Το επερχόμενο μπαράζ δασμών του Τραμπ υπόσχεται να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα μέσω μιας περικοπής των εισαγωγών. Ωστόσο, ανάμεσα σε όλες τις απειλές και τις δικαιολογίες της αμερικανικής κυβέρνησης, βρίσκεται κρυμμένη η άλλη πλευρά της εμπορικής εξίσωσης. Οι μεγαλύτερες εξαγωγές όχι μόνο μειώνουν τα ελλείμματα, αλλά προσφέρουν και ευρύτερα οικονομικά οφέλη μέσω υψηλότερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας και περισσότερης καινοτομίας. Αλλά στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού, η αύξηση των εξαγωγών σημαίνει και αύξηση των εισαγωγών. Οι εκτεταμένες αυξήσεις των δασμών θα φρενάρουν και τους εξαγωγείς με έδρα τις ΗΠΑ. 

Οι ΗΠΑ δεν είναι μεγάλος εμπορικός παίκτης. Μόλις το ένα τέταρτο της οικονομίας τους προέρχεται από διεθνείς συναλλαγές, πολύ πίσω από άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, στις οποίες το εμπόριο προσεγγίζει κατά μέσο όρο τα δύο τρίτα της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης. Και σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες χώρες, το βάρος του εμπορίου στην αμερικανική οικονομία έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια.

Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ πωλούν αγαθά και υπηρεσίες αξίας περίπου 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως παγκοσμίων, υποστηρίζοντας περίπου 10 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ. Είναι σημαντικός εξαγωγέας βασικών εμπορευμάτων, πουλώντας κάθε χρόνο σχεδόν 700 δισεκατομμύρια δολάρια σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, καθώς και σε σιτηρά, σόγια, κρέας και άλλα προϊόντα. Πωλεί επίσης πάνω από ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως σε υπηρεσίες υψηλής ποιότητας στο εξωτερικό, από software, διαφήμιση, ταινίες έως και αεροπορικές πτήσεις που μεταφέρουν δεκάδες εκατομμύρια ταξιδιώτες σε όλο τον κόσμο. 

Οι διεθνείς πωλήσεις παρουσιάζουν μεγάλες ευκαιρίες ανάπτυξης για τις εταιρείες και τους εργαζόμενους που εδρεύουν στις ΗΠΑ. Ενώ η οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ έχει πρόσφατα ξεπεράσει άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ακόμη και πολλές αναδυόμενες οικονομίες, η πελατειακή βάση τους βρίσκεται μόλις στο 4% του πληθυσμού του πλανήτη. Και τα επόμενα δισεκατομμύρια της νέας μεσαίας τάξης θα ζουν αλλού – κυρίως στην Ασία. Είτε παράγουν τρόφιμα, είτε κατασκευάζουν αεροπλάνα, είτε δημιουργούν διαδικτυακά παιχνίδια, οι εταιρείες που απευθύνονται μόνο στην εγχώρια αγορά έχουν περιορισμένο περιθώριο μελλοντικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, οι θέσεις εργασίας σε επιχειρήσεις που προσανατολίζονται κυρίως στις εξαγωγές, ιδίως στον τομέα της μεταποίησης, τείνουν να πληρώνουν περισσότερο. Σύμφωνα με την Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου των ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι στις εξαγωγικές βιομηχανίες κερδίζουν 16% περισσότερο από τους συναδέλφους τους σε τομείς που προσανατολίζονται κυρίως στην εγχώρια αγορά. Και οι επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό τείνουν να δημιουργούν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης από ό,τι οι βιομηχανίες επικεντρώνονται στην εγχώρια αγορά. 

Παρά τα τεράστια οικονομικά οφέλη των εξαγωγών, οι ΗΠΑ χάνουν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά: Το μερίδιό τους στις διεθνείς πωλήσεις το 2023 ήταν λιγότερο από 9%, έναντι 12% το 2000 – εν μέρει λόγω του κόστος και των εμποδίων που αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό. Παρά την αφθονία ενέργειας, για παράδειγμα, οι τιμές εξακολουθούν να είναι υψηλές σε σύγκριση με βιομηχανικούς ανταγωνιστές όπως η Κίνα, το Βιετνάμ και το Μεξικό. Οι μισθοί, ακόμη και αν συνυπολογιστεί η υψηλότερη παραγωγικότητα των εργαζομένων στις ΗΠΑ, ξεπερνούν εκείνους πολλών ανταγωνιστών, όπως και οι φορολογικοί συντελεστές των αμερικανικών επιχειρήσεων. Και για πολλούς κλάδους, όπως η εξόρυξη, η διύλιση και η χημική βιομηχανία, τα ρυθμιστικά και άλλα εμπόδια δυσχεραίνουν την εγκατάσταση νέων επιχειρήσεων.

Οι εξαγωγείς λαμβάνουν επίσης ελάχιστη βοήθεια από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, τουλάχιστον σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες. Τα κρατικά δάνεια και η χρηματοδότηση είναι συχνά δύσκολα προσβάσιμα. Άλλες μορφές δημόσιας στήριξης κατανέμονται αποσπασματικά σε περισσότερες από δώδεκα υπηρεσίες, καθιστώντας δύσκολη την πλοήγηση για άλλες εταιρείες, ειδικά για τις μικρότερες. 

