Με απόλυτα θετικό feedback για τις προοπτικές της Ελλάδας επέστρεψαν στα γραφεία τους οι οικονομολόγοι της Wood, έπειτα από το ταξίδι που έκαναν πριν μερικές ημέρες στην Αθήνα, για να αποκτήσουν, όπως επισημαίνουν, μια νέα προοπτική για την οικονομία και να ανταλλάξουν απόψεις με φορείς χάραξης πολιτικής. 

Η κατεύθυνση της οικονομίας είναι ανάλογη των προσδοκιών που είχε ήδη ο οίκος: οι επενδύσεις, που υποστηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και τις ξένες άμεσες επενδύσεις, προχωρούν και αποτελούν ισχυρή απόδειξη ότι η οικονομία είναι ανταγωνιστική. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να εργάζεται για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε πολλούς τομείς, επομένως η εκτίμηση της Wood ότι το πραγματικό δυνητικό ΑΕΠ είναι περίπου 3%, παραμένει αμετάβλητη. Τούτου λεχθέντος, σε ό,τι αφορά το βραχυπρόθεσμο διάστημα, η οικονομική δραστηριότητα είναι αδύναμη και η οικονομία της Ευρωζώνης είναι στάσιμη. 

Σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση και την πορεία της αγοράς ομολόγων, οι περιορισμένες ανάγκες χρηματοδότησης του Ελληνικού Δημοσίου και το ανταγωνιστικό περιβάλλον ανάπτυξης κάνουν την Wood να εκτιμά ότι οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων θα μειωθούν περαιτέρω, κατά 50-70 μονάδες βάσης, πολύ πέρα από αυτό που θα υπονοούσε η τρέχουσα πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, πλησιάζοντας μάλιστα τις αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων. 

Η Wood πάντως βλέπει τρία μεγάλα άλματα παραγωγικότητας που πρέπει να κάνει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια: πρώτον, η ενοποίηση των πολύ μικρών εταιρειών της. Δεύτερον, η αναβάθμιση του αποθέματος της ακίνητης περιουσίας, και τρίτον, αύξηση των επενδύσεων σε ανθρώπινο κεφάλαιο σε όλη την ηλικιακή κατανομή.

Η οικονομική δραστηριότητα είναι υποτονική το δεύτερο εξάμηνο του 2023, αλλά θα ανακάμψει το 2024

Πιο αναλυτικά, όπως επισημαίνει η Wood, μετά από ένα ταραχώδες καλοκαίρι, που σημαδεύτηκε από πυρκαγιές και πλημμύρες, οι επιχειρηματικές έρευνες υπογραμμίζουν ότι η οικονομική εμπιστοσύνη παραμένει πιο αδύναμη από πριν. Παραμένει συμβατή με τους ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης για τα πρότυπα της Ευρωζώνης, αλλά κάτω από τη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας αυτή τη στιγμή, όπως επισημαίνει. 

Ενώ τα επενδυτικά σχέδια φαίνεται να προχωρούν αρκετά σταθερά, η Wood παρατήρησε ότι υπάρχουν μεγαλύτεροι περιορισμοί αγοραστικής δύναμης από ό,τι περίμενε να δει ερχόμενη στην Αθήνα, λόγω του υψηλού πληθωρισμού των τροφίμων, των υψηλότερων τιμών των ακινήτων, της μικτής εικόνας όσον αφορά την αύξηση των μισθών και των αρνητικών επιπτώσεων στον πλούτο, καθώς ο κόσμος, όπως επισημαίνει, διατηρούν πιο πολλά μετρητά στα χέρια τους, σε σχέση με αυτά που θα έβλεπε κανείς σε μια περίοδο πληθωρισμού.

Το πολιτικό τοπίο

Πρόσφατα, όπως σημειώνει η Wood, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε μια δεύτερη θητεία και συνεχίζει να προχωρά με τις συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις με τις Βρυξέλλες, χάρη επίσης στο πλαίσιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που συνδέει τη χρηματοδότηση με τις συμφωνημένες επενδύσεις και αλλαγές πολιτικής. 

Ο οίκος πιστεύει ότι αυτή η σταθερή ηγεσία διευκολύνει τη σταδιακή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η οποία θα πρέπει, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης του δημόσιου τομέα χάρη και στην ευνοϊκή δομή του χρέους, να επιτρέψει στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να μειωθούν περαιτέρω και να πλησιάσουν τις γαλλικές αποδόσεις. Επιπλέον, ιδιαίτερα υποστηρικτικό είναι το γεγονός ότι οι προοπτικές βιωσιμότητας του χρέους είναι επίσης ευνοϊκές, όπως τονίζει. Η Ελλάδα παρουσιάζει ισχυρές και αυξανόμενες προοπτικές στο μέτωπο του πρωτογενούς πλεονάσματος και ταχεία πτώση του δείκτη δημόσιου χρέους.

Ο πληθωρισμός

Ένα σημαντικό θέμα για το 2024 διεθνώς είναι ότι ο μετρούμενος πληθωρισμός είναι χαμηλότερος, αλλά ο αντιληπτός πληθωρισμός μόλις έχει αρχίσει να επιβραδύνεται, τονίζει η Wood. Έτσι, η κατανάλωση στην ΕΕ υπονομεύεται από δύο παράγοντες: η αύξηση των πραγματικών μισθών δεν είναι τόσο υψηλή όσο φαίνεται, και τα νοικοκυριά υφίστανται απώλειες πλούτου εάν έχουν πάρα πολλά μετρητά στα χέρια τους. 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τονίζει πως τα σοβαρά κλιματικά φαινόμενα το 2023 κράτησαν τον πληθωρισμό των τροφίμων υψηλότερα από ό,τι σε πολλές άλλες ανεπτυγμένες χώρες και αυτό επιβαρύνει τις αποφάσεις για τις δαπάνες. Μέρος της δημοσιονομικής τόνωσης αποσύρεται, ενώ η αγορά εργασίας, αν και “στενή” για τα ελληνικά πρότυπα, δεν είναι ουσιαστικά πληθωριστική.

Η ζήτηση για νέα δάνεια

Η καθαρή ζήτηση νέων δανείων το 2023 ήταν μικρή και αντικατοπτρίζει αυτό που πρέπει να φανεί στο πλαίσιο της σταδιακής επιστροφής του τραπεζικού τομέα στην κανονικότητα, μετά την παρατεταμένη αναταραχή από την κρίση χρέους του 2010, παρατήρησε η Wood.

Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια πάνω από τα ουδέτερα επίπεδα, κατά την άποψη του οίκου, και αναμένεται να τα μειώσει κατά 100 μονάδες βάσης το 2024, ίσως περισσότερο. 

Οι ελληνικές επιχειρήσεις αποπληρώνουν δάνεια, δεδομένου του υψηλού κόστους χρηματοδότησης, ενώ τα στεγαστικά δάνεια είναι αρκετά ακριβά, δεδομένων των επιπέδων των μισθών, των υψηλών προκαταβολών και της συνεχιζόμενης διαδικασίας αναδιάρθρωσης παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων. 

Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και ο ιδιωτικός τομέας γενικότερα, υστερούν όσον αφορά την υιοθέτηση της ψηφιοποίησης και αυτό συμβάλλει επίσης στον αργό ρυθμό της εξομάλυνσης, κατά την άποψη της Wood.

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να είναι ευρύ και υπογραμμίζει την ανάγκη μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων. Η Wood εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διαμορφωθεί στο 7,4% του ΑΕΠ το 2023 και θα μειωθεί στο 6,5% του ΑΕΠ το 2024. Το έλλειμμα χρηματοδοτείται άνετα μέσω των καθαρών ξένων άμεσων επενδύσεων που είναι στο 1,4% επί του παρόντος και λοιπών επενδύσεων που είναι στο 5,1% του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου παραμένουν σε φάση ήπιας εκροής κεφαλαίων. 

Στα θετικά, η Ελλάδα έχει αναβαθμίσει με επιτυχία την ελκυστικότητά της σε ξένες άμεσες επενδύσεις και στην ενσωμάτωση στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού, αλλά δεν έχει ακόμη “εξασφαλίσει” ότι ο μη χρηματοπιστωτικός εταιρικός της τομέας μπορεί να κάνει το επόμενο άλμα προς τα εμπρός όσον αφορά την εξαγωγική ικανότητα και την κερδοφορία. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε επίσης να διευκολυνθεί από τις αυξανόμενες επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο σε όλη την ηλικιακή κατανομή, αλλά δεν έχει τεθεί ακόμη σε εφαρμογή ένα επιτακτικό σχέδιο.

Οι ευρωεκλογές θα επιβεβαιώσουν την ευρεία υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας

Τέλος, η Wood αναφέρεται στις ευρωπαϊκές βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν στις αρχές Ιουνίου και εκτιμά πως η Νέα Δημοκρατία θα έχει πολύ καλή πορεία, δεδομένου ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ποσοστό αποδοχής στο 38-41% σταθερά. Η Νέα Δημοκρατία ανήκει στην πολιτική ομάδα του ΕΛΚ στην Ευρώπη, η οποία αναμένεται να κερδίσει σε σχετικούς όρους, και να διορίσει τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που πιθανότατα θα είναι και πάλι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Οι ευρωπαϊκές εκλογές, ιστορικά, δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στις χρηματοπιστωτικές αγορές, αλλά είναι πολύ σημαντικές για τη μακροπρόθεσμη πορεία της ΕΕ, όπως επισημαίνει. Το 2024 ωστόσο, εκτιμά  Wood, οι εκλογές είναι πιθανό να έχουν μεγαλύτερη επίδραση από ό,τι προηγουμένως, δεδομένων των έντονων διαφωνιών εντός των κρατών μελών στους τομείς της κλιματικής αλλαγής, της ενεργειακής μετάβασης, του κράτους δικαίου και της διεύρυνσης της ΕΕ, όπου η Ουκρανία είναι η μεγαλύτερη και την πιο ευαίσθητη απόφαση.