Την προηγούμενη εβδομάδα συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από το κραχ της πανδημίας, με τις αγορές να κατρακυλούν στο χαμηλότερό τους επίπεδο στις 23 Μαρτίου 2020, και έπειτα να παίρνουν φόρα για ένα από τα μεγαλύτερα ράλι στην Ιστορία τους. Με ώθηση από την κρατική στήριξη και τη διευκολυντική δημοσιονομική πολιτική που ακολουθήθηκε, ο S&P 500 εκτινάχθηκε με ένα θηριώδες 155% έως τις 26 Μαρτίου 2025, σύμφωνα με στοιχεία του Yahoo Finance. Κινητήριες δυνάμεις: οι εξελίξεις στην τεχνητή νοημοσύνη, η αύξηση της τηλεργασίας και τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας. Οι επενδυτές που αγόραζαν με συνέπεια κατά τη διάρκεια της ύφεσης -ιδίως όσοι επέλεγαν τίτλους της αμερικανικής τεχνολογίας- έχουν επιβραβευθεί πλουσιοπάροχα.

Σπάνια οι κάτοχοι περιουσιακών στοιχείων έχουν βιώσει μια τόσο ευνοϊκή περίοδο. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από την πανδημία του covid δεν έφεραν μόνο ευημερία. Ο πληθωρισμός, ο οποίος εκτινάχθηκε στο 9,1% το 2022 στο υψηλότερο του επίπεδο τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, έχει αυξήσει το κόστος διαβίωσης, έχει επιδεινώσει τις οικονομικές ανισότητες και έχει συμβάλει στην ενίσχυση του πολιτικού λαϊκισμού και στην κλιμάκωση των γεωπολιτικών αναταραχών παγκοσμίως.

Πέντε χρόνια μετά, η οικονομία των ΗΠΑ βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Η προσέγγιση για τόνωση της οικονομίας (2020) έχει δώσει τη θέση της στον προστατευτισμό της δεύτερης διακυβέρνησης Τραμπ: δασμοί 25% σε συγκεκριμένα προϊόντα που εισάγονται από συγκεκριμένα κράτη, αυστηρότερη μεταναστευτική πολιτική, “μικρότερο” ομοσπονδιακό κράτος και απορρύθμιση – μια πολιτική στροφή που μπορεί να υπονομεύσει το μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε την τελευταία πενταετία.

Από την υπερβολή στη λιτότητα

Οι αντιδράσεις της αγοράς είναι εμφανείς. Από τις 26 Μαρτίου 2025, ο S&P 500 έχει υποχωρήσει κατά 7,3% από το ιστορικό υψηλό του στις 6.147,43 μονάδες στις 19 Φεβρουαρίου 2025, με τις ανησυχίες για την εφοδιαστική αλυσίδα που αναζωπύρωσε η δασμολογική πολιτική Τραμπ να “φρενάρουν” το ράλι της τεχνολογίας. Ο πανικός δεν έχει εμφανιστεί στις χρηματιστηριακές συναλλαγές, αλλά η διάθεση των επενδυτών έχει “βαρύνει” ξαφνικά. 

Η καταναλωτική εμπιστοσύνη έχει υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι στις χειρότερες μέρες της κρίσης από την πανδημία πριν πέντε χρόνια, ενώ οι προσδοκίες των επενδυτών έχουν επιδεινωθεί, με το 60% να είναι bearish απέναντι στις μετοχές, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα της American Association of Individual Investors. Ιστορικά, μια τέτοια απαισιοδοξία έχει δώσει ευκαιρίες για αγορά. Σε αντίθεση, όμως, με προηγούμενους κύκλους, οι μετοχές δεν έχουν φτάσει σε μακροπρόθεσμα χαμηλά παράλληλα με αυτό το επενδυτικό αίσθημα – γεγονός που υποδηλώνει μια βαθύτερη ανησυχία στις αγορές.

Τι κρύβεται πίσω από αυτή την ανησυχία; Πέρα από την επενδυτική διάθεση, οι οικονομικοί δείκτες παρουσιάζουν μεικτή εικόνα. Η ανεργία παραμένει σταθερή στο 4,1%, σύμφωνα με το Γραφείο Στατιστικής Εργασίας, και οι καταναλωτικές δαπάνες δείχνουν ανθεκτικότητα.

Ωστόσο, οι εκτιμήσεις από το μοντέλο GDPNow της Atlanta Fed που ανακοινώθηκαν στις 26 Μαρτίου δείχνουν συρρίκνωση του ΑΕΠ, με την πραγματική αύξηση του ΑΕΠ για το α’ τρίμηνο του 2025 να εκτιμάται σε αρνητικό 1,8% – γεγονός που αποτυπώνει σημαντική οικονομική επιβράδυνση σε σχέση με τα προηγούμενα τρίμηνα και υποδηλώνει εν δυνάμει “κόντρα ανέμους” για την οικονομική ανάπτυξη.

Παγκόσμια μετατόπιση

Οι ροές κεφαλαίων δείχνουν ακόμα πιο ξεκάθαρα ότι το τοπίο μεταβάλλεται. Τα κεφάλαια κατευθύνονται όλο και περισσότερο προς την Ευρώπη και την Κίνα, αντιστρέφοντας μια δεκαετία κυριαρχίας των αμερικανικών μετοχών, όπως αναφέρει το Yahoo Finance. Αυτή η μετατόπιση κινδυνεύει να στερήσει από τις αμερικανικές μετοχές τις εισροές που στήριξαν την άνοδό τους μετά την πανδημία.

Δικαιολογημένα, οι επενδυτές είναι επιφυλακτικοί. Το κραχ της πανδημίας έδειξε ότι οι οικονομίες εξελίσσονται σταδιακά μέχρι κάποιος καταλύτης να προκαλέσει μια ραγδαία αλλαγή. Πριν από πέντε χρόνια, ο καταλύτης αυτός πυροδότησε μια ευημερία που τροφοδοτήθηκε από την αφθονία.

Σήμερα, μια πολιτική προστατευτισμού θα μπορούσε να φέρει τις αμερικανικές μετοχές αντιμέτωπες με προκλήσεις που δεν έχουν παρατηρηθεί από τον Μάρτιο του 2020. Θα προσαρμοστούν οι επενδυτές σε αυτή την πραγματικότητα ή θα στρέψουν την προσοχή τους στις πιο ελπιδοφόρες αγορές του εξωτερικού; Η πορεία των επόμενων πέντε ετών κάλλιστα μπορεί να εξαρτηθεί από αυτή την απόφασή τους.

Απόδοση – επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Forbes