Κάποιες φορές, ένα μικρό περιστατικό αποκαλύπτει μεγαλύτερες αλήθειες για τον κόσμο μας. Ας αναλογιστούμε τις αναφορές σύμφωνα με τις οποίες ορισμένοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ επανεξετάζουν τα σχέδιά τους για την προμήθεια αμερικανικών μαχητικών F-35. Αυτό το ενδεχόμενο, ωστόσο, δεν αφορά μόνο ένα αεροσκάφος: δείχνει τις αξιοσημείωτες ανισορροπίες ισχύος και τις εξαρτήσεις στην καρδιά του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Είναι επίσης μια προεπισκόπηση της επικής αναδιάταξης που θα συμβεί αν ο ελεύθερος κόσμος καταρρεύσει.
Η Πορτογαλία, ο Καναδάς και άλλοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ που είχαν δεύτερες σκέψεις για την αγορά των F-35 φέρονται να ανησυχούσαν ότι τα αεροσκάφη μπορεί να διαθέτουν έναν “διακόπτη θανάτου” – το λεγόμενο “kill switch” – που θα επέτρεπε σε έναν εχθρικό πρόεδρο στο τιμόνι των ΗΠΑ να τα ακινητοποιήσει. Η κατασκευάστρια εταιρεία, η Lockheed Martin, διέψευσε εσπευσμένα τη φήμη αυτή. Υπάρχει, όμως, ένα μεταφορικό “kill switch”, καθώς τα F-35 απαιτούν συντήρηση, πυρομαχικά, ανταλλακτικά και αναβαθμίσεις λογισμικού που πρέπει να εγκριθούν από την Ουάσινγκτον.Unmute
Δέκα εβδομάδες μετά την έναρξη της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, ελάχιστοι Ευρωπαίοι σύμμαχοι φαίνονται πεπεισμένοι ότι μια τέτοια εξάρτηση από την Αμερική είναι πλέον μια καλή επιλογή. Το τεράστιο μπαράζ παγκόσμιων δασμών που ανακοίνωσε ο Λευκός Οίκος την Τετάρτη επιβεβαιώνει αυτόν τον σκεπτικισμό. Ωστόσο, η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η αμερικανική παγκόσμια τάξη περιλαμβάνει μια ακραία, σχεδόν ολοκληρωτική, εξάρτηση των συμμάχων από μια υπερδύναμη που δεν φαίνεται πια τόσο αξιόπιστη.
Οι ξένες χώρες βασίζονται σε μια παγκόσμια οικονομία στην οποία οι περισσότερες συναλλαγές εκφράζονται σε δολάρια – πωλούν τα προϊόντα τους σε μια τεράστια αμερικανική αγορά. Παράλληλα, οι ζωτικής σημασίας διεθνείς οργανισμοί, από το ΝΑΤΟ μέχρι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, διοικούνται ουσιαστικά από την Ουάσινγκτον.
Οι ΗΠΑ κρατούν τα ηνία της συνεργασίας στον τομέα των πληροφοριών του ελεύθερου κόσμου, η οποία συνεπάγεται την καθημερινή ανταλλαγή άκρως ευαίσθητων πληροφοριών. Οι περισσότεροι Αμερικανοί σύμμαχοι έχουν από καιρό αποδεχτεί, ακόμη και καλωσορίσει, ένα σύστημα στο οποίο οι ΗΠΑ ασκούν τις πιο κρίσιμες στρατιωτικές επιχειρήσεις και δυνατότητες – από βαριές αερομεταφορές μέχρι πυρηνικά όπλα – για λογαριασμό των φίλων τους.
Πρόκειται για ένα εντελώς ασυνήθιστο σύστημα. Ανατρέπει την αντίληψή μας για την εθνική κυριαρχία, υπό την έννοια ότι δεκάδες χώρες βασίζονται στις ΗΠΑ για την ευημερία, την ασφάλεια και την επιβίωσή τους. Αποτελεί απόδειξη της βαθιάς, θεσμοθετημένης συνεργασίας που έχει προκύψει στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινότητας. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Τραμπ περί εκμετάλλευσης της Αμερικής από τους συμμάχους, δίνει στην Ουάσινγκτον τεράστια επιρροή σε αυτά τα φιλικά έθνη. Και αποκαλύπτει τον βαθμό στον οποίο μια καλοήθης αμερικανική ηγεμονία αναδύθηκε ως λύση στην αναρχία που, πριν από το 1945, είχε επανειλημμένα διαλύσει τον κόσμο.
Ωστόσο, οι έκτακτες ρυθμίσεις απαιτούν μια άνευ προηγουμένου εμπιστοσύνη ότι η Αμερική δεν θα προδώσει τους συμμάχους της ή δεν θα χρησιμοποιήσει την εξάρτησή τους εναντίον τους.
Ο Τραμπ επιμένει ότι θα πάρει εδάφη από τους συμμάχους της Αμερικής στο ΝΑΤΟ. Απέσυρε (έστω και για λίγο) την αμερικανική βοήθεια από την Ουκρανία και θέλει να οικειοποιηθεί τον πλούτο των φυσικών πόρων της χώρας αυτής. Ο ίδιος και ο αντιπρόεδρός του, Τζέι Ντι Βανς, έχουν περιγράψει τους Ευρωπαίους περισσότερο ως εχθρούς παρά ως φίλους. Η κυβέρνησή του εκμεταλλεύεται την εξάρτηση συμμάχων και γειτόνων από την αγορά των ΗΠΑ για να εξαπολύσει τιμωρητικούς εμπορικούς πολέμους.
Οι διαμάχες μεταξύ συμμάχων δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά αυτή η αντιπαράθεση φαίνεται να είναι διαφορετική: Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία, ιδίως στη διατλαντική κοινότητα, ότι μια υπερδύναμη με ανελεύθερη, αναθεωρητική τάση εκμεταλλεύεται τώρα τη συμμαχική εξάρτηση.
Προς το παρόν, αρκετοί σύμμαχοι δεν μπορούν να κάνουν πολλά, εκτός από το να προσπαθήσουν να κατευνάσουν την Ουάσινγκτον. Ο πρωθυπουργός του Καναδά Μαρκ Κάρνεϊ, ο οποίος διεξάγει επί του παρόντος προεκλογική εκστρατεία, δήλωσε ευθέως ότι η ειδική σχέση της χώρας του με την Αμερική έχει τελειώσει – αποτελεί περισσότερο εξαίρεση παρά κανόνα.
Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Κιρ Στάρμερ, και ο πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, προσπαθούν απεγνωσμένα να πείσουν τον Τραμπ να διατηρήσει τη δέσμευσή του στην Ευρώπη, επειδή γνωρίζουν ότι η υπεράσπιση της Ουκρανίας – και ίσως η υπεράσπιση της ηπείρου – είναι αδύνατη, στο άμεσο μέλλον, αν η Αμερική αποχωρήσει. Για παρόμοιους λόγους, η Ιαπωνία θα κάνει σχεδόν τα πάντα για να παραμείνει στην “καλή πλευρά” του Τραμπ.
Ακόμη και οι σύμμαχοι που δεν έχουν εμπιστοσύνη στην Αμερική του Τραμπ γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς αυτήν. Αλλά αν συνεχιστεί αυτή η διάβρωση της εμπιστοσύνης, οι συνέπειες θα είναι βαθιές.
Μπορεί να δούμε έναν πολλαπλασιασμό των συστημάτων πληρωμών χωρίς το δολάριο, όπως αυτά με τα οποία πειραματίστηκε η Ευρώπη κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ. Η κυριαρχία του δολαρίου καθιστά τα εμπόδια σημαντικά, αλλά η επιθυμία – στην Ευρώπη και τον Παγκόσμιο Νότο, για να μην αναφέρουμε τον αυταρχικό κόσμο – είναι σαφώς υπαρκτή.
Θα υπάρξουν νέες διπλωματικές και στρατιωτικές ομάδες δημοκρατικών χωρών που θα συνεργάζονται περισσότερο μεταξύ τους, καθώς θα υπολογίζουν λιγότερο στην Ουάσινγκτον. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης – η Πολωνία, η Ρουμανία, οι χώρες της Βαλτικής, η Ουκρανία – θα μπορούσαν να συσπειρωθούν σε μια μίνι συμμαχία, χωριστά από το ΝΑΤΟ, για να αντισταθούν στις ρωσικές πιέσεις. Ιάπωνες αναλυτές παραδέχονται ότι οι ισχυρότεροι δεσμοί με την Αυστραλία, τις Φιλιππίνες, την Ινδία, τη Νότια Κορέα και άλλες χώρες αποτελούν, ιδανικά, συμπλήρωμα της συμμαχίας με τις ΗΠΑ – αλλά, σε ένα λιγότερο επιθυμητό και όλο και πιο πιθανό σενάριο, υποκατάστατό της.
Οι σχέσεις στρατιωτικού εφοδιασμού θα μεταβληθούν επίσης: Ποιος θα ήθελε να αγοράσει τα πιο εξελιγμένα όπλα μιας χώρας η οποία δεν μοιράζεται πλέον τα ίδια κομβικά, στρατηγικά συμφέροντα; Η Ευρώπη δεν μπορεί να εγκαταλείψει τα F-35 από τη μία μέρα στην άλλη – δεν κατασκευάζει προγράμματα ανάλογης ποιότητας. Αλλά συνεργασίες όπως το πρόσφατα ανακοινωμένο σχέδιο της Ιαπωνίας, της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου για την κατασκευή ενός μαχητικού αεροσκάφους επόμενης γενιάς θα μπορούσαν να ευδοκιμήσουν. Και οι δασμοί του Τραμπ, μαζί με τους αναπόφευκτους ανταποδοτικούς δασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα ενθαρρύνουν τη στρατιωτική αυτονομία της Ευρώπης και θα αποτελέσουν “ευλογία” για τις αμυντικές βιομηχανίες.
Συν τοις άλλοις, αναμένεται να δούμε έναν πιο πυρηνικοποιημένο κόσμο, καθώς οι πρώην σύμμαχοι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να κατέχουν και οι αυτοί το “απόλυτο όπλο”. Οι συζητήσεις για τα πυρηνικά σε Νότια Κορέα, Πολωνία, ακόμη και στη Γερμανία, έχουν ήδη αναθερμανθεί. Αν αποδειχθεί ανέφικτη η επέκταση της βρετανικής ή της γαλλικής ομπρέλας πάνω από την Ευρώπη -το Λονδίνο και το Παρίσι θα χρειάζονταν πολύ μεγαλύτερα, πιο εξελιγμένα οπλοστάσια- θα μπορούσαμε να δούμε μια έξαρση νέων εθνικών αποτρεπτικών μέσων στην ήπειρο.
Ο Τραμπ μπορεί να αισθάνεται καλά με αυτό: Πιστεύει εδώ και καιρό ότι η εξάρτηση των συμμάχων από την Αμερική είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Αλλά ίσως θα έπρεπε να το ξανασκεφτεί.
Αν οι σύμμαχοι των ΗΠΑ σταματήσουν να αγοράζουν προηγμένα αμερικάνικα συστήματα, αυτό σημαίνει ότι οι Αμερικανοί εργολάβοι θα έχουν λιγότερα χρήματα για να δημιουργήσουν παγκόσμιας κλάσης όπλα (για να μην αναφέρουμε τις θέσεις εργασίας). Αν η πρωτοκαθεδρία του δολαρίου υπονομευθεί επειδή οι συμμαχίες των ΗΠΑ καταρρέουν, το κόστος δανεισμού της Αμερικής – και, κατά συνέπεια, τα ελλείμματά της – θα μπορούσαν να διογκωθούν. Εάν η διάδοση των πυρηνικών όπλων αυξηθεί, η επιρροή των ΗΠΑ θα αποδυναμωθεί.
Η Αμερική έχει αποκομίσει τεράστια οφέλη από το να είναι η υπερδύναμη στην τροχιά της οποίας περιστρέφονται ουσιαστικά τα πάντα. Η παγκόσμια αναδιάταξη στην οποία ανοίγει την πόρτα ο Τραμπ θα αποδυναμώσει και τη δική του χώρα.
*Ο Brands είναι ανώτερος συνεργάτης στο American Enterprise Institute, συν-συγγραφέας του βιβλίου “Danger Zone: The Coming Conflict with China” και ανώτερος σύμβουλος της Macro Advisory Partners.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου