Η οικονομία της Ευρώπης δεν έχει καταφέρει να συμβαδίσει με των ΗΠΑ, οι τιμές της ενέργειας είναι ακόμη υψηλότερες καθώς αποδεσμεύεται από την εισαγόμενη ρωσική ενέργεια, ενώ το γεωπολιτικό κλίμα παραμένει αβέβαιο. Η Γερμανία, που επί χρόνια αποτελούσε την “ατμομηχανή” της ευρωπαϊκής ανάπτυξης, βρίσκεται στον κλοιό αυτών των πιέσεων.
Η εθνική ασφάλεια και η επιστροφή στην ανάπτυξη αποτελούν προτεραιότητες για τον Φρίντριχ Μερτς -πιθανώς τον επόμενο Καγκελάριο της Γερμανίας- και οι παράγοντες αυτοί θα επηρεάσουν με τη σειρά τους την εν εξελίξει ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας. Η απομάκρυνση από τη φθηνή, εισαγόμενη ενέργεια έχει πλήξει τα γερμανικά νοικοκυριά και τη βιομηχανία, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της DNV για τις προοπτικές της ενεργειακής μετάβασης της Γερμανία, η χώρα βρίσκεται σε καλό δρόμο για να διαμορφώσει ένα ενεργειακό σύστημα πιο προσιτό, πιο ασφαλές και πολύ πιο “πράσινο”. Τρεις διαστάσεις του ενεργειακού ζητήματος αναμένεται να βελτιωθούν στη Γερμανία τα επόμενα χρόνια.
Η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια θα αυξηθεί
Έως το 2050 η Γερμανία θα καλύπτει το 46% της ενεργειακής ζήτησης με ηλεκτρική ενέργεια από 19% σήμερα. Αυτό θα οφείλεται στην αύξηση της παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αν και θα υπολείπεται από τους στόχους της (για το 2045) όσον αφορά τις ηλιακές και τις αιολικές εγκαταστάσεις.
Οι πολιτικές που θα εφαρμοστούν και η μείωση του τεχνολογικού κόστους θα αποτελέσουν επίσης σημαντικό παράγοντα για να αλλάξει ο τρόπος κατανάλωσης της ενέργειας. Για παράδειγμα, η μαζική στροφή προς τα ηλεκτρικά οχήματα και την ηλεκτρική οικιακή θέρμανση αφενός θα συρρικνώσει το ποσοστό των οχημάτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης στη Γερμανία κάτω του 3% μέχρι το 2050 και αφετέρου το ένα τρίτο των νοικοκυριών θα θερμαίνονται με αντλίες θερμότητας.
Η σταδιακή κατάργηση του άνθρακα θα απαιτήσει τη δημιουργία νέων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο και υδρογόνο που θα παρέχουν συνεχή και αξιόπιστη τροφοδοσία, αλλά η χρήση των σταθμών φυσικού αερίου θα συνεχίσει να μειώνεται και θα παρέχουν ενέργεια μόνο ως “εφεδρεία” σε περιόδους χαμηλής παραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, σε βαθμό που το 98% της συνολικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.
Προς μια ενεργειακή ανεξαρτησία
Ο Μερτς υποστήριξε σθεναρά το Κίεβο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Οι επιπτώσεις του πολέμου είναι αισθητές τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και σε οικονομικό επίπεδο, και είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο Μερτς και η νέα κυβέρνησή του θα θελήσουν να συνεχίσουν να δίνουν προτεραιότητα στην ενεργειακή ασφάλεια της Γερμανίας. Η πρόβλεψη της DNV δείχνει ότι η Γερμανία θα μειώσει σημαντικά τις εισαγωγές ενέργειας, με την εγχώρια παραγωγή να καλύπτει το 73% των ενεργειακών αναγκών το 2050 σε σύγκριση με μόλις 30% σήμερα. Οι εισαγωγές άνθρακα και πετρελαίου, για παράδειγμα, θα μειωθούν κατά 99% και 79% αντίστοιχα από το 2024 έως τα μέσα του αιώνα.
Ωστόσο, η Γερμανία θα παραμείνει εξαρτημένη από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες για τη δημιουργία των υποδομών που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβασή της.
Προσιτό για τη γερμανική βιομηχανία
Η γερμανική βιομηχανία ανησυχεί για τις υψηλές τιμές της ενέργειας και τις αρνητικές επιπτώσεις στην ικανότητά της να είναι ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο. Είναι μια γενικότερη πρόκληση για την Ευρώπη και η έκθεση του Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας αφιέρωνε ένα ολόκληρο κεφάλαιο στον ρόλο της ενέργειας. Ιστορικά, η Ευρώπη πληρώνει περισσότερα για την ενέργειά της από ό,τι άλλες μεγάλες οικονομίες, γεγονός που μάλλον δεν προκαλεί έκπληξη για μια περιοχή όπου η Νορβηγία είναι η μόνη χώρα με καθαρή εξαγωγή ενέργειας.
Βραχυπρόθεσμα, οι τιμές της ενέργειας στη Γερμανία θα συνεχίσουν να μειώνονται σε σχέση με την εκτίναξή τους μετά τη ρωσική εισβολή μέχρι να έρθουν στα ίδια επίπεδα με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το ενεργειακό κόστος για τη γερμανική βιομηχανία θα παραμείνει πάντως υψηλότερο από το αντίστοιχο για την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ενεργοβόρες βιομηχανίες, όπως τα χημικά, τα μέταλλα, χαρτοβιομηχανίες και τσιμεντοβιομηχανίες, ευθύνονται για το 71% της κατανάλωσης ενέργειας από τον μεταποιητικό κλάδο. Σήμερα, όμως, αυτές οι ενεργοβόρες βιομηχανίες αντιπροσωπεύουν μόλις το ένα πέμπτο της αξίας του κλάδου. Και ενώ οι βιομηχανίες αυτές κινδυνεύουν, ίσως η Ευρώπη να έχει τους λόγους της που θέλει να συνεχιστεί η παραγωγή ορισμένων ενεργοβόρων προϊόντων, όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο, εντός των χωρών του ευρωπαϊκού μπλοκ.
Η Γερμανία θα χάσει για λίγο τον κλιματικό της στόχο
Η Γερμανία πρωτοπορεί εδώ και χρόνια στην ενεργειακή μετάβαση και έχει θέσει ως εθνικό στόχο την επίτευξη μηδενικών εκπομπών ρύπων έως το 2045. Σύμφωνα με την πρόβλεψη της DNV η Γερμανία θα χάσει αυτόν τον στόχο – αλλά για λίγο.
Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα μειωθούν κατά 89% έως το 2045 και κατά 95% έως το 2050 σε σύγκριση με το 1990. Αυτό σημαίνει ότι ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας το 2045 δεν θα επιτευχθεί, αλλά σε σύγκριση με τα περισσότερα άλλα κράτη και περιοχές, η επιτυχία της γερμανικής απεξάρτησης από τον άνθρακα είναι αξιοσημείωτη.
Το παράδειγμα της Γερμανίας δείχνει ότι η κάλυψη της ανάγκης για ενεργειακή ασφάλεια δεν αποβαίνει σε βάρος ενός πιο “πράσινου” και οικονομικά προσιτού ενεργειακού συστήματος.