Το «όπλο» της αύξησης των επιτοκίων είναι πλέον πιθανό να χρησιμοποιήσουν για 11η φορά από τον Ιούλιο του ’22 οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης, για να αντιμετωπίσουν νέα άνοδο των τιμών του πετρελαίου και αναθέρμανση του πληθωρισμού, λόγω των συνεπειών από τον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς.

Σχεδόν καθημερινά, μετά την τραγωδία του περασμένου Σαββάτου, κεντρικοί τραπεζίτες χωρών της Ευρωζώνης προβαίνουν σε δηλώσεις που αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο για νέες αυξήσεις επιτοκίων κατά τη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στις 26 Οκτωβρίου, εν μέσω των εχθροπραξιών στο Ισραήλ και τη Γάζα και των φόβων ότι ο πόλεμος θα παραταθεί και θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στις ήδη προβληματικές οικονομίες της Ευρωζώνης.

Χθες δημοσιεύθηκε ο απολογισμός της συνεδρίασης νομισματικής πολιτικής του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που πραγματοποιήθηκε στη Φρανκφούρτη την Τετάρτη και την Πέμπτη 13-14 Σεπτεμβρίου 2023, κατά την οποία αποφασίστηκε ως γνωστόν αύξηση των επιτοκίων κατά 0,25%.

Μια απόφαση που εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις γεωπολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν και οδήγησαν στον πόλεμο, με αποτέλεσμα να ενισχύονται τώρα οι φόβοι για άνοδο των τιμών του πετρελαίου.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης κατά πλειοψηφία είχαν εκφράσει τότε την υποστήριξή τους στην αύξηση του επιτοκίου κατά 25 μονάδες βάσης και τόνισαν ότι αυτή θα σηματοδοτούσε μια ισχυρή αποφασιστικότητα εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου να επαναφέρει τον πληθωρισμό στον στόχο εγκαίρως.

Ο ορίζοντας στον οποίο ο πληθωρισμός θα επανέλθει στο 2% δεν θα πρέπει να εκτείνεται πέραν του 2025 και υποστήριξαν επίσης ότι μια παύση -τότε- θα μπορούσε να προκαλέσει εικασίες ότι ο κύκλος σύσφιξης είχε τελειώσει, γεγονός θα μεγάλωνε τον κίνδυνο ανάκαμψης του πληθωρισμού. Αυτή η κατάσταση, αναφέρεται, θα απαιτούσε αργότερα ένα άλλο κύμα νομισματικής σύσφιξης, το οποίο θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για τις αγορές ακινήτων και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα γενικότερα.

Έκφραση προβληματισμού

Χθες, ο διοικητής της γαλλικής κεντρικής τράπεζας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό επανέλαβε την άποψή του ότι η ΕΚΤ πρέπει να διατηρήσει το βασικό της επιτόκιο στο σημερινό επίπεδο -το υψηλότερο στην 25ετή ιστορία της- για όσο διάστημα χρειαστεί. Αλλά άφησε ανοιχτό το παράθυρο να ληφθεί υπόψη η ανάπτυξη (και οι κίνδυνοι ύφεσης) ως «δευτερεύουσα αρμοδιότητα».

«Εάν μπορούμε να ακολουθήσουμε μια νομισματική διαδρομή που εξασφαλίζει μια ήπια προσγείωση… είναι μια πολύ καλύτερη διαδρομή για τους συμπολίτες μας», είπε σε φόρουμ στο Μαρακές. Είπε ακόμα ότι η υπομονή στον αγώνα της ΕΚΤ κατά του πληθωρισμού είναι πιο σημαντική από τον «ακτιβισμό» και ο κίνδυνος υπερβολικής αυστηροποίησης της πολιτικής είναι εξίσου μεγάλος, όπως το να κάνουμε πολύ λίγα.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, σε συνέντευξη που έδωσε χθες στο πρακτορείο Reuters, είπε ότι οι πόλεμοι έχουν την τάση να προκαλούν στασιμοπληθωρισμό (σ.σ. ψηλές τιμές και ύφεση), αλλά τόνισε ότι είναι πολύ νωρίς να λεχθεί κάτι τέτοιο.

Την Τετάρτη, ο επικεφαλής της ολλανδικής κεντρικής τράπεζας Κλαας Κνοτ υποστήριξε ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει σημειώσει «σημαντική πρόοδο» στην επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο, αλλά υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μπροστά και δεν μπορεί να αποκλειστεί περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων.

Κλείνει, μάλλον, ο κύκλος των αυξήσεων στις ΗΠΑ

Σε αντίθεση με τα μηνύματα που στέλνουν κάποιοι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες για ενδεχόμενη νέα αύξηση επιτοκίων, στις ΗΠΑ τα μηνύματα που αφήνονται από τη Fed (Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα) είναι ότι ο κύκλος της αύξησης των επιτοκίων θα κλείσει, ανεξάρτητα από τις γεωπολιτικές εξελίξεις.

Σύμφωνα με υπολογισμούς του ΔΝΤ, μία αύξηση των τιμών του πετρελαίου κατά 10% οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες μετά από ένα έτος και σε μείωση της παγκόσμιας ανάπτυξης κατά 0,15 μονάδες, όπως δήλωσε χθες η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Γκίτα Γκόπινατ.

Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, είπε χθες ότι ο πόλεμος στο Ισραήλ είναι ένα νέο σύννεφο πάνω από την παγκόσμια οικονομία. «Ένα νέο σύννεφο που σκοτεινιάζει τον ορίζοντα», είπε χαρακτηριστικά.