Τη γλύτωσαν χθες οι δανειολήπτες, καθώς για δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ οι διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των χωρών της ζώνης του ευρώ και τα έξι μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ αποφάσισαν στη χθεσινή τους συνεδρία να κρατήσουν το πόδι στο «φρένο» και να μην αυξήσουν άλλο τα επιτόκια. Είναι η δεύτερη συνεχόμενη συνεδρία του συμβουλίου της ΕΚΤ που αποφασίζει πάγωμα επιτοκίων.
Το θέμα ωστόσο που συζητείται ευρέως στην Ευρώπη δεν είναι η διατήρηση αμετάβλητων των επιτοκίων στο 4%, αλλά το ότι δεν έγινε καμία συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο για το πότε θα αρχίσει η μείωση των επιτοκίων.
Ο πληθωρισμός θα συνεχίσει εκτός απροόπτου να επιβραδύνει μέσα στο 2024, αλλά με βραδύτερο ρυθμό, προειδοποίησε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, στον απόηχο της απόφασης της τράπεζας να κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια της για δεύτερη διαδοχική συνεδρίαση.
Ταυτόχρονα, ξεκαθάρισε ότι «δεν είναι τώρα η ώρα να χαλαρώσουμε», παρά τις ενθαρρυντικές εξελίξεις από το μέτωπο του πληθωρισμού. Είπε ότι το θέμα της μείωσης των επιτοκίων δεν συζητήθηκε στη χθεσινή συνεδρίαση καθόλου, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην προχθεσινή συνεδρίαση της αμερικανικής Fed, κατά την οποία τα στελέχη της προέβλεψαν τρεις μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2024.
Σε ερώτηση αν παραμένει η θέση που είχε διατυπώσει πριν από μερικές εβδομάδες ότι δεν αναμένεται μείωση των επιτοκίων για τα επόμενα τρίμηνα, η πρόεδρος της ΕΚΤ δεν απάντησε ευθέως, αλλά άφησε το θέμα ανοιχτό, λέγοντας ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση ξεχωριστά, με βάση το σύνολο των στοιχείων και με βάση τα τρία κριτήρια που έχει θέσει η ΕΚΤ, δηλαδή, το ύψος του πληθωρισμού, τις προοπτικές του πληθωρισμού και την ισχύ μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Αντίστοιχα, απάντησε εμμέσως στην ερώτηση αν συμμερίζεται την άποψη των αγορών για έξι μειώσεις των επιτοκίων το 2024, παραπέμποντας ξανά στα παραπάνω κριτήρια. Η Λαγκάρντ επανέλαβε ξανά ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αποσύρουν τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια και να συμφωνήσουν γρήγορα τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου της προέδρου της ΕΚΤ με τον αντιπρόεδρο Λουί Ντε Γκίντος αναφέρθηκε ότι ο υποκείμενος πληθωρισμός έχει υποχωρήσει περαιτέρω. Ωστόσο, οι εγχώριες πιέσεις τιμών παραμένουν υψηλές, κυρίως λόγω της ισχυρής αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Το προσωπικό του Ευρωσυστήματος αναμένει ότι ο πληθωρισμός, εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας θα είναι κατά μέσο όρο 5% το 2023, γύρω στο 2,7% το 2024 και 2,3% το 2025 και 2,1% το 2026.
Στις διευκρινίσεις που δόθηκαν μετά τη χθεσινή συνεδρία, προστέθηκε ότι οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων συνεχίζουν να μεταδίδονται δυναμικά στην οικονομία. «Αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης μειώνουν τη ζήτηση και αυτό συμβάλλει στη μείωση του πληθωρισμού. Το προσωπικό του Ευρωσυστήματος αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη θα παραμείνει υποτονική στο εγγύς μέλλον. Πέρα από αυτό, η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει λόγω της αύξησης των πραγματικών εισοδημάτων -καθώς οι άνθρωποι επωφελούνται από την πτώση του πληθωρισμού και την αύξηση των μισθών- και τη βελτίωση της εξωτερικής ζήτησης. Ως εκ τούτου, το προσωπικό του Ευρωσυστήματος βλέπει την ανάπτυξη να αυξάνεται από μέσο όρο 0,6% για το 2023 σε 0,8 % για το 2024 και σε 1,5% για το 2025 και το 2026».