Η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν πολλά κοινά. Είναι δύο εμβληματικά σύμβολα της ανοικοδόμησης, της αποκατάστασης της ειρήνης και του εκδημοκρατισμού των οποίων ηγήθηκαν οι ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η παγκόσμια ανάπτυξή τους κατά τις επόμενες δεκαετίες προήλθε από την παραγωγική τους υπεροχή – και όχι στρατιωτική – έναντι των αντιπάλων τους. Και οι δύο παρακολουθούν με ανησυχία τις απειλές ασφαλείας που συσσωρεύονται στα σύνορά τους, είτε αυτές παίρνουν τη μορφή της Ρωσίας, είτε της Κίνας. Και τώρα εξετάζουν τον κίνδυνο της στρατηγικής εγκατάλειψης των ΗΠΑ, έπειτα από μια μακρά περίοδο εξάρτησης υπό την ομπρέλα ασφαλείας της Ουάσινγκτον.

Αυτή η κοινή πίεση ωθεί σε μια νέα αναζήτηση βαθύτερων στρατηγικών δεσμών. Τον Νοέμβριο, λίγες ημέρες πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το Τόκιο και οι Βρυξέλλες συνήψαν τη Συμφωνία Ασφάλειας και Άμυνας ΕΕ-Ιαπωνίας, επιβεβαιώνοντας την αμοιβαία δέσμευσή τους για μια “ελεύθερη και ανοικτή διεθνή τάξη που βασίζεται στο κράτος δικαίου”. Καθόρισε διάφορους τομείς μελλοντικής συνεργασίας, από τη θαλάσσια ασφάλεια και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας έως την τεχνογνωσία στον τομέα της άμυνας και του διαστήματος. Πρόκειται για μια φιλόδοξη συμφωνία, με λίγα όμως χαρακτηριστικά επείγουσας ανάγκης για δράση.

Ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε παραπέρα. Ακόμη και πριν από την επιστροφή του Τραμπ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία χρειάστηκε να μετατοπιστούν γρήγορα από την ειρηνική τους στάση σε μία στάση προετοιμασίας για πόλεμο. Ο ρυθμός της αλλαγής επιταχύνεται σήμερα, καθώς η κυβέρνηση του Τραμπ επιτίθεται στους Ευρωπαίους συμμάχους και θέτει υπό αμφισβήτηση την υποστήριξή της στο ΝΑΤΟ, όπως συνέβη στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου. Αν και η Ιαπωνία δεν έχει στοχοποιηθεί με ανάλογο τρόπο, το Τόκιο ανησυχεί ότι θα βρεθεί στο περιθώριο, αν ο Τραμπ επιθυμήσει να υπογράψει μια συμφωνία με το Πεκίνο. Ως δυνάμεις με παρόμοιες δεσμεύσεις στους φιλελεύθερους-δημοκρατικούς κανόνες και βαθύ ενδιαφέρον για την υπεράσπιση του status quo, ιδίως στον Ινδο-Ειρηνικό, η Ευρώπη και η Ιαπωνία θα πρέπει να δράσουν αποφασιστικά για να εδραιώσουν περαιτέρω τη συνεργασία τους.

Ενώ ούτε η ΕΕ ούτε η Ιαπωνία μπορούν σήμερα να τα καταφέρουν χωρίς τις ΗΠΑ -ιδίως η Ιαπωνία, δεδομένου ότι δεν έχει εναλλακτική συμμαχία του ΝΑΤΟ στην οποία μπορεί να στηριχθεί- μπορούν να βοηθήσουν η μία την άλλη να προετοιμαστούν για ένα λιγότερο βέβαιο αύριο. Το Τόκιο, που κατατάσσεται ήδη στη 10η θέση παγκοσμίως όσον αφορά στις στρατιωτικές δαπάνες, στοχεύει να τις αυξήσει στο 2% του ΑΕΠ. Έχει δείξει λιγότερη αφέλεια και περισσότερη διορατικότητα στην αναγνώριση της απειλής που θέτουν η Ρωσία και η Κίνα απ’ό,τι η Γερμανία, η απροθυμία της οποίας να επενδύσει σε σκληρή ισχύ την άφησε στρατηγικά ευάλωτη ενώ τώρα προσπαθεί να αυξήσει τις δαπάνες της, τρία χρόνια μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Πέρα από την αξιολόγηση των απειλών, το διμερές εμπόριο της ΕΕ και της Ιαπωνίας ύψους 188,6 δισεκατομμυρίων ευρώ μπορεί επίσης να τις βοηθήσει να αμυνθούν ενάντια στα δασμολογικά σχέδια του Τραμπ.

“Αν η ιαπωνική κυβέρνηση αισθάνεται μεγαλύτερη ανασφάλεια για τη δέσμευση των ΗΠΑ στη συμμαχία, τότε η Ευρώπη είναι ένας φυσικός εταίρος”, δήλωσε ο Καζούτο Σουζούκι, καθηγητής στη Μεταπτυχιακή Σχολή Δημόσιας Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Τόκιο, ο οποίος επισήμανε ένα πιθανό νέο είδος συμμαχίας μεταξύ ενός μετα-αμερικανικού ΝΑΤΟ και της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας.

Με την ΕΕ να φιλοδοξεί να αναπτύξει επιπλέον αμυντικές δαπάνες ύψους έως και 800 δισεκατομμυρίων ευρώ, υπάρχει επίσης μια τεράστια ευκαιρία για την Ιαπωνία να ενισχύσει τον τομέα των αμυντικών εξαγωγών της, ο οποίος για πολύ καιρό ήταν επικεντρωμένος στο εσωτερικό της χώρας, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά της. Το Τόκιο εξακολουθεί να εξάγει στρατιωτική βοήθεια μόνο έμμεσα, ακόμη και στην Ουκρανία. Αρχικά, ήρθε η ώρα να απλοποιηθεί η τρέχουσα κατάσταση σχετικά με τους πυραύλους Patriot που κατασκευάζει η Ιαπωνία, τους οποίους δεν μπορεί να εξάγει απευθείας στην Ουκρανία – αντ’ αυτού, τους προμηθεύει στις ΗΠΑ, οι οποίες με τη σειρά τους στέλνουν πυραύλους αμερικανικής κατασκευής στο μέτωπο.

Παράλληλα, με το Global Combat Air Program, ένα μαχητικό αεροπλάνο επόμενης γενιάς που αναπτύσσεται από κοινού μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιαπωνίας και της Ιταλίας από εταιρείες όπως η BAE Systems Plc και η Mitsubishi Heavy Industries Ltd., έρχεται ένα πεδίο δοκιμών για μελλοντικά σχέδια που συνδυάζουν τις στρατηγικές ανάγκες με την ανταλλαγή καινοτομίας. “Η Ιαπωνία θα μπορούσε να εμβαθύνει τους δεσμούς με την Ευρώπη, όπως στην αμυντική τεχνολογία και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας, σε μια εποχή που οι απειλές αυξάνονται και για τις δύο δυνάμεις”, σύμφωνα με την ανώτερη συνεργάτιδα στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων, Σέιλα Σμιθ, συγγραφέα του βιβλίου “Japan Rearmed”.

Η πρόκληση για το Τόκιο κρύβεται στην αναθεώρηση των κανόνων που αφορούν στις αμυντικές εξαγωγές. Η Ιαπωνία θα πρέπει να προχωρήσει πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά – προτού κληθεί να ζήσει τη δική της “Διάσκεψη του Μονάχου”.

Η ΕΕ, εν τω μεταξύ, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις δικές της ασυνέπειες και δισταγμούς, με πρώτη την Κίνα, τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του μπλοκ στην Ασία. Σε ποιο βαθμό η ΕΕ μοιράζεται πραγματικά την άποψη της Ιαπωνίας για την κινεζική απειλή – και μπορεί αυτό να επηρεάσει την προθυμία του Τόκιο να ενισχύσει τους ευαίσθητους αμυντικούς δεσμούς; Ένα άλλο θέμα είναι η δέσμευση: Έχει η Ευρώπη την ικανότητα και τη θέληση να προβάλει ισχύ και να αφιερώσει ναυτικές δυνάμεις εκτός της περιοχής της; Ο Τζιούλιο Πουλιέζε, διευθυντής του προγράμματος ΕΕ-Ασία στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, φοβάται ότι αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδια, ιδίως αν ο Τραμπ εφαρμόσει τη στρατηγική του “διαίρει και βασίλευε”.

Παρόλα αυτά, αυτή τη στιγμή, ένα ενιαίο μέτωπο από δυνάμεις που εμφορούνται από τις ίδιες αντιλήψεις είναι η καλύτερη απάντηση σε έναν πιο επικίνδυνο κόσμο. Με την Ευρώπη να εξετάζει τώρα το ενδεχόμενο μιας συμμαχίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ χωρίς τις ΗΠΑ – κάτι που θα της στερούσε περίπου το 70% των δυνατοτήτων της – είναι καιρός να κατανοήσει ποιοι είναι οι φίλοι της.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

Bloomberg Opinion