“Έχοντας αποδεσμευτεί από τη “σιδερένια μπάλα” που είχαμε στο πόδι μας μπορούμε να ξαναγίνουμε μία κανονική τράπεζα που λαμβάνει αποφάσεις όπως κάθε ιδιωτικός φορέας”. Η δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου της Alpha Bank, κ. Βασίλη Ψάλτη, λίγο καιρό μετά την ανακοίνωση του deal με την UniCredit για την απόκτηση του ποσοστού της που κατείχε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε στις τράπεζες ως απόρροια της συμμετοχής του Δημοσίου στο μετοχικό τους κεφάλαιο.
Όσο κι αν οι εκπρόσωποι του Ταμείου προσπαθούσαν να μην δημιουργούν προσκόμματα σε επιχειρηματικές αποφάσεις, κάτι που επισήμανε, άλλωστε και ο επικεφαλής της Alpha Bank, εντούτοις αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι οι τράπεζες λειτουργούσαν με ενδιάμεσα φίλτρα, τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις δημιουργούσαν στρεβλώσεις.
Σήμερα, λοιπόν, με το ΤΧΣ να έχει ήδη αποεπενδύσει από το σύνολο των συστημικών Ομίλων (διατηρώντας μόνο μία μικρή συμμετοχή της τάξεως του 8,39% στην Εθνική Τράπεζα, το οποίο θα διατεθεί μετά το πέρας της lock up περιόδου και κατά προτίμηση σε στρατηγικό επενδυτή) ανοίγει ο δρόμος για πιο μεγαλόπνοα σχέδια και γιατί όχι για διατραπεζικά deals. Τον τόνο, άλλωστε, έδωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), κ. β. “Χρειαζόμαστε ευρωπαϊκούς τραπεζικούς πρωταθλητές που θα μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους αμερικανικούς και χρειαζόμαστε διασυνοριακές συμφωνίες για να έχουμε πιο ισχυρές τράπεζες”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εξαγορές και συγχωνεύσεις
“Η εξαγορά ποσοστού της Commerzbank από τη UniCredit έφερε στο προσκήνιο το θέμα ότι οι κυβερνήσεις εξακολουθούν να έχουν μερίδια στους εθνικούς τους πρωταθλητές. Η πώλησή τους προσφέρει στους αγοραστές των τραπεζών μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσουν τις θέσεις τους σε ξένες ή να εισέλθουν σε νέες αγορές, σε μεγαλύτερη κλίμακα”, σημειώνει η Scope σε σχετική ανάλυσή της, εκτιμώντας πως οι αποεπενδύσεις θα μπορούσαν να αναζωογονήσουν τις εξαγορές και συγχωνεύσεις του κλάδου στην Ευρώπη. “Τα μεγάλα κρατικά μερίδια μπορεί να αποθάρρυναν πιθανές διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές στο παρελθόν, καθώς σε οποιαδήποτε συναλλαγή ένας πλειοδότης είτε θα κατέληγε με μια ξένη κυβέρνηση ως βασικό μέτοχο είτε θα έπρεπε να διαπραγματευτεί με μια ξένη κυβέρνηση για την πώληση του μεριδίου του”, αναφέρει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως η άρση του υπερκείμενου της μεγάλης κρατικής ιδιοκτησίας θα μπορούσε να διευκολύνει τη διασυνοριακή ενοποίηση του τομέα.
Σύμφωνα με τον οίκο, η εκ νέου ιδιωτικοποίηση πολλών μεγάλων τραπεζικών Ομίλων βρίσκεται πλέον σε καλό δρόμο. Ενδεικτικά:
– NatWest στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το μερίδιο της κυβέρνησης κυμαίνεται τώρα στο 15,99%.
– Commerzbank. Το ποσοστό της γερμανικής κυβέρνησης διαμορφώνεται στο 12,11% μετά την πώληση μεριδίου 4,49% στη UniCredit τον περασμένο Σεπτέμβριο. Υπενθυμίζεται ότι η ιταλική τράπεζα έχει καταφέρει να “χτίσει” ένα μερίδιο της τάξεως του 21% στη γερμανική τράπεζα και βρίσκεται εν αναμονή των εγκρίσεων των αρμόδιων εποπτικών αρχών.
– ABN AMRO στην Ολλανδία (40,5% μετά τον τερματισμό του σχεδίου στις 11 Σεπτεμβρίου, έναντι εσόδων 1,17 δισ. ευρώ).
– Banca Monte dei Paschi di Siena στην Ιταλία (26,73% μετά από bookbuild 650 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο του 2024 που ισοδυναμεί με μερίδιο 12,5%).
– Allied Irish Banks στην Ιρλανδία (22%) και
– Εθνική Τράπεζα (8,39%).
“Η De Volksbank στην Ολλανδία και η Belfius Bank στο Βέλγιο εξακολουθούν να ανήκουν κατά 100% στις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους, με μεγαλύτερη αβεβαιότητα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα ιδιωτικοποίησης, αν και παραμένει ο απώτερος στόχος”, τονίζει η Scope και συνεχίζει: “Πολλές άλλες διαδικασίες πωλήσεων θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του 2025, υπό την προϋπόθεση ότι οι συνθήκες της αγοράς θα παραμείνουν υποστηρικτικές”.
Οι κινήσεις στην Ελλάδα
Ανοιχτές σε πιθανά deals, όχι μόνο εντός, όσο κυρίως εκτός των τειχών της ελληνικής επικράτειας, εμφανίζονται οι εγχώριες τράπεζες, οι οποίες το τελευταίο διάστημα έχουν επανεκκινήσει τα σχέδια εξωστρέφειάς τους, τα οποία υποχρεώθηκαν να αναστείλουν λόγω της κρίσης, γεγονός που τις καθιστά εκ νέου ορατές και ιδιαίτερα ελκυστικές στα μάτια των ανταγωνιστών τους.
Η Alpha Bank, για παράδειγμα, πέραν του σημαντικού deal με τη UniCredit εστιάζει και στην Κύπρο, όπου έχει ήδη παρουσία μέσω της 100% θυγατρικής της. Στόχος είναι η σύνδεση με τα υπόλοιπα περιβάλλοντα, στα οποία λειτουργούν οι πελάτες της είτε είναι προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη με τη βοήθεια της UniCredit είτε για να δώσει βήμα σε επιχειρήσεις από τη Mέση Ανατολή, ώστε να επενδύσουν μέσω Ελλάδας και Κύπρου προς την Ευρώπη. Η διοίκηση της τράπεζας έχει δηλώσει ανοιχτή σε στοχευμένες εξαγορές, υπό μία βασική προϋπόθεση: οποιαδήποτε κίνηση να δημιουργεί μεγαλύτερη αξία στους μετόχους και να είναι σύμφωνη με το στρατηγικό της σχέδιο.
Αντιστοίχως η Eurobank κατάφερε προσφάτως να αποκτήσει τον έλεγχο της Ελληνικής Τράπεζας, θέτοντας σταδιακά σε εφαρμογή τα πλάνα της για ακόμη μεγαλύτερη επέκταση στο εξωτερικό. Το τελευταίο διάστημα δε, η τράπεζα προετοιμάζει το έδαφος για την είσοδο σε άλλες, λιγότερο… συνηθισμένες για τις ελληνικές τράπεζες, αγορές. Ενδεικτικά, έχει ήδη κάνει αίτηση στην Ινδία, ώστε να λειτουργήσει Γραφείο Αντιπροσωπείας, ενώ στο Ισραήλ βρίσκεται σε αναζήτηση προσωπικού, το οποίο θα στελεχώσει ένα αντίστοιχο γραφείο. Παράλληλα, “χτίζει” επαφές σε Σαουδική Αραβία και Ντουμπάι, προκειμένου να διευρύνει περαιτέρω το διεθνές της αποτύπωμα.
Την επέκταση στο εξωτερικό μέσω της Snappi δρομολογεί από την πλευρά της, η Τράπεζα Πειραιώς, ενώ η Εθνική Τράπεζα προχωρά σε νέες εταιρίες με μετοχική συμμετοχή στρατηγικών εταίρων.