύφεση και επιβράδυνση της ανάπτυξης.

Οι κεντρικές τράπεζες σε αναμονή εν μέσω αβεβαιότητας

Οι ανησυχίες για ύφεση στις ΗΠΑ, που οδήγησαν σε πτώση της Wall Street την περασμένη εβδομάδα, ενδέχεται να ωθήσουν τη Federal Reserve να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια στην επερχόμενη συνεδρίασή της. Παρόμοια στάση αναμένεται να τηρήσουν οι κεντρικές τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιαπωνίας και της Σουηδίας, καθώς και εκείνες στη Νότια Αφρική, τη Ρωσία και την Ινδονησία.

Ωστόσο, ορισμένες οικονομίες πιθανότατα θα λάβουν πιο δραστικά μέτρα. Στη Βραζιλία, η κεντρική τράπεζα αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια για την καταπολέμηση του πληθωρισμού.

«Παρόλο που η εμπιστοσύνη καταναλωτών και επιχειρήσεων επιδεινώνεται, η Fed περιορίζεται από τις πληθωριστικές πιέσεις και ενδέχεται να μην μειώσει τα επιτόκια σύντομα», σημειώνουν οι αναλυτές του Bloomberg, Άννα Γουόνγκ και Κρις Κόλινς.

Συνολικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου καλούνται να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις τις επόμενες ημέρες, καθορίζοντας τη νομισματική στρατηγική τους εν μέσω αυξανόμενης αβεβαιότητας.

Λαγκάρντ: «Εξαιρετικά υψηλή η αβεβαιότητα»

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, αναγνώρισε τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κεντρικοί τραπεζίτες διεθνώς.

«Το επίπεδο αβεβαιότητας είναι εξαιρετικά υψηλό», δήλωσε, προσθέτοντας ότι η διατήρηση της σταθερότητας στη νέα αυτή εποχή θα αποτελέσει «τρομερή πρόκληση».

Στη συνεδρίαση της Fed, που αναμένεται να διατηρήσει τα επιτόκια σταθερά, οι αγορές θα παρακολουθήσουν τις νέες οικονομικές προβλέψεις και τη συνέντευξη Τύπου του προέδρου Τζερόμ Πάουελ για ενδείξεις σχετικά με τη μελλοντική πολιτική της κεντρικής τράπεζας.

Δυο μειώσεις επιτοκίων το 2024 προβλέπουν οι οικονομολόγοι

Σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η Fed θα μειώσει τα επιτόκια δύο φορές το 2024, με την πρώτη μείωση να τοποθετείται τον Σεπτέμβριο. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της τράπεζας εμφανίζονται επιφυλακτικοί και περιμένουν περισσότερα δεδομένα για τον πληθωρισμό πριν λάβουν αποφάσεις.

Ο Πάουελ έχει υπογραμμίσει ότι η Fed δεν βιάζεται να προχωρήσει σε μειώσεις επιτοκίων, παρά τις ανησυχίες για την ανάπτυξη και την επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.

Ντε Γκίντος: Η αβεβαιότητα μεγαλύτερη από την περίοδο της πανδημίας

Η αβεβαιότητα που προκαλούν οι πολιτικές του Τραμπ ξεπερνά εκείνη της πανδημίας, δήλωσε στους Sunday Times ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λουίς ντε Γκίντος.

«Η νέα αμερικανική κυβέρνηση εμφανίζεται απρόθυμη να συνεχίσει την πολυμερή συνεργασία, γεγονός που αποτελεί μεγάλη πηγή αβεβαιότητας», ανέφερε, σύμφωνα με το Bloomberg.

Αρκετοί αξιωματούχοι της ΕΚΤ, όπως η Λαγκάρντ και ο Χοσέ Λουίς Εσκριβά, έχουν εκφράσει ανησυχία για τις επιπτώσεις ενός εμπορικού πολέμου στην παγκόσμια οικονομία. Η ανάπτυξη στην ευρωζώνη αναμένεται να φτάσει μόλις το 0,9% το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΚΤ.

Παρά την αύξηση των πραγματικών μισθών και τη μείωση του πληθωρισμού, η κατανάλωση παραμένει υποτονική.

«Οι καταναλωτές λαμβάνουν υπόψη όχι μόνο το άμεσο εισόδημά τους, αλλά και τη γενικότερη οικονομική αβεβαιότητα», τόνισε ο Ντε Γκίντος.

Αμυντικές δαπάνες και πληθωρισμός

Σχολιάζοντας την αύξηση των αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη, ο Ντε Γκίντος ανέφερε ότι είναι μια «απόφαση προς τη σωστή κατεύθυνση», αλλά είναι νωρίς για να εξαχθούν σαφή οικονομικά συμπεράσματα.

Όσον αφορά τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ εκτιμά ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του 2% έως το τέλος του 2024 ή τις αρχές του 2025.

«Όλοι οι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού κινούνται στη σωστή κατεύθυνση», επισήμανε ο Ντε Γκίντος, τονίζοντας ότι οι μισθολογικές αυξήσεις επιβραδύνονται, γεγονός που περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις.