Ως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζο Μπάιντεν χρησιμοποιούσε διαρκώς μια χαρακτηριστική φράση η οποία υπογράμμιζε δύο αντίθετες πτυχές της προεδρίας του, σε σύγκριση με τον διάδοχό του, Ντόναλντ Τραμπ: Ο 46ος πρόεδρος έχανε επικοινωνιακά, αλλά κέρδιζε στη γεωπολιτική στρατηγική – ο 47ος είναι ακριβώς το αντίθετο.

Ο Μπάιντεν σχεδόν καμάρωνε ότι ενώ ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ήθελε “τη Φινλανδοποίηση του ΝΑΤΟ”, αντ’ αυτού πήρε “τη ΝΑΤΟποίηση της Φινλανδίας”. Η Φινλανδοποίηση και η ΝΑΤΟποίηση μετρούν και οι δυο από πέντε συλλαβές και σημαίνουν ελάχιστα για τους απλούς Αμερικανούς, οι οποίοι μπορεί να φαντάζονται στρατηγούς και ναυάρχους να περνούν τον χρόνο τους στη σάουνα. Δεν θα ακούσετε κάτι τέτοιο από τον Τραμπ, ο οποίος προτιμά τις μονοσύλλαβες αγγλοσαξονικές λέξεις. Ως τρόπος να επικοινωνήσει τη μεγάλη στρατηγική του στους ψηφοφόρους, η φράση του Μπάιντεν απέτυχε.

Ωστόσο, αυτή η στρατηγική που προσπαθούσε να διαφημίσει ο Μπάιντεν ήταν μια επιτυχία – μια επιτυχία που ο Τραμπ τώρα αναιρεί.

Ο όρος “Φινλανδοποίηση” επινοήθηκε από Δυτικογερμανούς μελετητές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αναφερόταν στην εμπειρία της Φινλανδίας, η οποία είχε αποκρούσει δύο φορές την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης, μία φορά στον Χειμερινό Πόλεμο του 1939 και άλλη μία ως σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας την περίοδο 1941-1944. Στα πλαίσια της ανακωχής, παραχώρησε περίπου το 10% του εδάφους της στη Μόσχα και συμφώνησε στη μετεγκατάσταση των Φινλανδών που ζούσαν εκεί. Παρέμεινε όμως ανεξάρτητο έθνος.

Η διευθέτηση που αργότερα ονομάστηκε Φινλανδοποίηση ξεκίνησε το 1948 με μια συνθήκη μεταξύ Ελσίνκι και Μόσχας. Με αντάλλαγμα το προνόμιο να παραμείνει κατά τα άλλα κυρίαρχη, η Φινλανδία συμφώνησε να συμμορφωθεί με τη σοβιετική εξωτερική πολιτική και να αποφύγει στενότερους δεσμούς με το ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ και τη δυτική Ευρώπη. Ο Καρί Σουομαλάινεν, ένας Φινλανδός σκιτσογράφος, προσδιόρισε αργότερα τη φινλανδοποίηση ως “την τέχνη του να υποκλίνεσαι προς την Ανατολή χωρίς να προσβάλλεις τη Δύση”.

Η φινλανδοποίηση με αυτή τη στενή έννοια καταργήθηκε σταδιακά μόνο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, με βήματα που σήμερα ονειρεύονται να κάνουν οι Ουκρανοί. Το 1995, η Φινλανδία προσχώρησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και κατά τη διάρκεια της θητείας του Μπάιντεν το 2023, απαντώντας στην επιθετικότητα του Πούτιν, εντάχθηκε τελικά στη συμμαχία του ΝΑΤΟ. Σήμερα, η Φινλανδία κατατάσσεται σταθερά ως η πιο “ευτυχισμένη” χώρα στον κόσμο.

Χρόνια μετά, η φινλανδοποίηση απέκτησε μια πιο γενική σημασία. Παρόλο που το φαινόμενο αυτό οφείλει την ύπαρξή του στο γεγονός ότι η Φινλανδία ήταν πολύ γενναία και ισχυρή για να ηττηθεί (αλλά ακόμα πολύ αδύναμη για να νικήσει), η λέξη έλαβε στην πορεία μια υποτιμητική χροιά και αναφερόταν σε μια κατάσταση κατά την οποία μια ασθενέστερη χώρα παραιτείται από μέρος της κυριαρχίας της για να κατευνάσει μια ισχυρότερη δύναμη.

Με αυτή την έννοια, η φινλανδοποίηση παίρνει συνήθως τη μορφή ακούσιας ουδετερότητας ή μη ευθυγράμμισης και υποταγής στον κυρίαρχο. Η Μογγολία, την οποία τόσο η Μόσχα όσο και το Πεκίνο θεωρούν ουδέτερο κράτος, έχει περιγραφεί ως φινλανδοποιημένη – το ίδιο και ορισμένα από τα “σταν” στην Κεντρική Ασία. Παράλληλα, η Ταϊβάν έχει εξετάσει αν η φινλανδοποίηση θα ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να κρατήσει την ηπειρωτική Κίνα σε απόσταση.

Το αρχικό σχέδιο του Πούτιν για την Ουκρανία ήταν η απόλυτη κατάκτηση και υποταγή. Αλλά όταν οι γενναίοι Ουκρανοί, όπως και οι Φινλανδοί το 1939, αρνήθηκαν στη Μόσχα αυτόν τον θρίαμβο, ο Πούτιν αναγκάστηκε να αλλάξει στρατηγική. Για να ανεχτεί την ύπαρξη της Ουκρανίας, η χώρα θα έπρεπε να γίνει ένα no-man’s-land, για πάντα εκτός ΝΑΤΟ, αποστρατιωτικοποιημένη και υποταγμένη στο Κρεμλίνο. Με λίγα λόγια: Φινλανδοποιημένη. Παρόμοια οράματα έχει και για, ας πούμε, τη Μολδαβία ή τη Γεωργία (εκτός ΝΑΤΟ), ακόμα και για την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία (εντός ΝΑΤΟ).

Όπως φρόντισε να εξηγήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν, η απειλή του Πούτιν επεκτείνεται ακόμη περισσότερο. Θέλει να καταστείλει, και ιδανικά να διαλύσει, όχι μόνο την Ουκρανία αλλά ολόκληρη τη δυτική συμμαχία. Με την εισβολή στην Ουκρανία, έχει επίσης αποκηρύξει ολόκληρη τη διεθνή τάξη που βασίζεται σε “κανόνες”, τα θεμέλια της οποίας είναι το δίκαιο και η αρχή της εθνικής κυριαρχίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στον καταστατικό χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Έτσι, όταν ο Μπάιντεν είπε ότι ο Πούτιν τελικά κατέληξε να “νατοποιεί” τη Φινλανδία, αναφερόταν σε κάτι περισσότερο από την ένταξη της Φινλανδίας στη συμμαχία. Εννοούσε ότι η Ρωσία είχε αποτύχει με μια ευρύτερη έννοια, καθώς η Ουκρανία – με αμερικανική, ευρωπαϊκή, ακόμη και ασιατική βοήθεια – υπερασπίστηκε τον εαυτό της και πλησίαζε όλο και περισσότερο τη Δύση. Και η Δύση, χωρίς να υποχωρεί, ήταν πιο ενωμένη και αποφασισμένη να υπερασπιστεί όχι μόνο την Ουκρανία αλλά και την ίδια την ιδέα της εθνικής κυριαρχίας.

Ο Τραμπ βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με αυτά τα επιτεύγματα. Εδώ και καιρό περιφρονεί το ΝΑΤΟ, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής [σσ. στην άμυνα] και υπονομεύοντας την αποτρεπτική του επίδραση στη Ρωσία. Έχει περιφρονήσει συμμάχους -συμπεριλαμβανομένης της Δανίας, εποφθαλμιώντας το έδαφος της Γροιλανδίας- και έχει προσεγγίσει τον Πούτιν ως σύντροφο “strongman”. Έχει εκφοβίσει τον Ουκρανό πρόεδρο στο Οβάλ Γραφείο και, στο όνομα της διαπραγμάτευσης για την ειρήνη, φαίνεται αδιάφορος στο ενδεχόμενο μιας ανακωχής που θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση της Ουκρανίας.

Ο Τραμπ φαίνεται μάλιστα πρόθυμος να βάλει το λιθαράκι του στην ιστορία της “Φινλαδοποίησης”. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να περιγραφεί η υποταγή στην οποία έχει κατά νου να οδηγήσει τον Καναδά στα βόρεια ή τον Παναμά στα νότια;

Ο Μπάιντεν κατανοούσε την αξία των συμμαχιών και της διεθνούς τάξης, ενώ ο Τραμπ όχι. Ο Μπάιντεν ήταν επίσης κακός στο να εξηγεί τις ξένες απειλές στους Αμερικανούς, ενώ ο Τραμπ γνωρίζει πώς να συνδεθεί με πολλούς ψηφοφόρους. Και παρ’ όλα αυτά: Ακόμα και με σύντομες και “πιασάρικες” λέξεις, μια πολιτική εγκατάλειψης των φίλων και του ιδανικού της κυριαρχίας, με παράλληλη συγκατάθεση στην τυραννία και την επιθετικότητα, αποτελεί μια φρικτή, μεγάλη στρατηγική.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion