Η πρόταση της Ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι να παράσχει στην Ουκρανία ασφάλεια σε περίπτωση εκεχειρίας προσφέροντάς της μια θέση κάτω από την ομπρέλα της εγγύησης ασφαλείας του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, αλλά όχι ένταξη, κρύβει μια δόση απελπισίας όσο και ιδιοφυΐας.
Είναι μια τρελή ιδέα, γιατί θα δέσμευε τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στον κίνδυνο άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής με τη Ρωσία, μια πυρηνική υπερδύναμη, δηλαδή ακριβώς αυτό που προσπαθούν να αποφύγουν από τότε που ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έστειλε στρατεύματα στη Γεωργία το 2008. Φαίνεται εξίσου απίθανο ο Ντόναλντ Τραμπ να συμφωνήσει σε μια τέτοια κίνηση όσο και ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, ο οποίος, σχολαστικά (και για την Ουκρανία καταστροφικά) έδινε με το σταγονόμετρο τις προμήθειες όπλων για να αποφύγει έναν εκτιμώμενο κίνδυνο πυρηνικής κλιμάκωσης.
Αλλά η ιδέα της Μελόνι είναι, παράλληλα, πολύ έξυπνη. Το έχει σκεφτεί καλά, τουλάχιστον όσο και η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με την προβληματική πρότασή τους να στείλουν στρατιώτες στο έδαφος ως ειρηνευτές πίσω από τις γραμμές – μια δύσκολη ιδέα που αντιμετωπίζει πληθώρα προκλήσεων, από την έλλειψη αερομεταφορών, στρατευμάτων και πυροβολικού που απαιτούνται για τη διατήρηση μιας πολεμικής δύναμης αρκετά μεγάλης για να αποτρέψει τη Ρωσία, μέχρι την υπερβολική εξάρτηση από τις ΗΠΑ για κρίσιμες πληροφορίες, επιτήρηση και αναγνώριση, ή ISR. Και αυτό, αν το Κρεμλίνο συμφωνούσε και οι ΗΠΑ παρείχαν το απαραίτητο backstop (υποστήριξη) σε περίπτωση που η Ρωσία αποφάσιζε να επιτεθεί στους ειρηνευτές. Ούτε αυτό φαίνεται πιθανό.
Η ευφυΐα στην πρόταση της Μελόνι έγκειται στον τρόπο με τον οποίο θα δοκιμάσει να καταστρέψει το αφήγημα του Πούτιν για την εισβολή του σε έναν κυρίαρχο γείτονα, το οποίο πολλοί στη Δύση – συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ – έχουν καταπιεί αμάσητο. Δηλαδή ότι ο Πούτιν ενήργησε για να αντιμετωπίσει την απειλή που θα αποτελούσε για τη Ρωσία η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.
Ο Πούτιν επιτέθηκε στην Ουκρανία σε σημαντικό βαθμό ως αντίδραση στην πολιτική της “ανοιχτής πόρτας” του ΝΑΤΟ – η συμμαχία δεν είχε ουσιαστικά κάνει καμία επέκταση προς τη Ρωσία από το 2004- οι επόμενες προσθήκες έγιναν προς τα νότια, στα Δυτικά Βαλκάνια, ενώ η Φινλανδία και η Σουηδία προσχώρησαν μόνο μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Το σημαντικό ερώτημα – αυτό που θα εξέταζε η πρόταση της Μελόνι – είναι η φύση της απειλής που έβλεπε ο Πούτιν.
Πίστευε ότι το ΝΑΤΟ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις νεοαποκτηθείσες βάσεις για να επιτεθεί στη Ρωσία; Αυτό λένε ή υπονοούν συνήθως αξιωματούχοι του Κρεμλίνου και αυτό υποθέτουν οι επικριτές του ΝΑΤΟ. Ή μήπως ακόμη και η υπόσχεση της ένταξης στο ΝΑΤΟ και, παρομοίως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση απειλούσε τα σχέδιά του να εξαναγκάσει αυτούς τους γείτονες να ενταχθούν σε μια ανανεωμένη σφαίρα ελέγχου; Αυτή ήταν η πεποίθηση, γεννημένη από μια εμπειρία αιώνων με τη ρωσική κυριαρχία και επεκτατικότητα, των χωρών που άρχισαν να χτυπούν την πόρτα του ΝΑΤΟ για την ένταξη τους αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Όλα τα στοιχεία δείχνουν προς τη δεύτερη κατεύθυνση. Πράγματι, όταν ο Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία το 2014, το Σύνταγμα της Ουκρανίας απέκλειε την ένταξη σε οποιαδήποτε στρατιωτική συμμαχία και το ΝΑΤΟ είχε παραμείνει στους όρους της ιδρυτικής πράξης ΝΑΤΟ-Ρωσίας του 1997. Αυτή δέσμευε τη συμμαχία να μην τοποθετεί πυρηνικά όπλα, βάσεις ή στρατεύματα στα εδάφη των νέων μελών της. Για παράδειγμα, οι πρώτοι στρατιώτες του ΝΑΤΟ μετακινήθηκαν στην Πολωνία παρά μόνο το 2017.
Το αποτέλεσμα της Ιδρυτικής Πράξης ήταν να χορηγηθεί στα νέα μέλη η ασφάλεια που επιθυμούσαν βάσει της υπόσχεσης συλλογικής άμυνας του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ, αλλά χωρίς διατάξεις που η Ρωσία θα μπορούσε να θεωρήσει νομίμως προκλητικές. Η πρόταση της Μελόνι για την Ουκρανία θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά από την αντίθετη αφετηρία: τη μη ένταξη. Αυτό θα προσέφερε πολύ σαφέστερη διαβεβαίωση στη Μόσχα ότι δεν θα κατέληγε με βάσεις του ΝΑΤΟ κατά μήκος 1.974 χιλιομέτρων των χερσαίων συνόρων της, επιπλέον των περίπου 2.500 χιλιομέτρων που ήδη διαθέτει.
