Κανείς δεν γνωρίζει καλύτερα από τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι η φυλάκιση μπορεί να βοηθήσει μια πολιτική καριέρα. Φυλακίστηκε άδικα το 1999 από τους παλιούς εισαγγελείς του “βαθέος κράτους” της χώρας, επειδή απήγγειλε ένα ποίημα σε μια πολιτική συγκέντρωση. Η κατηγορία – υποκίνηση σε βία – ήταν εξόφθαλμα πολιτική, όπως και η υπόθεση διαφθοράς που οι δικοί του εισαγγελείς έχουν τώρα ασκήσει εναντίον του κύριου πολιτικού του αντιπάλου, Εκρέμ Ιμάμογλου.
Την ημέρα της φυλάκισής του, ο Ερντογάν κυκλοφόρησε ένα άλμπουμ ποιημάτων, “Αυτό το τραγούδι δεν τελειώνει εδώ”, το οποίο πούλησε πάνω από 1 εκατομμύριο αντίτυπα. “Πλημμύρησε” από μηνύματα υποστηρικτών του και μέσα σε λίγα χρόνια κυβερνούσε τη χώρα. Όταν επισκέφθηκε εκ νέου τη φυλακή το 2013, την αποκάλεσε σύμβολο αναγέννησης, τον τόπο στον οποίο σχεδιάστηκε το σημερινό κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Όπως και ο Ερντογάν, έτσι και ο Ιμάμογλου ήταν δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης τη στιγμή της σύλληψής του. Είναι τόσο δημοφιλής όσο ήταν ο Ερντογάν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αν και σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, και στο επίκεντρο ενός κλίματος απογοήτευσης με ένα status quo που έχει εξαντλήσει τον κύκλο του μετά από 22 χρόνια. Πόσο πιθανό είναι, λοιπόν, η ιστορία να επαναληφθεί και, στις επόμενες προγραμματισμένες εκλογές του 2028, να αναλάβει νέος πρόεδρος; Δυστυχώς, όχι πολύ.
Στην αλλαγή της χιλιετίας, η Τουρκία δεν διοικούνταν από έναν αυταρχικό ηγέτη που ήταν σε θέση να κατευθύνει το σύστημα με μοναδικό στόχο τη διατήρηση της εξουσίας. Τώρα όμως, είναι. Ο Ερντογάν δεν θα επαναλάβει το λάθος που έγινε στη δική του περίπτωση, φυλακίζοντας τον Ιμάμογλου για μερικούς συμβολικούς μήνες, έτοιμο να αναδειχθεί σε πολιτικό μάρτυρα. Έχοντας λάβει από το κύριο αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα το χρίσμα του υποψήφιου πρόεδρου ακόμη και μετά τη σύλληψή του, ο Ιμάμογλου πιθανότατα θα παραμείνει φυλακισμένος μέχρι η απελευθέρωσή του να μην αποτελεί πλέον απειλή. Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, ο Κούρδος πολιτικός ηγέτης που αμφισβήτησε για τελευταία φορά την εξουσία του Ερντογάν, παραμένει στη φυλακή εδώ και περισσότερα από οκτώ χρόνια.
Αυτό σηματοδοτεί τη διαφορά μεταξύ μιας διακυβέρνησης από δημοκράτες, όσο ελαττωματικοί και αν είναι, και αυτής των ισχυρών ανδρών (ή γυναικών), όσο συναρπαστικές και αν ακούγονται οι υποσχέσεις τους. Έχοντας αναλάβει τον έλεγχο των θεσμών που δημιουργήθηκαν για να περιορίσουν τις εξουσίες των εκλεγμένων ηγετών, ο Ερντογάν μπορεί να κάνει ό,τι θεωρεί απαραίτητο για να παραμείνει στην εξουσία, όποιο κι αν είναι το κόστος για τη χώρα του.
Αυτή η ιστορία είναι μια τραγωδία για την Τουρκία. Στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν, η Τουρκία ήταν από τις πολλά υποσχόμενες οικονομίες. Ποιος θυμάται τις προβλέψεις γύρω στο 2010-2011, όταν μεγάλες επενδυτικές τράπεζες και ο Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη προέβλεπαν ρυθμούς ανάπτυξης που θα την καθιστούσαν μια από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, ξεπερνώντας τη Γερμανία; Η ιστορία της “τουρκικής τίγρης” αποδομείται από το 2013 και σχεδόν αποκλειστικά για πολιτικούς λόγους.
Ακόμα και για όσους δεν ενδιαφέρονται για την τύχη της Τουρκίας, θα πρέπει να αποτελέσει μια διδακτική στιγμή. Μια σειρά από εθνικές και διακρατικες δημοσκοπήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, όταν ρωτούν τον κόσμο για τη σημασία της δημοκρατίας. Όλες διαπίστωσαν αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που είναι πρόθυμοι να δηλώσουν ότι προτιμούν να κυβερνώνται από κάποιον ισχυρό και μη εκλεγμένο, με τη μετατόπιση να είναι σαφέστερη μεταξύ των νέων – περισσότερο από το ένα πέμπτο των ατόμων ηλικίας 18-44 ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με δημοσκόπηση της FGS Global τον Ιανουάριο.
Αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη. Οι περιορισμοί που επιβάλλονται από πλήρως λειτουργικές δημοκρατίες εκτιμώνται πιο πολύ από εκείνους που θυμούνται ή έχουν πολεμήσει εναντίον της εναλλακτικής. Οι νέοι που μεγαλώνουν στις ανεπτυγμένες οικονομίες γνωρίζουν μόνο τις απογοητεύσεις των δημοκρατικά περιορισμένων ηγετών τους. Εξίσου ενδεικτικό είναι ότι οι ίδιες δημοσκοπήσεις διαπίστωσαν ότι οι χώρες στις οποίες η δημοκρατία εκτιμάται περισσότερο τείνουν να είναι εκείνες που διοικούνται ήδη από πλήρως εδραιωμένες απολυταρχίες – η Τουρκία και η Αιθιοπία είναι μαζί στην πρώτη θέση σε μία από αυτές τις έρευνες.
Ο Ερντογάν είχε κάποτε μια dream team στο οικονομικό επιτελείο, σε μια εποχή που έβλεπε το πολιτικό του μέλλον στη μεγάλη σκηνή του κέντρου. Τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του ήταν αντικειμενικά καλά για τη χώρα του σύμφωνα με σχεδόν όλους τους δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών δικαιωμάτων. Μέσα σε μια δεκαετία, πέρασε από την υποστήριξη της κοσμικότητας και των ορθών οικονομικών πολιτικών -την πρώτη φορά που τον συνάντησα το 2003- στο να ενθαρρύνει το μίσος για οτιδήποτε ερμηνεύεται ως δυτικό.
Ο Ερντογάν προώθησε την ισλαμοποίηση της εκπαίδευσης, την αποδυνάμωση των γυναικών και επέβαλε τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις μέχρι και στα επιτόκια τις κεντρικής τράπεζας. Πόλωσε την τουρκική κοινωνία μεταξύ των υπερσυντηρητικών και των λιγότερο θρησκευόμενων. Έριξε έναν-έναν τους κινητήριους μοχλούς της αναπτυξιακή δυναμικής της Τουρκίας, και κανείς δεν ήταν εκεί για να τον σταματήσει. Είχε αλλάξει το σύνταγμα για να αυξήσει τις εξουσίες του και έχει “καθαρίσει” τα μέσα ενημέρωσης, τα δικαστήρια, την αστυνομία και τον στρατό από κάθε ίχνος αντιπολίτευσης, μια διαδικασία που έτρεξε με ακόμη μεγαλύτερη ένταση μετά την απόπειρα πραξικοπήματος από πρώην συμμάχους του στρατού. Κανένας στο συρρικνωμένο περιβάλλον του δεν τόλμησε να τον αμφισβητήσει.
Η μόνη εξαίρεση ήταν οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες δεν συγχωρούν. Τουλάχιστον πήρε το μάθημά του, αφού έφτασε κοντά στην καταστροφή της οικονομίας, και στηρίζεται σε έναν ταλαντούχο υπουργό Οικονομικών, τον Μεχμέτ Σιμσέκ, καθώς προσπαθεί να διορθώσει την κατάσταση. Αυτό ήταν αρκετό για να σταματήσει την πτώση των τουρκικών assets που ακολούθησε τη στοχοποίηση του Ιμάμογλου και οδήγησε τη λίρα σε ιστορικό χαμηλό έναντι του δολαρίου.
Για το μεγαλύτερο μέρος αυτής της διαδρομής, ο ηγέτης της Τουρκίας είχε μια ισχυρή βάση υποστήριξης που πίστευε ότι δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Οποιαδήποτε υπόνοια ότι μπορεί να οδηγεί την Τουρκία σε λάθος δρόμο αντιμετωπίστηκε με κατηγορίες για συνωμοσία ή ισλαμοφοβία. Καθώς όμως οι πολιτικές του παρήγαγαν πληθωρισμό και δυσκολίες, ο Ερντογάν αναγκάστηκε επανειλημμένα να αναδιαμορφώσει τη βάση υποστήριξής του πέρα από τον θρησκευτικό συντηρητικό πυρήνα για να κρατήσει μια πλειονότητα ψηφοφόρων στο πλευρό του, απευθυνόμενος πρώτα στους φιλελεύθερους και τους Κούρδους, στη συνέχεια στους συντηρητικούς εθνικιστές και τώρα πάλι στους Κούρδους. Αυτόν τον μήνα, ωστόσο, περιορίστηκε σε τακτικές επιπέδου Πούτιν, συλλαμβάνοντας τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο.
Η ιστορία της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν είναι μια ιστορία που κάθε ψηφοφόρος που ελπίζει στις μαγικές λύσεις των λαϊκιστών πολιτικών θα πρέπει να συγκρατήσει. Το βασικό συμπέρασμα; Είναι πολύ πιο δύσκολο να αποκαταστήσεις τους δημοκρατικούς περιορισμούς που εμποδίζουν έναν ηγέτη να ακολουθήσει παράνομες ή καταστροφικές πολιτικές, παρά να τους καταργήσεις.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου