Στις 12/12/2024 δημοσιεύθηκε ο Νόμος Ν. 17(ΙΙΙ)/2024, που επικυρώνει τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Σύμβαση αρ. 190) για την καταπολέμηση της βίας και της παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Η Σύμβαση, αναγνωρίζει ότι τέτοιες συμπεριφορές συνιστούν παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προωθεί τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος μηδενικής ανοχής. Ορίζει τη βία και την παρενόχληση ως ανεπιθύμητες συμπεριφορές, πρακτικές ή απειλές, μεμονωμένες ή επαναλαμβανόμενες, οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική βλάβη.
Περιλαμβάνει ειδική αναφορά στη βία λόγω φύλου, καθώς και στη σεξουαλική παρενόχληση. Η προστασία, καλύπτει όλους τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, ανεξαρτήτως εργασιακής σχέσης ή καθεστώτος και ισχύει, τόσο στον χώρο εργασίας, όσο και σε συνδεδεμένες δραστηριότητες (π.χ. επαγγελματικά ταξίδια, επικοινωνίες, μετακινήσεις).
Τα κράτη-μέλη οφείλουν να θεσπίσουν μέτρα πρόληψης, επιβολής και υποστήριξης θυμάτων, καθώς και να υιοθετήσουν νόμους οι οποίοι:
- Απαγορεύουν ρητά τη βία και την παρενόχληση στην εργασία.
- Υποχρεώνουν τους εργοδότες να λαμβάνουν σχετικά προληπτικά μέτρα (π.χ. εκπαίδευση, εκτίμηση κινδύνου, πληροφόρηση για δικαιώματα και υποχρεώσεις).
- Διασφαλίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς καταγγελίας, προσφυγής σε Δικαστήρια, διαδικασίες επίλυσης διαφορών και λοιπών κυρώσεων.
- Προστατεύουν καταγγέλλοντες και μάρτυρες από ενδεχόμενο αντιποίνων.
- Εξασφαλίζουν το δικαίωμα του εργαζομένου να απομακρύνεται από επικίνδυνες καταστάσεις που προκύπτουν από βία ή παρενόχληση, νοουμένου ότι αυτές ενέχουν σοβαρό κίνδυνο για τη ζωή, την υγεία και την ασφάλειά του.
Στο παρόν στάδιο, εκκρεμεί η θέσπιση νομοθεσίας για την βία και την παρενόχληση στους χώρους εργασίας και η τροποποίηση του περί της Σύστασης Υπηρεσίας Επιθεωρήσεων στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, για εναρμόνιση του με τις πρόνοιες της Σύμβασης. Σχετικά νομοσχέδια εξετάζονται από την Επιτροπή Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η βασική φιλοσοφία της Σύμβασης υφίσταται στο Ν. 205(Ι)/2002 περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Εργασία Νόμος, ο οποίος απαγορεύει τη διάκριση λόγω φύλου και καλύπτει την παρενόχληση και τη σεξουαλική παρενόχληση. Στον εν λόγω Νόμο, η παρενόχληση ορίζεται ως η ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη συμπεριφορά, σχετιζόμενη με το φύλο ενός προσώπου, η οποία έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα, την προσβολή της αξιοπρέπειας του προσώπου, ιδίως όταν δημιουργεί ένα εκφοβιστικό, εχθρικό ή ταπεινωτικό περιβάλλον. Μεταξύ άλλων, ο Νόμος απαγορεύει την άμεση ή έμμεση δυσμενή μεταχείριση λόγω απόκρουσης παρενοχλητικής συμπεριφοράς ή καταγγελίας παρενόχλησης, σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση, τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης και επίσης την απόλυση. Το κριτήριο ανεπιθύμητης συμπεριφοράς είναι υποκειμενικό και σημασία έχει το πως αυτό εκλαμβάνεται από τον αποδέκτη της. Η πρόθεση του δράστη είναι απολύτως αδιάφορη, καθότι η έλλειψη υπαιτιότητας, δεν αποκλείει τον παράνομο χαρακτήρα της ενέργειας ή την ευθύνη του.
Οι εργοδότες υποχρεούνται να προστατεύουν τους εργαζόμενους από πράξεις προϊστάμενων, υπεύθυνων ή άλλων εργαζόμενων και βεβαίως υποχρεούνται να μεριμνούν για την παύση και μη επανάληψη της παρενόχλησης και την άρση των οποιωνδήποτε συνεπειών της. Σε αντίθετη περίπτωση, οι εργοδότες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθίστανται συνυπεύθυνοι με το πρόσωπο που διέπραξε την παρενόχληση. Παράλληλα, οι εργοδότες υποχρεούνται να λαμβάνουν έγκαιρα μέτρα αποτροπής παρενοχλητικών πράξεων, εισάγοντας Κώδικα Συμπεριφοράς, ο οποίος καθορίζει τις τιμωρητέες πράξεις, εξηγεί τη δυνατότητα υποβολής παραπόνων, τις υποχρεώσεις εργοδοτών, τη διαδικασία αντιμετώπισης αναφορών και την εφαρμογή των προνοιών του Κώδικα.
Σε περίπτωση παραβίασης του νόμου, το θιγόμενο πρόσωπο μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο, το οποίο δύναται να επιδικάσει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, αποζημίωση για ηθική ή σωματική βλάβη ή/και επαναπρόσληψη σε περίπτωση απόλυσης, νοουμένου ότι το θιγόμενο πρόσωπο το ζητεί. Παράλληλα, προβλέπεται εξωδικαστική προστασία μέσω Επιθεωρητών του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι έχουν εξουσία ελέγχου υποστατικών και αρχείων, διεξαγωγή ανακρίσεων και αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων. Οι προβλεπόμενες ποινές για παραβάσεις, περιλαμβάνουν χρηματικά πρόστιμα και/ή φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ σε περιπτώσεις όπου αδίκημα διαπράττεται από νομικό πρόσωπο, ένοχος είναι και ο διευθύνων σύμβουλος, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα διαπράχθηκε με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή την ανοχή του.
Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Προστασίας των Ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA- EU Agency for Fundamental Rights), μεταξύ των ετών 2020-2024, μία στις τρείς εργαζόμενες γυναίκες που κατοικούν στην ΕΕ, έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας της, ενώ τα περιστατικά που καταγγέλλονται στις αρχές, είναι πολύ λιγότερα. Η λήψη μέτρων πρόληψης από την πολιτεία και τις επιχειρήσεις, είναι αναγκαία. H θέσπιση και εφαρμογή ενός αυστηρού νομοθετικού πλαισίου, αποτελεί εκ των πραγμάτων αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα, η οποία, δυστυχώς, έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα.
Δικηγόρος, Δικαστηριακό Τμήμα γραφείου Πάφου
ELIAS NEOCLEOUS & CO LLC