Ωστόσο, καθώς όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι το κίνητρο της επιθετικής πολιτικής του Πούτιν προς τις χώρες της Βαλτικής, τη Λευκορωσία, τη Γεωργία, τη Μολδαβία, την Ουκρανία και άλλα κράτη είναι η επιθυμία του να τις αναγκάσει να ενταχθούν στα δικά του σχήματα τύπου “ΝΑΤΟ” και “ΕΕ” – τον Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας (CSTO) και την Ευρασιατική Ένωση (ΕΕ) – είναι πιθανό να αρνηθεί την πρόταση της Μελόνι. Αν ο στόχος του ήταν η ειρήνη και η ασφάλεια των συνόρων της Ρωσίας και όχι η επέκτασή της ως μεγάλης δύναμης, με τη βία αν χρειαστεί, σίγουρα θα δεχόταν.
Αξίζει να δοκιμάσουμε την ιδέα της Μελόνι. Η άρνηση του Πούτιν θα μπορούσε τότε να αποσαφηνίσει πολλά πράγματα, φωτίζοντας το πλαίσιο γύρω από τις εισβολές του στην Ουκρανία, καθώς και τις απαιτήσεις όπως ο αφοπλισμός του Κιέβου και η απομάκρυνση του ΝΑΤΟ από όλα τα κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Το ίδιο και η τελευταία πρότασή του για αλλαγή καθεστώτος – η πρόταση να τεθεί όλη η Ουκρανία υπό μεταβατικό έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών, να απομακρυνθεί ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι και να “τελειώσει” με τις ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας. Αυτή η πρόταση προκάλεσε μια δημόσια αποδοκιμασία από τον Τραμπ την Κυριακή. Δήλωσε στο NBC ότι ήταν “πολύ θυμωμένος” και απείλησε με σκληρές κυρώσεις στο πετρέλαιο εάν ο Πούτιν έθετε σε κίνδυνο τις ειρηνευτικές προσπάθειες των ΗΠΑ.
Αυτή η σαφήνεια θα μπορούσε ταυτόχρονα να ρίξει ένα χρήσιμο φως στις συγκεκριμένες προσπάθειες των ΗΠΑ. Παρά τις απειλές του Τραμπ την Κυριακή, υπήρξε ένα βαθύ και κυνικό χάσμα μεταξύ του διακηρυγμένου στόχου της νέας κυβέρνησης να σώσει ζωές και να τερματίσει έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί, και των πράξεών της. Δηλαδή να υποχωρήσει σε μεγάλο μέρος των απαιτήσεων της Ρωσίας, να αποκλείσει την Ουκρανία από τη διαπραγμάτευση και να εξαναγκάσει τον Ζελένσκι να παραχωρήσει στις ΗΠΑ τον έλεγχο όλων των ορυκτών πόρων και των υποδομών του έθνους του, στο διηνεκές.
Όπως ανέφερε το Bloomberg News το Σάββατο, το Κίεβο προσπαθεί τώρα να εξασφαλίσει λιγότερο “τοκογλυφικούς” όρους, χωρίς να προκαλέσει ένα ρήγμα που θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναστολή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας.
Ακόμα και αν αυτή η σαφήνεια ήταν το μόνο που θα πετύχαινε η υιοθέτηση της πρότασης Μελόνι, θα άξιζε και πάλι τον κόπο, καθώς πνιγόμαστε σήμερα στη ρωσική – και πλέον στην αμερικανική – παραπληροφόρηση.
Υπό τον μανδύα της αυτοάμυνας, η Ρωσία εμπλέκεται σε έναν κλασικό, αποικιακό πόλεμο εδαφικής επέκτασης, καθώς προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο μιας χαμένης αυτοκρατορίας. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση Τραμπ εκμεταλλεύεται τη μεγαλύτερη εξάρτηση του Κιέβου για να επιβάλει ένα deal για την εξόρυξη πόρων. Η συμφωνία αυτή αναθεωρήθηκε πρόσφατα σε μια μορφή που θυμίζει την εκμετάλλευση του Κονγκό από το Βέλγιο τον 19ο αιώνα, ενώ δεν προσφέρει στην Ουκρανία καμία απολύτως εγγύηση ασφάλειας. Αυτό γίνεται στο όνομα της βοήθειας προς την Ουκρανία, ωστόσο το αποτέλεσμα της συμφωνίας θα είναι να αποκλείσει την Ευρώπη από το οικονομικό μέλλον της Ουκρανίας και να παραλύσει τη μεταπολεμική της ανασυγκρότηση, ενώ δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για την άμυνά της.
Αυτή είναι η ανεμπόδιστη κυριαρχία των ισχυρών. Η άγρια πρόθεση και των δύο δυνάμεων που βάζουν τώρα χέρι στην Ουκρανία θυμίζει τις πρώτες παραγράφους της Καρδιάς του Σκότους, του μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κόνραντ που διαδραματίζεται στο βελγικό Κονγκό. Άρπαξαν ό,τι μπορούσαν να πάρουν μόνο και μόνο γιατί μπορούσαν. Ήταν απλώς μια βίαιη ληστεία, [με] δολοφονίες σε μεγάλη κλίμακα, λέει ο αφηγητής Μάρλοου, προσθέτοντας ότι η κατάκτηση του κόσμου “δεν είναι ένα όμορφο πράγμα”.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου