Ο πόλεμος που δέχονται τα κινεζικά προϊόντα τα τελευταία χρόνια είναι απίστευτος. Κυρίως οι ΗΠΑ, αλλά δευτερευόντως και η ΕΕ, έχουν εξαπολύσει έναν ανελέητο πόλεμο προς την Κίνα, η οποία έχει καταφέρει να εκθρονίσει γίγαντες του εμπορίου και να διεισδύσει σε αγορές στις οποίες είχαν την πρωτοκαθεδρία κυρίως αμερικανικές εταιρείες.
Τι ότι εκμεταλλεύονται ανηλίκους, τι ότι χρησιμοποιούν επιβλαβή υλικά για το περιβάλλον αλλά και τον άνθρωπο, τι ότι τα προϊόντα τους αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια άλλων χωρών, τι ότι υποκλέβουν δεδομένα και προσωπικά στοιχεία. Και τι δεν είπαν για τα κινεζικά προϊόντα. Δεν λέμε ότι όλα στερούνται βάσης, ωστόσο η προπαγάνδα που υπάρχει κατά των κινεζικών προϊόντων είναι απίστευτη. Διότι οι ίδιες κατηγορίες μπορούν να εκτοξευτούν με πειστικότητα και για τις συνθήκες παραγωγής εταιρειών – κολοσσών, με έδρα στις Ηνωμένες Πολιτείες ή και την ΕΕ.
Οι κινεζικές εταιρείες, έχοντας τη δυνατότητα να παράγουν προηγμένης τεχνολογίας προϊόντα σε πολύ χαμηλές τιμές, έχουν αλλάξει τον χάρτη του παγκόσμιου εμπορίου, αποτελώντας έτσι απειλή για τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές εταιρείες. Μη έχοντας τη δυνατότητα να τους χτυπήσουν στον ανταγωνισμό, ΗΠΑ και ΕΕ καταφεύγουν στην πολιτική της επιβολής δασμών ή της πλήρους απαγόρευσης της κυκλοφορίας κινεζικών προϊόντων, σε μια προσπάθεια να προστατεύουν τόσο τις αμερικανικές όσο και τις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Ας δούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Huawei και ZTE: Να ξεκινήσουμε από τα κινητά των Huawei και ZTE, που απαγορεύτηκαν από το 2022 στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η αμερικανική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να απαγορεύσει την πώληση και εισαγωγή συσκευών επικοινωνίας από τις κινεζικές εταιρείες Huawei και ZTE, λέγοντας ότι αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, όπως είχε ανακοινώσει η ρυθμιστική αρχή τηλεπικοινωνιών FCC.
Τικ Τοκ: Ακολούθησε η προσπάθεια να πέσει μαύρο στο Τικ Τοκ, αφού, όπως έλεγαν, ήταν σε θέση να υποκλέψει τα προσωπικά δεδομένα των Αμερικανών πολιτών και επομένως αποτελούσε κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Ωστόσο, οι ίδιοι οι Αμερικανοί πήγαν και κατέβασαν μια άλλη κινεζική εφαρμογή, το RedNote, δίνοντας οι ίδιοι με τη θέληση τους τα προσωπικά τους στοιχεία «στην Κίνα», ενώ ξεκίνησαν να απενεργοποιούν το Facebook, το οποίο πίστευαν ότι βρισκόταν πίσω από το κλείσιμο του Τικ Τοκ. Τελικά, με παρέμβαση Τραμπ δόθηκε παράταση στο κλείσιμο της εφαρμογής, μέχρι να αποφασιστεί το μέλλον της στις ΗΠΑ.
Αυτοκίνητα: Το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ προχωρεί στην οριστικοποίηση των κανόνων, βάσει των οποίων θα απαγορεύονται στη χώρα τα κινεζικά οχήματα παντός είδους, αλλά και το σχετικό λογισμικό. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, το Υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ πρότεινε την απαγόρευση βασικού κινεζικού λογισμικού και υλικού που χρησιμοποιείται σε αυτοκίνητα που κινούνται στους αμερικανικούς δρόμους, λόγω ανησυχιών για την εθνική ασφάλεια. Με την απαγόρευση αυτή, αποκλείονται ουσιαστικά τα κινεζικά αυτοκίνητα και φορτηγά από την αγορά των ΗΠΑ.
Shein και Temu: Η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ στις κινεζικές εισαγωγές θα προκαλέσουν αναστάτωση στα επιχειρηματικά μοντέλα των κολοσσών του ηλεκτρονικού εμπορίου Shein και Temu, με τους καταναλωτές να επωμίζονται ενδεχομένως το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, λένε οι αναλυτές.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε πρόσθετους δασμούς 10% σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές και κατήργησε φορολογική απαλλαγή για αγαθά αξίας κάτω των 800 δολαρίων. Το 2024, σύμφωνα με τη Nomura, μικρά δέματα αξίας 46 δισεκατομμυρίων δολαρίων μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ στο πλαίσιο της απαλλαγής «de minimis». Το 20-30% των πωλήσεων της Temu προέρχεται από τις ΗΠΑ, ενώ η Shein βασίζεται στη χώρα αυτή για το 30-40% των εσόδων της, δήλωσε στο AFP η εμπειρογνώμονας ηλεκτρονικού εμπορίου Laetitia Lamari.
Και η ΕΕ στον πόλεμο: Σημειώνεται ότι σε προ ημερών ανακοίνωση της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημείωνε μεταξύ άλλων ότι λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση των κινδύνων που απορρέουν από εισαγωγές προϊόντων χαμηλής αξίας, που πωλούνται μέσω διαδικτυακών εμπόρων λιανικής πώλησης εκτός ΕΕ και αγορών που φιλοξενούν εμπόρους εκτός ΕΕ.
Πέρυσι, περίπου 4,6 δισεκατομμύρια αποστολές μικρής αξίας, δηλαδή εμπορεύματα αξίας που δεν υπερβαίνει τα 150 EUR, εισήλθαν στην αγορά της ΕΕ, τα οποία ισοδυναμούν με 12 εκατομμύρια δέματα ημερησίως. Ο αριθμός αυτός είναι διπλάσιος από ό,τι το 2023 και τριπλάσιος από ό,τι το 2022, και πολλά από αυτά τα αγαθά έχουν διαπιστωθεί ότι δεν συμμορφώνονται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αναφέρεται.