Η απομάκρυνση των ΗΠΑ από τις εμπορικές συμφωνίες αφήνει επίσης τους εξαγωγείς τους με ένα αυξανόμενο μειονέκτημα. Πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας, έχουν υπογράψει πληθώρα νέων συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου, όπως η Περιφερειακή Ολοκληρωμένη Οικονομική Εταιρική Σχέση (RCEP), η Ολοκληρωμένη και Προοδευτική Συμφωνία για τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στην Περιοχή του Ειρηνικού (CPTPP), η Αφρικανική Ηπειρωτική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (ACFTA), η Συμφωνία του Ειρηνικού για τις στενότερες οικονομικές σχέσεις (PACER Plus), η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου Αυστραλίας-Ηνωμένου Βασιλείου (A-UK FTA) και η Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου ΕΕ-Βιετνάμ (EVFTA). Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΕΕ και της Ινδίας, της Νότιας Αμερικής και του Μεξικού συνεχίζονται με γοργούς ρυθμούς και, καθώς οι συμφωνίες αυτές τίθενται σε ισχύ, οι εξαγωγές μεταξύ των χωρών-εταίρων θα γίνουν σχετικά φθηνότερες από ό,τι με χώρες, όπως οι ΗΠΑ, που παραμένουν εκτός του κλαμπ.

Εν τω μεταξύ, ο ανταγωνισμός, δίκαιος ή μη, έχει πλήξει τις αμερικανικές πωλήσεις σε άλλοτε κερδοφόρες αγορές. Το Μεξικό παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους προορισμούς για τις εξαγωγές των ΗΠΑ, αγοράζοντας κάθε χρόνο αγαθά και υπηρεσίες αξίας περίπου 370 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ωστόσο, οι Αμερικανοί κατασκευαστές έχουν χάσει μερίδιο αγοράς σε υποδήματα, ρούχα, αθλητικό εξοπλισμό, κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικά, καλώδια, κινητήρες, αυτοκίνητα και πολλά άλλα τα τελευταία είκοσι χρόνια.  

Για να είναι ανταγωνιστικοί, οι Αμερικανοί εξαγωγείς ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, μηχανημάτων, αυτοκινήτων, φαρμάκων και άλλων αγαθών χρειάζονται προσιτές εισροές από το εξωτερικό. Καμία χώρα δεν κατασκευάζει σήμερα κάθε κομμάτι, εξάρτημα ή συστατικό που χρησιμοποιείται στα προϊόντα τους. Οι ήδη ακριβές πρώτες ύλες όπως ο χάλυβας και το αλουμίνιο σημαίνουν ότι οι κινητήρες, τα αεροσκάφη και οι οικιακές συσκευές που κατασκευάζονται στις ΗΠΑ θα κοστίζουν πιθανότατα περισσότερο από τα αντίστοιχα ιαπωνικά, κινέζικα και γερμανικά. Οι ευρύτεροι δασμοί που προβλέπονται στην “Ημέρα Απελευθέρωσης” του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θα προκαλέσουν περισσότερες απώλειες σε τομείς που εδρεύουν στις ΗΠΑ.

Ακόμα χειρότερα, οι δασμοί τείνουν να προκαλούν ανταποδοτικούς δασμούς, συρρικνώνοντας περαιτέρω τις αγορές για τους Αμερικανούς εξαγωγείς που επιθυμούν να αναπτυχθούν. Η Κίνα έχει επιβάλει φόρους στην αμερικανική ενέργεια, τα αυτοκίνητα, τα τρακτέρ και πολλά γεωργικά προϊόντα. Η Ευρώπη έχει απειλήσει με αντίποινα σε χάλυβα, αλουμίνιο, ουίσκι, μοτοσικλέτες και άλλα. Ο Καναδάς και το Μεξικό έχουν συγκρατηθεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι στιγμής, αλλά και αυτοί θα φορολογήσουν τα αμερικανικά αγαθά εάν τεθούν σε ισχύ οι δασμοί του Τραμπ.  

Οι ΗΠΑ διατηρούν ισχυρά εμπορικά πλεονεκτήματα. Το αξιόπιστο νομικό τους σύστημα, η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, το ανθρώπινο ταλέντο, η αφθονία της χρηματοδότησης και η ακμάζουσα καταναλωτική αγορά προσελκύουν εταιρείες και επενδυτές από όλο τον κόσμο. Πράγματι, οι ΗΠΑ είναι εδώ και καιρό ο μεγαλύτερος αποδέκτης άμεσων ξένων επενδύσεων.

Αλλά οι δασμοί απειλούν τώρα και αυτές τις ροές. Σαφώς, ορισμένες εταιρείες θα επενδύσουν στις ΗΠΑ για να αποκτήσουν πρόσβαση στην αγορά σήμερα. Αλλά δεν θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις ως κερδοφόρα βάση για τους καταναλωτές στο εξωτερικό ή για να προσεγγίσουν τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες εμπορικές αγορές. Οι αμερικανικές εταιρείες θα είναι λιγότερο ελκυστικές για την προμήθεια πρώτων υλών, κεφαλαιουχικών αγαθών και ενδιάμεσων εισροών για τους κατασκευαστές άλλων χωρών. Οι Αμερικανοί κατασκευαστές θα αποκλειστούν από τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Και οι Αμερικανοί καταναλωτές και εργαζόμενοι στο εσωτερικό θα κληθούν να μοιραστούν μια πολύ μικρότερη οικονομική πίτα.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

Bloomberg