Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια προοδευτική νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει την κινητικότητα και, με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να επηρεάσει και τη σκέψη, τη συμπεριφορά και τη διάθεση. Ανήκει στις νευροεκφυλιστικές παθήσεις, δηλαδή σε εκείνες που προκαλούν σταδιακή φθορά συγκεκριμένων εγκεφαλικών κυττάρων. Αν και δεν είναι θανατηφόρα από μόνη της, μπορεί να μειώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής του πάσχοντα.
Η νόσος του Πάρκινσον επηρεάζει περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Στην Ελλάδα, εκτιμάται ότι περίπου 20.000 άτομα ζουν με αυτήν τη νόσο. Συνήθως εμφανίζεται σε άτομα άνω των 60 ετών, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου εκδηλώνεται και σε νεότερους (νεανική μορφή Πάρκινσον). Οι άνδρες έχουν ελαφρώς υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου σε σχέση με τις γυναίκες.
Η ακριβής αιτία της νόσου του Πάρκινσον δεν είναι πλήρως γνωστή. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι σχετίζεται με την καταστροφή κυττάρων σε μια περιοχή του εγκεφάλου που ονομάζεται «μέλαινα ουσία». Τα κύτταρα αυτά παράγουν ντοπαμίνη, έναν χημικό αγγελιοφόρο που βοηθά στη μεταφορά σημάτων για την κίνηση. Όταν μειώνονται τα επίπεδα της ντοπαμίνης, το σώμα δυσκολεύεται να ελέγξει τις κινήσεις.
Παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την ηλικία, την κληρονομικότητα, την έκθεση σε τοξίνες (όπως φυτοφάρμακα) και, σε κάποιες περιπτώσεις, τραυματισμούς στο κεφάλι. Η νόσος όμως δεν είναι πάντα κληρονομική – η πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι «σποραδικές», δηλαδή εμφανίζονται χωρίς οικογενειακό ιστορικό.
Τα πιο χαρακτηριστικά κινητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Τρόμο (τρέμουλο), κυρίως στα χέρια όταν είναι σε ηρεμία
- Βραδυκινησία, δηλαδή καθυστερημένες και δύσκολες κινήσεις
- Μυϊκή δυσκαμψία, που προκαλεί πόνο και περιορισμό
- Αστάθεια στη στάση ή δυσκολία στο περπάτημα
Ωστόσο, η νόσος του Πάρκινσον δεν περιορίζεται μόνο στο σώμα. Συχνά συνοδεύεται από μη κινητικά συμπτώματα, όπως κατάθλιψη και άγχος, διαταραχές ύπνου (π.χ. έντονα όνειρα ή αϋπνία), απώλεια όσφρησης, δυσκοιλιότητα, γνωστικές δυσκολίες ή άνοια σε προχωρημένα στάδια
Η διάγνωση της νόσου του Πάρκινσον βασίζεται κυρίως στην παρατήρηση των συμπτωμάτων και στην κλινική εξέταση από έναν νευρολόγο. Δεν υπάρχει ειδική αιματολογική ή απεικονιστική εξέταση που να μπορεί να τη διαγνώσει με απόλυτη βεβαιότητα. Ορισμένες εξετάσεις, όπως το DAT scan, μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη της διάγνωσης σε δύσκολες περιπτώσεις.
Αν και προς το παρόν δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για τη νόσο, υπάρχουν πολλές διαθέσιμες επιλογές για την ανακούφιση των συμπτωμάτων. Η λεβοντόπα παραμένει το πιο αποτελεσματικό φάρμακο, αφού αντικαθιστά τη ντοπαμίνη που λείπει. Συνδυάζεται συχνά με άλλες ουσίες που ενισχύουν τη δράση της ή παρατείνουν την αποτελεσματικότητά της.
Εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, σημαντικό ρόλο παίζουν η φυσικοθεραπεία, η εργοθεραπεία, η λογοθεραπεία, ακόμα και η μουσικοθεραπεία. Η άσκηση και η κοινωνική δραστηριότητα βοηθούν στη διατήρηση της κινητικότητας και της διάθεσης. Σε προχωρημένα στάδια, η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (Deep Brain Stimulation – DBS) είναι μια χειρουργική λύση που προσφέρει ανακούφιση από τα πιο έντονα συμπτώματα.
Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια πολύπλευρη πρόκληση, αλλά με τη σωστή φροντίδα, ενημέρωση και υποστήριξη, πολλοί άνθρωποι ζουν με αξιοπρέπεια και ποιότητα ζωής για δεκαετίες. Η έγκαιρη διάγνωση, η συνεργασία με εξειδικευμένους επαγγελματίες και η ενεργή συμμετοχή του ασθενούς στη φροντίδα του είναι καθοριστικά στοιχεία για την αποτελεσματική διαχείριση της νόσου.
*Νευρολόγος, Απολλώνειο Ιδιωτικό Νοσοκομείο